Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, αφότου εξέπνευσε ο Κύριος επί του σταυρού, έπρεπε να ταφεί και μάλιστα βιαστικά, διότι όπως μας πληροφορεί ο ιερός Ευαγγελιστής, οι Ιουδαίοι «να μ μεν πὶ το σταυρο τ σματα ν τ σαββτ, πε παρασκευ ν· ν γρ μεγλη μρα κενου το σαββτου· ρτησαν τν Πιλτον να κατεαγσιν ατν τ σκλη, κα ρθσιν».

Οι στρατιώτες με χονδρές σιδερένιες βέργες τσάκισαν τα κόκαλα των δύο συσταυρωμένων ληστών, για να επιταχύνουν το θάνατό τους, διότι ακόμη δεν είχαν εκπνεύσει. «π δ τν ησον λθντες ς εδον ατν δη τεθνηκτα, ο κατέταξαν ατο τ σκλη, λλ’ ες τν στρατιωτν λγχ ατοῦ τήν πλευρν νυξε, κα εθως ξλθεν αμα κα δωρ». Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε πραγματικός.

Κοντά στον σταυρό Του Κυρίου είχαν απομείνει μόνο η Θεοτόκος και οι μαθήτριές Του, οι οποίες συνέπασχαν με Αυτόν, έκλαιγαν και πενθούσαν το άδικο πάθος και το θάνατό Του. Αντίθετα οι ένδεκα μαθητές είχαν κρυφτεί για το φόβο των Ιουδαίων. Όμως ήταν αδύνατο να αναλάβουν το δύσκολο έργο της αποκαθηλώσεως και της ταφής του Χριστού.

Το πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο ήταν η αίτηση στον Πιλάτο να τους δοθεί η άδεια της ταφής. Το έργο αυτό ανάλαβαν οι ευσεβείς άρχοντες Ιωσήφ και Νικόδημος.

«λθν ωσφ π ριμαθαας, εσχμων βουλευτς, ς κα ατς  ν προσδεχμενος τν βασιλεαν το Θεο, τολμσας εσλθε πρς Πιλτον κα τσατο τ σμα το ησο. δ Πιλτος θαμασεν δη τθνηκε, κα προσκαλεσμενος τν κεντυρωνα πηρτησεν ατν ε πλαι πθανε· κα γνος π το κεντυρωνος δωρσατο τ σμα τ ωσφ. κα γορσας σινδνα κα καθελν ατν νελησε τ σινδνι κα κατθηκεν ατν ν μνημείῳ νλελατομημνον κ πτρας, καπροσεκλισε λθον π τν θραν τοῦ μνημεου».

Τότε μαζεύτηκαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι στον Πιλάτο και τον παρακάλεσαν να ασφαλίσει τον τάφο του Χριστού μέχρι την Τρίτη ημέρα, διότι, όπως έλεγαν, «έχουμε υποψία μήπως οι μαθητές του κλέψουν την νύχτα το σώμα του Ιησού και κηρύξουν κατόπιν στο λαό ότι αναστήθηκε, όπως προείπε ο πλάνος εκείνος, όταν ακόμα ζούσε.

Και τότε η πλάνη αυτή θα είναι χειρότερη από την πρώτη». Ο Πιλάτος, αφού τους άκουσε, έδωσε την άδεια και πήγαν και ασφράγισαν τον τάφο. Για ασφάλεια, τοποθέτησαν και μια φρουρά από στρατιώτες και αποχώρησαν.

Κοντκιον:

«Αυτός που περιόρισε την απέραντη θάλασσα, παρουσιάζεται τώρα νεκρός. Αυτός ο Αθάνατος αφού τυλίχθηκε με σεντόνι κι αλείφθηκε με μύρα, τοποθετήθηκε σε μνήμα σαν θνητός. Και κάποιες γυναίκες ήλθαν να τον αλείψουν με αρώματα, κλαίγοντας πικρά και φωνάζοντας: Αυτό το Σάββατο είναι το ευλογημένο, γιατί σ’ αυτό ο Χριστός αφού κοιμήθηκε σα νεκρός, σε τρεις ημέρες θα αναστηθεί».

«Αυτός που συγκρατεί τα σύμπαντα υψώθηκε πάνω στο Σταυρό, και όλη η κτίση θρηνεί καθώς τον βλέπει να κρέμεται γυμνός πάνω στο ξύλο. Ο ήλιος έκρυψε τις ακτίνες του, και τα άστρα έχασαν το φως τους. Η γη σείστηκε γεμάτη φόβο, η θάλασσα αποσύρθηκε και οι πέτρες έσπαζαν. Πολλοί τάφοι άνοιξαν και αναστήθηκαν σώματα αγίων ανδρών. Ο Άδης κάτω (στο βασίλειό του) στενάζει και οι Ιουδαίοι σκέπτονται να διαδώσουν συκοφαντίες ότι είναι ψέμα η ανάσταση του Χριστού, οι γυναίκες δε επιμένουν να φωνάζουν: Αυτό το Σάββατο είναι το ευλογημένο, γιατί σ’ αυτό ο Χριστός αφού κοιμήθηκε σα νεκρός σε τρεις μέρες θα αναστηθεί».

Το Μεγάλο Σάββατο είναι η τελευταία ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, στις εκκλησίες μας τελείται η Θεία λειτουργία της Πρώτης Ανάστασης. Ονομάζεται έτσι γιατί σε κάποιο σημείο της ο Ιερέας προαναγγέλλει την Ανάσταση του Κυρίου λέγοντας: «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην….».

Στις 12 τα μεσάνυχτα σβήνουν τα φώτα της εκκλησίας και ο ιερέας προβάλει στην Ωραία Πύλη, κρατώντας σε κάθε χέρι από μια δεσμίδα τριάντα τριών κεριών με το Άγιο Φως και ψάλλοντας το «Δεύτε λάβετε φώς…»

Στην συνέχεια βγαίνουν στο περίβολο της εκκλησίας όπου γίνεται η ανάγνωση του Ευαγγελίου της Αναστάσεως και ψάλλετε το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος»

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!

Ιωσήφ Κορφιάτης

Αναπληρωτής επαρχιακός Ε.ΛΑ.Μ Λευκωσίας