«Οι κινήσεις του Πέρση βασιλιά πριν την επικείμενη εκστρατεία»

Ο Ξέρξης, πριν αναχωρήσει για την επικείμενη εκστρατεία του, αποστέλλει κήρυκες σε όλες τις ελληνικές πόλεις για να ζητήσουν «γη και ύδωρ». Στην Αθήνα και στην Σπάρτη, όμως, δεν στέλνει, ενθυμούμενος το πάθημα των κηρύκων που είχε στείλει ο πατέρας του για τον ίδιο σκοπό. Παραβαίνοντας τους ηθικούς νόμους, που προστατεύουν τα πρόσωπα αυτά ως ιερά, οι μεν Αθηναίοι είχαν ρίξει τους κήρυκες σε ένα βάραθρο, οι δε Σπαρτιάτες σε ένα φρέαρ, καλώντας τους να πάρουν από εκεί αυτό που ζητούσαν και να το μεταφέρουν στον βασιλιά τους.

Την άνοιξη του 480 π.Χ.ο περσικός στρατός, από όλα τα μέρη της τεράστιας περσικής αυτοκρατορίας, συγκεντρώνεται στην Άβυδο, κοντά στον Ελλήσποντο, με σκοπό να επιχειρήσει την δεύτερη επίθεση εναντίον της Ελλάδος. Οι προετοιμασίες των Περσών, εκτός από την συγκέντρωση χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων, περιελάμβαναν και παράλληλες διπλωματικές και κατασκοπευτικές κινήσεις, με απώτερο σκοπό την διάσπαση των ελληνικών πόλεων και την αποφυγή δημιουργίας ενός Ελληνικού Συνασπισμού, ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη στην επέλαση των περσικών δυνάμεων.

Ο Πέρσης βασιλιάς συγκεντρώνει τον απαιτούμενο στρατό, ο οποίος σύμφωνα με τον Ηρόδοτο αποτελείτο από 1.700.000 πεζούς και 80.000 ιππείς, μεταξύ των οποίων και οι περίφημοι 10.000 Πέρσες «Αθάνατοι»,υπό την ηγεσία του Υδάρνη, καθώς και 75.000 ζώα. Ο στόλος του, δε, αποτελείτο από 1.207 τριήρεις, μέσω των οποίων διάβηκε τον Ελλήσποντο.

Όπως, ακριβώς, είχε πράξει ο Δαρείος στον Βόσπορο, έτσι τώρα ο Ελλήσποντος ζεύχθηκε στο στενότερο σημείο του από Αιγύπτιους και Φοίνικες μηχανικούς, οι οποίοι τα κατάφεραν με την δεύτερη προσπάθεια, καθώς την  πρώτη φορά η γέφυρα είχε καταστραφεί εξαιτίας ισχυρής καταιγίδας. Η παράδοση αναφέρει ότι τότε ο Ξέρξης είχε τιμωρήσει όχι μόνο τους μηχανικούς, αλλά και τον ίδιο τον Ελλήσποντο, στον οποίο είχε διατάξει να δώσουν τριακόσιες βουρδουλιές! Η παράλληλη πορεία του στόλου με το στράτευμα είχε ύψιστη σημασία, γιατί έτσι θα μπορούσε να διατηρήσει την επικοινωνία και την τροφοδοσία με την περσική αυτοκρατορία.

Εν συνεχεία, τα στρατεύματα του Ξέρξη διέσχισαν τα εδάφη που ανήκαν στην περσική αυτοκρατορία και όσα ήταν φιλικά προσκείμενα της. Οι Έλληνες, εν τω μεταξύ, είχαν πληροφορηθεί τις κινήσεις του από κατασκόπους, τους οποίους όμως δεν εμπόδισε κανείς, καθώς ο Ξέρξης ήθελε να κάνει επίδειξη πλούτου και ισχύος. Για αυτό, άλλωστε, είχε αφήσει ελεύθερους τους Αθηναίους κατασκόπους που είχε πιάσει, καθώς και τα εμπορικά πλοία που είχε αιχμαλωτίσει, φορτωμένα με σιτάρι. Στόχος του την στιγμή αυτή δεν ήταν να αιφνιδιάσει τον εχθρό, αλλά να τον κατακλύσει με πληροφορίες. Ευελπιστούσε ότι με αυτό τον τρόπο θα απέφευγε την σύγκρουση στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, με το σκεπτικό ότι οι περισσότερες πόλεις, μαθαίνοντας για το μεγαλείο και το εύρος του περσικού στρατού, θα αποσκιρτούσαν και θα συνθηκολογούσαν μαζί του.

Ως αρχική τοποθεσία της πολεμικής αναμέτρησης είχαν οριστεί τα Τέμπη, καθώς οι περσικές ορδές κατευθύνονταν ταχύτατα προς τον νότο. Από την ελληνική πλευρά η στρατιωτική δύναμη που στάλθηκε για την πρώτη αυτή μάχη απαριθμούσε 10.000 οπλίτες και είχε τεθεί υπό την διοίκηση του Σπαρτιάτη στρατηγού Ευαίνετου του Καρήνου και του Αθηναίου Θεμιστοκλή του Νεοκλέους. Εντούτοις, όταν οι δυο στρατηγοί πληροφορήθηκαν από τον βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο πως υπήρχαν άλλα δυο περάσματα, τα οποία ήταν αδύνατον να φυλαχθούν ταυτόχρονα, αποσύρθηκαν.

Στην εγκατάλειψη του σχεδίου αυτού συνέβαλε, ακόμη, η μορφολογία του εδάφους και η αριθμητική υπεροχή των περσικών δυνάμεων, που θα είχαν καταστροφικές συνέπειες για τις ελληνικές δυνάμεις. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε λίγο αργότερα, η απόφαση αυτή ήταν σοφή, καθώς ο Ξέρξης επέλεξε τελικά το πέρασμα των Γόννων. Στο σημείο αυτό, βέβαια, λέγεται ότι οι Θεσσαλοί αναγκάστηκαν να μηδίσουν και να μην συμμετάσχουν στον κοινό αγώνα.