Γρηγόρης Αυξεντίου, ένα όνομα μια ιστορία. Ένας από τους σπουδαιότερους ήρωες του Ελληνισμού, που δικαίως έχει χαρακτηριστεί ως ο σύγχρονος Λεωνίδας. Ο τρόπος με τον οποίο έζησε, αγωνίστηκε, πολέμησε και πέθανε ενσαρκώνονται πλήρως στους στίχους του Γιάννη Ρίτσου:

“Λάβετε, φάγετε,
τούτο εστί το σώμα μου
και το αίμα μου
το σώμα και το αίμα
του Γρηγόρη Αυξεντίου”

Ένα φτωχόπαιδο από την Λύση, της Επαρχίας Αμμοχώστου, που γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1928, υιός του Πιερή και της Αντωνούς, που από μικρό παιδί μια φωνή μέσα στην ψυχή του φώναζε «ΕΛΛΑΔΑ». Όταν αποφοίτησε από το Γυμνάσιο, φοίτησε στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Υπηρέτησε την πατρίδα στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, ενώ το 1953 επέστρεψε στην Κύπρο όπου εργάστηκε ως οδηγός ταξί.

Οι ανησυχίες του για την κατάσταση που βίωνε η Κύπρος δεν κόπαζαν, καθώς το νησί ήταν υπόδουλο στο Βρετανικό στέμμα. Τον Ιανουάριο του 1955, συναντάται με τον Γεώργιο Γρίβα Διγενή και αμέσως μυείται στον ιερό Αγώνα της ΕΟΚΑ, όπου αναλαμβάνει χρέη υπαρχηγού καθ’ εντολή του Διγενή. Ο Αυξεντίου ήταν από τους ελάχιστους άνδρες στην Κύπρο που ήταν άρτια εκπαιδευμένος στα όπλα και στον πόλεμο, οπότε αναλαμβάνει άμεσα δουλειά στρατολογώντας και εκπαιδεύοντας νέους στην ΕΟΚΑ.

Την 1η Απριλίου του 1955 ηγήθηκε των επιθέσεων της ΕΟΚΑ έναντι των Άγγλων και από την πρώτη κιόλας στιγμή επικηρύχτηκε με το ποσό των 250 λιρών, που σε σύντομο χρονικό διάστημα έφτασε τις 5000 λίρες, ένα ποσό αστρονομικό για την εποχή εκείνη. Καθ’ όλη την διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ, ηγήθηκε του ανταρτοπόλεμου στις απόκρημνες κορφές των βουνών της Κύπρου, στήνοντας ένα άριστο ανταρτοπόλεμο, που ο πολύπειρος στρατός της “Αυτού Μεγαλειοτάτης” δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει.

Μια απ’ τις πιο επικές μάχες που έδωσε ο Γρηγόρης Αυξεντίου ήταν αυτή στο χωριό Σπήλια, τον Δεκέμβριο του 1955. Τότε, είχε κληθεί από τον Διγενή στο Αρχηγείο της ΕΟΚΑ, πλησίον του χωριού Σπήλια. Μετά από προδοσία, η τοποθεσία του αρχηγείου υποδείχτηκε στου Άγγλους, που είχαν περικυκλώσει τα θρυλικά λημέρια της ΕΟΚΑ. Με πολεμική μαεστρία ο Αυξεντίου εκμεταλλευόμενος την πυκνή ομίχλη, έβαλε δύο βρετανικά τάγματα να αλληλοπυροβολούνται, ώστε να ξεφύγουν ανάμεσά τους τα παλληκάρια της ΕΟΚΑ και ο Αρχηγός της Γεώργιος Γρίβας Διγενής.

Η δράση του Γρηγόρη Αυξεντίου και των ομάδων του προκάλεσαν ανεπανόρθωτες ζημιές στους Άγγλους, γι’ αυτό και ο Γρηγόρης ήταν ο μεγαλύτερος στόχος των αποικιοκρατών μετά τον Διγενή. Έδρασε σε κάθε βουνοκορφή της Κύπρου, έχοντας μάλιστα διαφορετικά ψευδώνυμα κατά καιρούς, όπως «Ζήδρος», «Ρήγας», «Αίαντας», «Άρης», «Μάστρος» και «Ζώτος».

