Το γλαύκωμα είναι μια χρόνια νευροεκφυλιστική ασθένεια του ματιού που προσβάλλει το οπτικό νεύρο, το ‘καλώδιο’ δηλαδή που μεταφέρει τα οπτικά ερεθίσματα από το βυθό του ματιού στον εγκέφαλο, με τελικό στόχο τη μετατροπή της οπτικής πληροφορίας σε εικόνα. Η βλάβη του οπτικού νεύρου στο γλαύκωμα γίνεται προοδευτικά, είναι μη αναστρέψιμη και στην πλειονότητα των περιπτώσεων σχετίζεται με αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση του οφθαλμού.

Ο όρος γλαύκωμα αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Ιπποκράτη και προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη γλαύκος, η οποία σημαίνει την ανοιχτή γαλάζια / γαλαζοπράσινη απόχρωση του ουρανού ή της θάλασσας. Σήμερα το γλαύκωμα αποτελεί τη δεύτερη πιο συχνή αιτία τύφλωσης παγκοσμίως. Σύγχρονες επιδημιολογικές μελέτες έχουν υπολογίσει ότι ένας στους 40 ενήλικες άνω των 40 πάσχει από γλαύκωμα. Το παραπάνω στοιχείο μεταφράζεται σε περίπου 60 εκατομμύρια γλαυκωματικούς ασθενείς παγκοσμίως, από τους οποίους 8,4 εκατομμύρια έχουν τυφλωθεί από τη νόσο. Στην Ελλάδα η επίπτωση της νόσου κυμαίνεται γύρω στο 5% του πληθυσμού άνω της ηλικίας των 60. Παρά όμως την υψηλή επίπτωση της νόσου, το 50% των πασχόντων παραμένουν αδιάγνωστοι. Δηλαδή, ένας στους δύο ασθενείς με γλαύκωμα δεν γνωρίζει την πάθησή του με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία της όρασής του. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποτελέσματα μιας άλλης μελέτης, όπου το 40% των συμμετεχόντων δεν γνώριζαν καν τι είναι το γλαύκωμα. Η έλλειψη ενημέρωσης αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο κίνδυνο και τη μεγαλύτερη πρόκληση για την αντιμετώπιση της νόσου, ειδικά αν συνυπολογίσουμε ότι 1 στους 5 Έλληνες δεν έχει επισκεφτεί ποτέ Οφθαλμίατρο και μόνο το 51% των συνανθρώπων μας, άνω της ηλικίας των 50, επισκέπτεται τακτικά τον Οφθαλμίατρό του. Έχει αποδειχθεί ότι η μη προσέλευση στον Οφθαλμίατρο για διάστημα περισσότερο από 1 χρόνο αυξάνει το σχετικό κίνδυνο αδιάγνωστου γλαυκώματος κατά 6 φορές.

Οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση γλαυκώματος, εκτός από την άγνοια, είναι η μεγάλη ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό, οι ακραίες διαθλαστικές ανωμαλίες (υψηλή μυωπία ή υπερμετρωπία), το ιστορικό οφθαλμικών φλεγμονών ή τραύματος, η παρουσία λεπτού κερατοειδούς και η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση, που είναι και ο σοβαρότερος παράγοντας κινδύνου. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος για τον οποίο το μεγαλύτερο μέρος των θεραπευτικών προσπαθειών αποσκοπεί στη μείωση της πίεσης του οφθαλμού. Δεν πρέπει όμως ποτέ να ξεχνάμε ότι οι γλαυκωματικές βλάβες είναι μη αναστρέψιμες. Η θεραπευτική μας προσπάθεια στοχεύει κατά κύριο λόγο να σταματήσει ή τουλάχιστον να επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου, ώστε οι διαταραχές του οπτικού νεύρου και η έκπτωση των οπτικών πεδίων να μη φθάσουν σε σημείο να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα της όρασης και διαβίωσης του ασθενούς μας.

Το βασικότερο πρόβλημα της πιο συχνής μορφής του γλαυκώματος, που είναι το ‘χρόνιο απλό γλαύκωμα’, είναι η απουσία συμπτωμάτων και η εμφάνισή τους μόνο όταν έχει χαθεί σημαντικό μέρος της όρασης. Έτσι δικαιολογείται και ο χαρακτηρισμός του γλαυκώματος ως ‘σιωπηλή νόσος’ (silent blinder). Το μάτι δεν πονάει και δεν είναι εύκολο να αντιληφθούμε τα ‘σκοτώματα’ του οπτικού μας πεδίου χωρίς τη χρήση ειδικών ιατρικών εξετάσεων. Εδώ είναι πολύ καθοριστικός ο ρόλος του ειδικού Οφθαλμιάτρου, ο οποίος με μια σειρά από δοκιμασίες θα μπορέσει να αναγνωρίσει ακόμα και τα πιο πρώιμα στάδια της νόσου. Το ιστορικό, η βιομικροσκόπηση, η μέτρηση της πίεσης, η γωνιοσκόπηση, η βυθοσκόπηση, η μέτρηση του πάχους του κερατοειδούς, η αυτόματη περιμετρία και η μέτρηση του πάχους της στιβάδας των νευρικών ινών είναι μια σειρά βασικών εξετάσεων στις οποίες πρέπει να υποβάλλονται όλοι οι ασθενείς άνω των 40 που είναι ύποπτοι για γλαύκωμα. Το γλαύκωμα μπορεί να διαγνωσθεί με μια σειρά απλών και ανώδυνων εξετάσεων. Η έγκαιρη διάγνωση σε πρώιμο στάδιο και η κατάλληλη θεραπεία από τον Οφθαλμίατρο είναι το ‘κλειδί’ της αποφυγής των μη αναστρέψιμων βλαβών του οπτικού νεύρου, που οδηγούν σε τύφλωση από γλαύκωμα. Πολιτικές πρόληψης, ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, καθώς και η εύκολη, ταχεία και αξιοπρεπής πρόσβαση των ασθενών σε σύγχρονες και αξιόπιστες παροχές υγείας αποτελούν βασικά συστατικά μιας σύγρονης Δυτικής κοινωνίας. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να μειώσουμε τα ποσοστά του αδιάγνωστου γλαυκώματος αλλά και να βελτιώσουμε την αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής παρέμβασης σε αυτούς που ήδη γνωρίζουν ότι πάσχουν από γλαύκωμα.