Γεννημένος το 1933, στο μικρό χωριό Αναφωτιά της επαρχίας Λάρνακας, ο Μιχαήλ Παρίδης υπήρξε ιδεολόγος με χαρακτηριστική τη πατριωτική του αρετή και την βαθιά του πίστη στο Θεό.

Από έφηβος ακόμα, δήλωνε τη παρουσία του σε κάθε πολιτιστική και εθνική εκδήλωση. Οργανώνει κατηχητικό σχολείο στο χωριό του και διδάσκει ο ίδιος. Σχηματίζει θεατρικό όμιλο και ανεβάζει παραστάσεις προσπαθώντας να συγκεντρώνει χρηματικά ποσά που θα του επιτρέπουν αν διοργανώνει εκδρομές για τα παιδιά του χωριού του, προσφέροντάς τους αυτή τη χαρά και τη διασκέδαση.

Ήταν μέλος της ΟΧΕΝ και της ΠΕΟΝ, δυο οργανώσεων, από τις οποίες είχαν στρατολογηθεί οι πρώτοι πυρήνες της ΕΟΚΑ. Διετέλεσε τομεάρχης της επαρχίας Λάρνακας, εκτός από την πόλη, και αρχηγός ανταρτικής ομάδας της περιοχής Λάρνακας.

Στον Αγώνα κατά των Άγγλων δίπλα στους υπόλοιπους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, μυήθηκε από το 1954.

Έδρασε επικεφαλής της ομάδας “Άρης”, η οποία με τα μέλη της ομάδας “Κρόνος” έκαναν βομβιστική επίθεση εναντίον της αίθουσας συνεδριάσεων του Δικαστηρίου.

Από τη πρώτη νύχτα της εξόρμησης ( 1η Απριλίου 1955 ) συνελήφθη μαζί με άλλους 4 συναγωνιστές του και καταδικάστηκε σε επταετή φυλάκιση. Κατάφερε να αποδράσει από το νοσοκομείο της Λευκωσίας στις 12 Δεκεμβρίου του 1957, όπου είχε μεταφερθεί για νοσηλεία.

Μετά τη δραπέτευσή του κατέφυγε στην περιοχή της Αγλαντζιάς, και αργότερα προωθήθηκε στην περιοχή της Λάρνακας, όπου ο Διγενής του ανέθεσε την ευθύνη τού εκτός πόλης τομέα. Σύντομα, κατορθώνει να ανασυντάξει τις ομάδες των χωριών του τομέα του και να αποσπάσει τα συγχαρητήρια του Διγενή για την πλούσια δράση την οποία ανέπτυξε.

Στις 27 Αυγούστου του 1958, στο χωριό Βάβλα , αρνούμενος να παραδοθεί στους Άγγλους που είχαν περικυκλώσει το σπίτι όπου κρυβόταν, πέφτει ηρωικά απο τα πυρά των διωκτών του.

Όσοι τον είδαν στο φέρετρό του, δε θα ξεχάσουν ποτέ την έκφραση ικανοποίησης που έμεινε χαραγμένη στο πρόσωπο του, για τη θυσία του υπέρ της πατρίδος και της ελευθερίας.