Στο παρόν κείμενο θα εξετάσουμε ακροθιγώς τις απόψεις του μεγίστου Πλάτωνος επί του εξόχως κρισίμου ζητήματος της Δικαιοσύνης, επικαίρου από την εποχή της αναγκαστικής ανθρωπίνης οργανώσεως στις πρώτες κοινωνίες-πολιτείες, έως τις ημέρες μας. Θα αποπειραθούμε δε μιαν απόπειρα ανιχνεύσεως του τρόπου γονίμου χρήσεως των στοχασμών του στην σύγχρονη σκέψη περί το ζήτημα της δικαιοσύνης.

Παρά το ότι η έννοια της δικαιοσύνης ανεδείχθη στην αρχαία Ελλάδα ήδη από την αρχαϊκή – ομηρική εποχή, ωστόσον διαμορφώθηκε σε γραπτό κείμενο στον ιωνικό κόσμο, μέσα στις νομοθεσίες των Δράκοντος, Σόλωνος και Κλεισθένους, ευρισκόμενη σε απόλυτη συνάρτηση και αρμονία με τις λειτουργίες της Πολιτείας, του «άστεως», της «πόλεως». Η ιστορία του αττικού δικαίου αποδεικνύει ότι αυτές οι αρχικές απόπειρες γραπτής νομοθεσίας αποτυπώνουν ξεκάθαρα τα πρώτα ίχνη του δημοσίου δικαίου, καθώς και την διαμόρφωση των θεσμών απονομής δικαιοσύνης, όπως ο Άρειος Πάγος και η Ηλιαία. Το έγκλημα καθίσταται σταδιακά διαφορετικά αντιληπτό, μετατρεπόμενο από ιδιωτική διαφορά σε «πολιτικώς» τιμωρητέα συμπεριφορά, δηλαδή από καταξιωμένη αντεκδίκηση – βεντέτα γίνεται κομβικό δικαίωμα της «πόλης κράτους» να τιμωρεί τον δράστη. Ανελίσσεται συνεπώς και η περί δικαίου και δικαιοσύνης αντίληψη.

Για τον Πλάτωνα η δικαιοσύνη ήταν ηθική και φυσική τρισυπόστατη αρετή, συνιστώμενη από τον συνδυασμό της σοφίας, του θάρρους και της εγκρατείας. Η αντίληψη του τιτάνιου προγόνου μας περί δικαιοσύνης και αδικίας προβάλλει εντόνως στο πρώτο βιβλίο της περιβόητης «Πολιτείας», (ενός από τα σημαντικότερα έργα του Πλάτωνος, που χωρίζεται σε 10 βιβλία). Το πρώτο βιβλίο, σε αντίθεση με τα άλλα, ομοιάζει πολύ με τους πρώιμους πλατωνικούς διαλόγους («Απολογία», «Kρίτων») και αφορά στον διάλογο του Σωκράτη κυρίως με τον σοφιστή Θρασύμαχο. Ενώ ο Σωκράτης επισκέπτεται τον Πειραιά για να παρακολουθήσει την θρησκευτική τελετή μιας ξένης θεάς πείθεται να επισκεφθεί το σπίτι του Κέφαλου, ενός ηλικιωμένου πλούσιου μετοίκου από τις Συρακούσες. Συνομιλεί με αυτόν, με τον γιο του Πολέμαρχο και τον σοφιστή Θρασύμαχο και ο καθένας παρουσιάζει τις δικές του απόψεις για την δικαιοσύνη. Οι συνομιλητές οδηγούνται σε σύγχυση από τις συνεχείς και επάλληλες ερωτήσεις του Σωκράτη.

Σκοπός του διαλόγου είναι να αποκαλύψει τι είναι η δικαιοσύνη (δηλαδή να ανακαλύψει την ουσία της) και να ορίσει γιατί οφείλουμε να είμαστε δίκαιοι ή ηθικά ορθοί. Ο Θρασύμαχος υποστηρίζει ότι, εφόσον αυτό που ονομάζουμε «δικαιοσύνη» απλώς συνδέεται με τα ενδιαφέροντα των εκάστοτε αντίθετων ομάδων μέσα σ’ ένα κράτος, τότε ημπορούμε να πάψουμε να ασχολούμαστε με αυτήν. Υποστηρίζει, επίσης, ότι η δικαιοσύνη συνήθως ευνοεί τους ηγέτες, που θεσπίζουν τους νόμους για το συμφέρον τους και όχι τους υπηκόους. Πραγματικά ευτυχής, κατά την γνώμη του, είναι ο άδικος αφού πάντοτε αποκτά το καλύτερο.

