Στις 4 Οκτωβρίου 1919, ο Ελληνικός στρατός απελευθερώνει για δεύτερη φορά την Ξάνθη, η οποία ενσωματώνεται οριστικά πλέον στον Εθνικό κορμό.

Η Ξάνθη, όπως και όλη η Δυτική Θράκη, βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών Τούρκων την παραμονή των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913. Στις 7 Νοεμβρίου 1912 καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, σύμμαχο της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Α’ Bαλκανικού Πολέμου. Λίγους μήνες αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, όταν Ελλάδα και Βουλγαρία βρέθηκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την πόλη στις 13 Ιουλίου 1913.

Με τη Συνθήκη τού Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913), όμως, η Δυτική Θράκη (η μεταξύ Νέστου και Έβρου περιοχή) παραχωρήθηκε εκ νέου στη Βουλγαρία, η οποία, έχοντας πραγματώσει την επιδίωξή της για έξοδο στο Αιγαίο, ξεκίνησε μια εντατική πολιτική εκβουλγαρισμού. Ο κυρίαρχος μουσουλμανικός πληθυσμός, καθώς και άλλα στοιχεία της περιοχής εξεγέρθηκαν και ανακήρυξαν αυτόνομη τη Δυτική Θράκη με έδρα την Κομοτηνή, αλλά με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (29 Σεπτεμβρίου 1913) η Δυτική Θράκη κατοχυρώθηκε στη Βουλγαρία.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρήκε Ελλάδα και Βουλγαρία και πάλι σε διαφορετικά στρατόπεδα. Η χώρα μας, ύστερα από μια περίοδο ουδετερότητας, τάχθηκε τελικά στο πλευρό της Αντάντ, ενώ η Βουλγαρία εντάθηκε στις Κεντρικές Δυνάμεις. Το τέλος του Μεγάλου Πολέμου σηματοδοτήθηκε από την επικράτηση των δυνάμεων της Αντάντ και στη Διάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, που ξεκίνησε τις εργασίες της στις 18 Ιανουαρίου 1919, ο έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ζήτησε μεταξύ άλλων την ένωση της βουλγαροκρατούμενης (Δυτικής) και της τουρκοκρατούμενης (Ανατολικής) Θράκης με την Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, η Θράκη είχε τεθεί υπό διασυμμαχικό έλεγχο.

Στις 6 Σεπτεμβρίου 1919, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο αποφάσισε την παραχώρηση ολόκληρης της Θράκης στην Ελλάδα, ενώ στη Βουλγαρία παραχωρήθηκε έξοδος στο Αιγαίο. Τη συμμαχική απόφαση ανέλαβε να υλοποιήσει ο γάλλος στρατηγός Φρανσέ Ντ’ Εσπρέ (γνωστός και ως Δεσπεραί), αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το βράδυ της 3ης Οκτωβρίου 1919 ένα τάγμα πεζικού και μια ημιλαρχία ιππικού της 9ης Μεραρχίας Πεζικού με επικεφαλής τον ταγματάρχη Μπενούκα είχε στρατοπεδεύσει στα περίχωρα της Ξάνθης, αναμένοντας την επίσημη παράδοση της πόλης την επομένη. Στις 11 πρωί της 4ης Οκτωβρίου αφίχθη στην πόλη η ειδική αμαξοστοιχία, στην οποία επέβαινε ο μέραρχος υποστράτηγος Γεώργιος Λεοναρδόπουλος και το επιτελείο του. Καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής, από τα Μπούκια (σημερινό Παρανέστι Δράμας) μέχρι την Ξάνθη, οι επιβαίνοντες γίνονταν δεκτοί με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις από τον μουσουλμανικό και χριστιανικό πληθυσμό.

Με την άφιξη του υποστράτηγου Λεοναρδόπουλου άρχισε ταυτόχρονα και η είσοδος του ελληνικού στρατού στην Ξάνθη. Στην παρέλαση που ακολούθησε προπορευόταν η μπάντα της 9ης Μεραρχίας και έπονταν οι άνδρες του τάγματος και της ημιλαρχίας. Μπροστά από την έδρα του Συμμαχικού Στρατηγείου τμήμα σενεγαλέζων στρατιωτών της γαλλικής δύναμης απέδιδε τιμές στον ελληνικό στρατό, υπό τις ζητωκραυγές του ενθουσιώδους πλήθους. «Έλληνες Ξανθιώται μετά των γραιών και των μητέρων έκλεον γονυπετείς προ των ευσταλών και υπερηφάνων ελληνικών φαλάγγων, ενθυμούμενοι τας ημέρας δόξης του 1912 και 1913» έγραφε χαρακτηριστικά μια εφημερίδα της εποχής. Στην παρέλαση συμμετείχε και μια ίλη ιππικού του γαλλικού στρατού.