Πιο αναλυτικά, η οπλιτική συμπλοκή ξεκινούσε με την ανταλλαγή χτυπημάτων με τις αιχμές των δοράτων, ανάμεσα στις πρώτες γραμμές των αντίπαλων φαλαγγών. Επρόκειτο για τον λεγόμενο «δορατισμό». Η σφοδρότητα της σύγκρουσης προκαλούσε το σπάσιμο των ξύλινων στελεχών αρκετών δοράτων. Εξάλλου οι αντίπαλοι πλησίαζαν τόσο κοντά συνήθως, ώστε ακουμπούσαν οι ασπίδες τους, κάτι που λόγω της έλλειψης χώρου καθιστούσε το δόρυ εξαιρετικά δύσχρηστο. Σε αυτή την περίπτωση ο Σπαρτιάτης οπλίτης το εγκατέλειπε και τραβούσε το ξίφος του.

Αυτή η φάση της σύγκρουσης αποκαλείτο «ωθισμός», κατά τον οποίο το ένα μέτωπο προσπαθούσε να ωθήσει το άλλο προς τα πίσω. Βασικός σκοπός του ωθισμού ήταν η «παράρρηξις», δηλαδή η πρόκληση ρήγματος στην αντίπαλη φάλαγγα, που θα οδηγούσε στην καταστροφή και την άτακτη υποχώρηση των οπλιτών της. Βέβαια, ο ισχυρός οπλιτικός στρατός των Σπαρτιατών ήταν σε θέση να πετύχει τόσο την υπερκέραση, όσο και την  περικύκλωση του.

Πιο συγκεκριμένα, επρόκειτο για την συνεχή καταπόνηση της αντίπαλης παράταξης με την επιφάνεια των ασπίδων των προμάχων, με τα ξίφη τους και με τις αιχμές των δοράτων των πίσω στοίχων. Καθοριστικό ρόλο στο σημείο αυτό διαδραμάτιζε το βάθος των στοίχων, καθώς και η πειθαρχία των ανδρών, ο οποίοι έπρεπε να σπρώχνουν σαν ένα σώμα, δίχως να διασπούν τις γραμμές τους. Παραλλήλως, οι οπλίτες των πίσω στοίχων πίεζαν τους μπροστινούς τους συμπολεμιστές για να δώσουν μεγαλύτερη ώθηση στην προσπάθεια, γεγονός που φανερώνει ότι η σωματική δύναμη είχε πολύ μεγάλη σημασία σε αυτή την προσπάθεια απώθησης του εχθρού.

Στην περίπτωση, όμως, που η φάλαγγα δεχόταν επέλαση εχθρικού ιππικού, οι οπλίτες τηρούσαν την εξής αμυντική στάση. Τοποθετούσαν κάθετα την ασπίδα μπροστά τους, ώστε να τους προστατεύει, ενώ το σώμα ήταν μισογονατισμένο πίσω από αυτήν. Ακόμη, κρατούσαν το δόρυ προτεταμένο με την λόγχη προς τα εμπρός, ενώ το πίσω μέρος του στερεωνόταν στο έδαφος.

Ωστόσο, σε περίπτωση διάσπασης των γραμμών της φάλαγγας, ακολουθούσε μάχη σώμα με σώμα, όπου ο αντίπαλος τρεπόταν συνήθως σε φυγή. Αυτό συνέβαινε, αρχικά, εκεί όπου η παράταξη ήταν ασθενής ή σε όποια σημεία της είχαν δημιουργηθεί κενά. Η υπερφαλάγγιση ή η κύκλωση του αριστερού κέρατος του αντιπάλου από το δεξιό κέρας αποτελούσε ελιγμό, ο οποίος επέφερε, κατά συνέπεια, την διάσπαση των γραμμών του αντιπάλου.

Επιπλέον, τις φάλαγγες πλαισίωναν σώματα «ψιλών» πολεμιστών, οι οποίοι πολεμούσαν συχνά ως ακροβολιστές, εκτοξεύοντας ακόντια, πέτρες σφενδόνης και σπανιότερα βέλη, ενώ τα υπόλοιπα όπλα τους ήταν γενικά ελαφρά, όπως ήταν τα εγχειρίδια και τα μαχαίρια. Σπανιότερα κάποια σώματα «ψιλών»πολεμούσαν αγχέμαχα με ξίφος ή λόγχη, ενώ σύμφωνα με ιστορικές πηγές φαίνεται ότι ήταν αθωράκιστοι, με μοναδικό αμυντικό όπλο μια μικρή ξύλινη ή δερμάτινη ασπίδα τύπου «πέλτης».

Συνήθως, οι «ψιλοί» παρατάσσονταν ενώπιον της οπλιτικής φάλαγγας, πριν ακόμα από την καθεαυτό σύρραξη, προσπαθώντας με τα βλήματα που εκτόξευαν να προκαλέσουν σύγχυση στις τάξεις των αντίπαλων οπλιτών. Εν συνεχεία, λίγο πριν αρχίσει η σύρραξη οι «ψιλοί» αποσύρονταν στα κενά τα οποία αφήνονταν για αυτό τον σκοπό ανάμεσα στις τάξεις των οπλιτών. Έπειτα, λάμβαναν θέση πίσω από την φάλαγγα ή στα πλάγια της. Στον σπαρτιατικό στρατό, ωστόσο, οι «ψιλοί» προέρχονταν αποκλειστικά από τις τάξεις των περιοίκων και των ειλώτων, με τους τελευταίους να συμμετέχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις μόνο αν κρινόταν αναγκαίο.

Βάσει ιστορικών πηγών, σε κάθε οπλίτη αντιστοιχούσε κατά μέσο όρο ένα «ψιλός», αλλά στην πραγματικότητα αυτή η αναλογία κυμαινόταν ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε πόλη – κράτος, το έδαφος της χώρας, τις ανάγκες της εκστρατείας και άλλες παραμέτρους. Ειδικότερα, στη μάχη των Πλαταιών κάθε Σπαρτιάτης οπλίτης συνοδευόταν από επτά είλωτες, οι οποίοι λογίζονταν ως «ψιλοί» πολεμιστές, ενώ κάθε Λακεδαιμόνιος περίοικος συνοδευόταν από έναν «ψιλό» συμπολίτη του, κατά το πρότυπο των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων.

Αυτή ηυπερβολική αναλογία 1:7, που μας παραδίδεται, μεταξύ Σπαρτιατών οπλιτών και ειλώτων ακολούθων δεν ίσχυε γενικά στις μάχες που έδιναν οι πρώτοι, καθώς οι Σπαρτιάτες έπαιρναν μαζί τους τόσους είλωτες επειδή ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο μια ειλωτικής επανάστασης στην πόλη τους, την στιγμή που εκείνοι θα αντιμετώπιζαν τους Πέρσες. Εντούτοις, ένας επίλεκτος πολεμιστής, όπως ακριβώς ήταν ο Σπαρτιάτης, συνοδευόταν οπωσδήποτε από περισσότερους του ενός ακόλουθους. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, ένας αριθμός τριών ειλώτων ανά Σπαρτιάτη θεωρείται αρκετά πιθανός για τις εκστρατείες «μέσου κινδύνου».