Η δικαιοσύνη είναι αρετή, ως αρετή δε ορίζεται η δεξιότης της ψυχής για σοφία και δικαιοσύνη, η ενότης εσωτερικής υπεροχής και εξωτερικής αποδοχής. Οι τέσσερις ουσιώδεις κατά τον Πλάτωνα αρετές: η δικαιοσύνη, η σοφία, η ανδρεία και η σωφροσύνη, είναι ποιότητες που καθιστούν αυτούς που τις κατέχουν (άνδρες ή γυναίκες) «αγαθούς» (δηλαδή καλούς, ευγενείς, ανδρείους, άριστους). Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι η αδικία είναι άγνοια και ότι κανείς δεν είναι εκ φύσεως κακός και πως κάποιος γίνεται κακός ή άδικος από άγνοια. Eδώ έχουμε το σωκρατικό παράδοξο: «αρετή είναι η γνώση». Yποστηρίζει δηλαδή ότι διαπράττουμε αδικία, επειδή δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το σωστό, συνεπώς η γνώση μάς οδηγεί στην αρετή.

Επίσης υποστηρίζει πως η δικαιοσύνη φέρνει στο άτομο και στην κοινωνία γαλήνη και ομόνοια, ενώ η αδικία φέρνει διχόνοια, ζηλοφθονία και αντιπαλότητα. Δίδει ακόμη έναν ορισμό της δικαιοσύνης: «H δικαιοσύνη είναι συνεργασία». O Σωκράτης εξ άλλου ήταν ο πρώτος που προσεπάθησε να δώσει ορισμούς των πραγμάτων, δηλαδή να ορίσει την ουσία τους («εζήτει το τι εστίν» όπως γράφει ο Αριστοτέλης, «Μεταφυσικά», 1078b 23). Κατά την παρουσίαση του διαλόγου, αναφέρεται πως όταν η αδικία εισχωρήσει σε ένα άτομο, τότε μετατοπίζεται το ενδιαφέρον από την δικαιοσύνη ως τρόπο εξωτερικής συμπεριφοράς στην δικαιοσύνη ως θεμελιώδη αρετή και ενεργητική αρχή της ανθρώπινης ψυχής. Οι νόμοι του δικαίου είναι οι ίδιοι και για τις πόλεις και για τις κοινωνικές τάξεις και για τα άτομα.

Όπως προανεφέρθη, στην αρχή του διαλόγου στην «Πολιτεία» του Πλάτωνος, (έργου που εγράφη στην ωριμότητα της ζωής του φιλοσόφου), ο Θρασύμαχος υπερασπίζεται σθεναρά το γεγονός ότι η δικαιοσύνη είναι το συμφέρον του ισχυρότερου (338c). Ορμώμενος λοιπόν ο Σωκράτης από αυτήν την αβαθή θεώρηση της δικαιοσύνης και οδηγούμενος από την παρότρυνση των υπόλοιπων συνομιλητών, (οι οποίοι δεν μπορούν να δεχτούν πως η δικαιοσύνη είναι προϊόν συνθήκης και ότι οπωσδήποτε η αδικία θα προτιμούταν από όλους αν είχαν την δύναμη να την διαπράξουν και να διαφύγουν το κίνδυνο), ύστερα από πρόταση του Γλαύκωνος θα προσπαθήσει να κάνει σύγκριση του δίκαιου και του άδικου. Καθώς όμως κατά τον ίδιο τον Σωκράτη, είναι ευκολότερο να ιδεί κάποιος οτιδήποτε βρίσκεται απλωμένο σε ευρύτερη επιφάνεια, θα διερευνήσει αυτήν την απάντηση μέσα σε μια νοητή – ιδεατή πολιτεία, ταυτίζοντας την κατ’ ουσίαν με την ψυχή του ανθρώπου.