Τον Φεβρουάριο του 1957, ο Αυξεντίου με την ομάδα του βρισκόταν στο κρησφύγετό τους πλησίον της Ιεράς Μονής Μαχαιρά, το οποίο προδόθηκε και για μέρες ολόκληρες οι Άγγλοι κατέκλυσαν την περιοχή ώστε να εντοπίσουν τον Αυξεντίου, τον οποίο έψαχναν με μανία και είχαν καταστρώσει δεκάδες επιχειρήσεις από τον Απρίλη του 1955 για να τον συλλάβουν.

Στις 3 Μαρτίου, οι βρετανοί στρατιώτες ανακαλύπτουν το κρησφύγετο και του ζητάνε να παραδοθεί. Ο Αυξεντίου, αφού διέταξε τους άντρες του να βγουν έξω τους είπε, «Μέχρι σήμερα μαθαίνατε πώς πολεμούν οι Έλληνες. Σήμερα θα μάθετε και πως πεθαίνουν». Οι συναγωνιστές του Αυξεντίου υπακούνε και βγαίνουν έξω, ένας Άγγλος δεκανέας πλησιάζει το στόμιο του κρησφυγέτου, ζητώντας από τον Αυξεντίου να παραδοθεί. Ο Σταυραετός του Μαχαιρά, με στεντόρεια φωνή, βγαλμένη από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα Ιερά, ταξιδεύοντας 2437 χρόνια μέσα στην ιστορία, από τις Θερμοπύλες του Λεωνίδα, έφτασε στις κορφές του Μαχαιρά απαντώντας «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ», κι ο Άγγλος δεκανέας κείτονταν νεκρός.

Ακολούθησε μια από τις πιο επικές μάχες στην Ιστορία, που δεν μπορεί να περιγραφεί μέσα σε λίγες γραμμές, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, μαζί με τον συναγωνιστή του Αυγουστή Ευσταθίου που είχε ξαναμπεί στο κρησφύγετο, πολέμησαν απέναντι σε εκατοντάδες βρετανούς, για 10 περίπου ώρες και βγήκαν νικητές. Οι Άγγλοι δεν κατάφεραν να πλησιάσουν το κρησφύγετο για να τον συλλάβουν. Υπό τον φόβο της νύχτας που πλησίαζε, έριξαν βενζίνη στο κρησφύγετο και το πυρπόλησαν.

Ο Γρηγόρης Αυξεντίου τυλίχτηκε στις φλόγες. Μπροστά στην δειλία και την ανανδρία, επέλεξε τον δρόμο της τιμής και της δόξας, τον δρόμο της Αθανασίας. Πήρε μια θέση επάξια στο πλάι των επίλεκτων του Έθνους. Βρίσκεται εκεί, στο Πάνθεον των Αθανάτων, πλάι στον Λεωνίδα τον Λακεδαιμόνιο, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Παύλο Μελά. Από εκεί ψηλά θα φωτίζει στους δύσκολους καιρούς που θα ‘ρθουν τον δρόμο της Λευτεριάς, τον δρόμο που οδηγεί στην Κερύνεια, την Μόρφου, την Αμμόχωστο και τον Απόστολο Ανδρέα.

Ο Αυξεντίου, απευθυνόμενος στον Αυγουστή Ευσταθίου, λίγο πριν περάσει στα Ηλύσια Πεδία είπε, «Εμείς Ματρόζο σπείραμε τον σπόρο, άλλοι θα θερίσουν». Αποτελεί λοιπόν καθήκον κάθε Έλληνα, τον σπόρο που έσπειρε το καμάρι της Λύσης να τον θερίσει, δηλαδή να συνεχίσει τον αγώνα του.

Καθημερινά μέσα από τον τρόπο ζωής μας, τις πράξεις μας και τον αγώνα μας έχουμε χρέος να κρατάμε άσβεστη την φλόγα του Γρηγόρη Αυξεντίου. Οι Έλληνες Εθνικιστές, χωρίς δισταγμό επιλέξαμε να πορευτούμε στον δρόμο που χάραξε ο Γρηγόρης, τον δρόμο της αρετής, της τόλμης και της Λευτεριάς. Ένα δρόμο που θα ακολουθήσουμε χωρίς να κάνουμε ούτε βήμα πίσω έως ότου να απελευθερωθεί και η τελευταία σπιθαμή κατεχόμενης γης.