Στην ιδεατή αυτή πολιτεία, που έχει ως αντικειμενικό σκοπό της λειτουργίας της την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών και όχι μεμονωμένα του ατόμου, κυρίαρχο θεμελιώδες χαρακτηριστικό της είναι η θεσμικά κατοχυρωμένη ανισότης της κοινωνικής διαστρωματώσεως. Οι πολίτες χωρίζονται ιεραρχικώς σε τρεις σαφώς διακριτές και διακριτέες τάξεις, όχι με βάση τον πλούτο που διαθέτουν αλλά αποκλειστικά με βάση το «είναι» τους, την ίδια τους την φύση. Έτσι στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας τοποθετούνται οι φύλακες «φιλόσοφοι – βασιλείς», η άρχουσα τάξη των σοφών και γνωστικών που εξασκούν την κυβέρνηση. Ακολούθως ευρίσκονται οι «επίκουροι», εκείνοι οι πλέον ανδρειωμένοι των πολιτών, επιφορτισμένοι με το καθήκον να προστατεύουν την πόλη από κάθε εξωτερικό ή εσωτερικό κίνδυνο. Τέλος στην βάση της κοινωνικής πυραμίδος τοποθετούνται οι «δημιουργοί», οι οποίοι αποτελούν την πολυπληθέστερη τάξη και είναι υπεύθυνοι για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της πόλης. Οι πολίτες αφού κατανεμηθούν σε αυτές τις τάξεις με μόνο κριτήριο την εν γένει ικανότητά τους, ασκούνται στην παιδεία, για την οποία είναι υπεύθυνη η Πολιτεία, ενώ κατόπιν δεν μπορούν να αλλάξουν τάξη.

Το πολιτειακό πρότυπο του Πλάτωνος δεν είναι τυχαία διαμορφωμένο, αλλά βασίζεται στην λογική ανατομία και ανάλυση της ψυχής. Ο Πλάτων με τον τρόπο αυτόν τοποθετεί ως χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε τάξεως, ένα από τα τρία μέρη της ψυχής: το «Λογιστικό» υπεύθυνο για την φρόνηση στην άρχουσα τάξη, το «Θυμοειδές» υπεύθυνο για την ανδρεία στην τάξη των επικούρων και τέλος την «Σωφροσύνη», η οποία είναι χαρακτηριστικό όλων των τάξεων αλλά κυρίως των δημιουργών.

Εφόσον λοιπόν κάθε τάξη διακρίνεται και ορίζεται από την δική της αρετή, συνεπάγεται ότι το έργο της κάθε τάξεως εκτελείται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αφήνοντας συνάμα τις άλλες τάξεις να εκτελούν εξίσου επιτυχώς το δικό τους έργο. Δηλαδή στην πολιτεία επικρατεί η «οικειοπραγία», η οποία με την σειρά της οδηγεί το σύνολο των πολιτών στην δικαιοσύνη, επειδή βεβαίως ουδείς αρνείται να παραδεχθεί ως δίκαιο το να πράττει έκαστος αυτό το οποίο είναι εκ της φύσεώς του προικισμένος να πράττει καλύτερα.

Συνεπώς όπως επιτυγχάνεται η δικαιοσύνη στην ψυχή καθαυτή, μέσα δηλαδή από την ισορροπία του λογιστικού, του θυμοειδούς και του επιθυμητικού, έτσι επικρατεί και η πολιτειακή δικαιοσύνη μέσω της ισορροπίας των τριών τάξεων, η καθεμία των οποίων φέρει ένα από τα τρία χαρακτηριστικά μέρη της ψυχής. Όταν η ψυχή ηγεμονεύεται από το λογιστικό και ο άνθρωπος δεν επιτρέπει στα άλλα μέρη της να πράττουν άλλα από τα δικά τους, τότε όλες του οι πράξεις (είτε αυτές αφορούν δημόσια, είτε ιδιωτικά ζητήματα), χαρακτηρίζονται από δικαιοσύνη, η δε γνώση η οποία οδηγεί σε αυτήν την πράξη ονομάζεται «σοφία». Αντιθέτως, όταν αυτή η ισορροπία διαταράσσεται, τότε οι πράξεις χαρακτηρίζονται από αδικία και η σφαλερά γνώμη που οδηγεί σε αυτή διαλυτική πράξη, ονομάζεται «αμάθεια» (444b).

Το να ορίζει κανείς την ψυχή του, σύμφωνα με την φυσική τάξη των πραγμάτων είναι αρετή και η αρετή της ψυχής είναι η δικαιοσύνη, ενώ ελάττωμά της, κακία της είναι η αδικία και η κακία μόνο να καταστρέφει ημπορεί, συνεπώς ο άδικος άνθρωπος δεν θα ημπορέσει ποτέ να καταστεί ευδαίμων (354a) Η επίτευξη της καταστάσεως αυτής δεν είναι βεβαίως μια εύκολη υπόθεση, εφόσον προϋποθέτει την πλήρη κατοχή της ιδέας του αγαθού. Η ιδέα του αγαθού είναι το πραγματικό αίτιο της γνώσεως και της αληθείας, με τις οποίες έχει μεν άμεση συνάφεια, ωστόσον είναι κατά πολύ ανωτέρα τους ιεραρχικώς, καθώς η γνώση του αγαθού στον ιδεατό κόσμο (που συνεπάγεται πλήρη κατανόηση της ουσίας των πραγμάτων), αποτελεί κάτι ανώτερο από την ίδια αυτήν ουσία όπως την αντιλαμβανόμεθα στο κόσμο των αισθητών, (αυτών δηλαδή των πραγμάτων που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας και μόνον). Συνεπώς το «ιδεατώς αγαθόν» είναι ανώτερο τόσον αξιωματικά, όσον και από πλευράς δυναμικής εφαρμογής – (509b).

Κατά συνέπειαν απορρέει ως συμπερασματική διαπίστωση ότι, ο Πλάτων καθιστά απολύτως υπευθύνους για την ορθή και σωστή διακυβέρνηση της ιδανικής του πολιτείας, τους άρχοντες Βασιλείς – Φιλόσοφους, διότι αυτοί κατέχουν την πραγματική γνώση μέσω της «επιγνώσεως» του αγαθού της δικαιοσύνης, συνεπώς αυτοί είναι που ημπορούν να την αποδώσουν και να την εφαρμόσουν αποτελεσματικότερα. Δικαιοσύνη όχι τύπου συμβάσεως ή διαμεσολαβήσεως μεταξύ αδικούντων και αδικουμένων, αλλά πραγματική δικαιοσύνη βασιζομένη στους ακατάλυτους κοσμικούς και φυσικούς νόμους και με διαρκή μόνο σκοπό της την «ευδαιμονία» του συνόλου των πολιτών.

Ένα μειονέκτημα που καταλογίζουν οι σύγχρονοι μελετητές του πλατωνικού έργου στις αντιλήψεις του τρισμάκαρος φιλοσόφου για την δικαιοσύνη είναι ότι αυτές αφορούν τάχα σε μιαν ουτοπική πολιτεία. Γνωρίζουμε βεβαίως πως κάτι τέτοιο δεν είναι απολύτως αληθές, μιας και ο ίδιος ο Πλάτων προσεπάθησε να εγκαταστήσει αυτό το ιδανικό πολίτευμα στις Συρακούσες επί κυβερνήσεως του Διονυσίου του Πρεσβυτέρου (388 π.Χ) αλλά απέτυχε. Ο βασικός λόγος της αποτυχίας του πολιτειακού συστήματος του Πλάτωνος, έγκειται στην εύλογη δυσχέρεια να εντοπισθούν επαρκή ικανά άτομα, κατάλληλα να στελεχώσουν την τάξη των Φιλοσόφων – Βασιλέων, καθώς τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά συνδυάζονται σε εξαιρετικά σπάνιες στατιστικώς περιπτώσεις. Παραλλήλως η Πολιτεία του Πλάτωνος προϋποθέτει ένα σύστημα παιδείας το οποίον θα είναι ικανό να διαπιστώνει αλάνθαστα την ψυχολογική ταυτότητα ενός ανθρώπου, αντικείμενο το οποίον έως και σήμερα δεν γνωρίζουμε με την απαιτούμενη πληρότητα ή πόσον εφικτό μπορεί να είναι.

Έτσι το πλατωνικό ιδεώδες στηρίζεται στην ισότιμη παιδαγωγική και πνευματική κατάρτιση των πολιτών, αλλά και στην ηθική διάπλασή τους που διαμορφώνεται από το ιδεώδες της ανδρείας, της τιμής, του σεβασμού και της αφοσιώσεως στην πατρίδα, καθώς και την υπακοή στους νόμους. Τότε η αριστοκρατικά διατεταγμένη Πολιτεία, θωρακισμένη από την αρίστη δικαιοσύνη λειτουργεί ως διαρκής αρωγός της κοινωνικής ευδαιμονίας του συνόλου της Λαϊκής Κοινότητος, αλλά και παράγει Πολιτισμό.

Συνεπώς, καθήκον του συνειδητού Εθνικιστή, ο οποίος πορεύεται ως Πολιτικός Στρατιώτης της Ιδέας, είναι η επιδίωξη της εντίμου και ανδρείας αρετής, ο σεβασμός των αρίστων, η αμετακίνητη πίστη στην πάτριο σοφία και ο ανειρήνευτος υπέρ δικαίου Αγών για την οριστική εξάλειψη της «αμαθείας» και των δολίων προαγωγών της!

ΠΗΓΗ