Κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα υπήρξαν τρεις φορές, κατά τις οποίες ο μήνας Αύγουστος είχε ένα «μαύρο» περιεχόμενο για το Έθνος μας. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις οι τούρκοι ήταν αυτοί, οι οποίοι αποτέλεσαν τους αρνητικούς πρωταγωνιστές, τους εχθρούς και αντιπάλους της Πατρίδας μας.  

Η πρώτη περίπτωση λαμβάνει χώρα κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922. Ήταν 13 Αυγούστου 1922, 04:30 το πρωί, όταν οι προφυλακές της 4ης μεραρχίας, που κατείχαν το πρόσθιο όριο της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ, δέχτηκαν ραγδαία πυρά προπαρασκευής. Μετά από δίωρο βομβαρδισμό οι τούρκοι άρχισαν την επίθεσή τους, με δώδεκα μεραρχίες πεζικού και τρεις ιππικού, έχοντας απέναντί τους μόλις δύο Ελληνικές (Ι και IV). Ύστερα από άνισο όσο και τιτάνιο αγώνα του Στρατού μας κατά των τουρκικών υπερπολλαπλάσιων στιφών επί ένα διήμερο, με τρομερές απώλειες των γραμμών μας, οι τούρκοι κατόρθωσαν να αποκόψουν τις Ελληνικές δυνάμεις των δύο σωμάτων Στρατού (Α’ και Β’). Στην γενική σύγχυση, που επικράτησε, εξαιτίας της διοικητικής παράλυσης των ημερών εκείνης της πλαστής ευτυχίας, και  καθώς η ηττοπαθής προπαγάνδα, τόσο των εγχώριων πολιτικάντηδων όσο και των μπολσεβίκων του ΚΚΕ, είχε κλονίσει το ηθικό των ανδρών μας, μονάχα δύο μεραρχίες μπόρεσαν να υποχωρήσουν σε τοποθεσία κατάλληλη για αγώνα, η Ι και η VIII στο Τουμλού Πουνάρ. Με ασύρματους μεγαλύτερης εμβέλειας οι τούρκοι είχαν την δυνατότητα να διαθέτουν καλύτερες και ταχύτερες επικοινωνίες και πληροφορίες, σε αντίθεση με το επικοινωνιακά ανεφοδίαστο Γενικό Στρατηγείο, του Ελληνικού Στρατού στην Σμύρνη. Στην τραγική κατάσταση της έλλειψης οργάνωσης και μέσων ήρθε να προστεθεί και η ατυχία.

Ο Στρατηγός Τρικούπης, Διοικητής του Α’ σώματος του Ελληνικού Στρατού, δεν κατάφερε να επικοινωνήσει έγκαιρα με το Γενικό Στρατηγείο, χάνοντας τον σύνδεσμό του στο πεδίο της μάχης, με αποτέλεσμα ο συντονισμός ενεργειών του Α’ και Β’ σώματος να αποτύχει και αντί της επιθυμητής ανασυγκρότησης ισχυρής άμυνας οκτώ Ελληνικών μεραρχιών στην περιοχή Εσκί Σεχίρ-Σεϊντί Γαζή-Κιουτάχειας, οι πέντε Ελληνικές μεραρχίες του Τρικούπη προχώρησαν πλησιέστερα προς τους προελαύνοντες (ελλείψει αντίστασης) τούρκους. Πριν προλάβουν να φθάσουν στο Τουμλού Πουνάρ, μετά από μια ημέρα κινήσεων, στις 16 Αυγούστου οι τούρκοι επιτέθηκαν στις κατάκοπες μονάδες μας στον χώρο Ιλμουλάκ-νταγ και Κουτσούκιοϊ. Εκεί, ο προδομένος, εξουθενωμένος και πενιχρά εφοδιασμένος Ελληνικός Στρατός, ξεπερνώντας τα πλήγματα στα νώτα που του είχαν καταφέρει οι κομματικοί ηγετίσκοι, οι μπολσεβίκοι και οι ανίκανοι, πολέμησε με ανεξάντλητο ηρωισμό, υποχωρώντας προς το Αλή-Βεράν. Σ’ αυτήν την τοποθεσία που παρά την ήττα είναι χαραγμένη στην ιστορία με χρυσοπόρφυρα γράμματα, ως ένα ακόμη ορόσημο της Πολεμικής Αρετής του Έθνους μας. Κυκλωμένοι οι Έλληνες Πολεμιστές, ενώ τους χτυπούσε όλη την ημέρα το πυροβολικό του εχθρού (χαρισμένο από τους Γάλλους δημοκράτες και τους Ρώσους μπολσεβίκους), αντιστάθηκαν αντάξια της Ηρωικής τους Παράδοσης, με σωρεία απωλειών.

Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι η αναλογία νεκρών Στρατιωτών-Αξιωματικών ήταν σχεδόν ίδια. Εκεί τραυματίστηκε ο Στρατηγός Τρικούπης (ο οποίος είχε διοριστεί από την Αθήνα Αρχιστράτηγος, χωρίς ο ίδιος να το ξέρει) και έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια των τούρκων, αφού ο υπασπιστής του έσπασε το ξίφος του, εκεί χάθηκε η Σημαία του ιππικού μας, η οποία δυστυχώς φιγουράρει ακόμη ως τρόπαιο στο Μουσείο των γενιτσάρων στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από εκατόμβες θυσιών και ανυπαρξία πυρομαχικών, τα τμήματά μας διαλύθηκαν κινούμενα άτακτα προς Ουσάκ-Σμύρνη. Στην συνεχή υποχώρησή τους οι μέχρι πριν λίγες ημέρες κυρίαρχοι της Μικράς Ασίας μεταβλήθηκαν σε όχλο φυγάδων, καθώς το νότιο μέτωπο είχε καταρρεύσει.

Μέσα σε μόλις έντεκα ημέρες (16-27 Αυγούστου) παραχωρήθηκαν στον εχθρό αμαχητί 250 χιλιόμετρα βάθους εδάφους, δίχως την παραμικρή αντίσταση, ενώ η πολιτική φαυλότητα των Αθηνών κατέστρεψε κάθε ελπίδα αγώνα και σωτηρίας, μετατρέποντας την Ιωνία σ’ ένα απέραντο κοιμητήριο και οστεοφυλάκιο του Ελληνισμού. Καθώς οι Ελληνικές Μεραρχίες του βορείου μετώπου απεχώρησαν μαχόμενες από τα λιμάνια της Πανόρμου, Αρτάκης και Κυζίκου καταφεύγοντας στην Θράκη, το σκηνικό του τρόμου και του ολέθρου έκλεινε με δραματική Αυλαία την είσοδο των ασιατικών ορδών του αιμοσταγούς σφαγέα Κεμάλ στη Νύφη της Ιωνίας. Εκεί πραγματοποιήθηκε ένα λουτρό αίματος και ένα όργιο βιασμών από τους τούρκους, εκεί κατακρεουργήθηκε ο Χρυσόστομος Σμύρνης, εκεί ολοκληρώθηκε η πρώτη τραγωδία για το Έθνος μας στον 20ο αιώνα.  

Αυτή η σφαγή χαρακτηρίστηκε ως «συνωστισμός» από μια φτηνή μειοψηφία «αντιφασιστών», «αντιρατσιστών», «αντιεθνικιστών», αλλά πάντοτε ανθελλήνων και ανιστόρητων. Παρομοίως, κάποια άλλη θλιβερή και απομονωμένη μειοψηφία, πατώντας πάνω στην έκταση και την ένταση της σύγχρονης συστημικής εθνομηδενιστικής προώθησης, χαρακτηρίζει ως «νεοπαγές θεώρημα» την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Αναμφισβήτητα, σημεία των (μίζερων) καιρών. Θεωρώντας ότι υπάρχουν χαμένα κορμιά και χαμένες συνειδήσεις, αλλά σε καμία περίπτωση χαμένες πατρίδες, κρατούμε ζωντανό το όνειρο της επιστροφής στην Ιωνία, την πανάρχαια αυτή Ελληνική Γη. Με το βλέμμα στο 1922, είμαστε έτοιμοι στην επόμενη αναφορά μας να μιλήσουμε για δύο ακόμη «μαύρους» Αυγούστους του Ελληνισμού. Αυτόν του 1974 κι αυτόν του 1996. Και οι δύο έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς και τραγωδίας μια ακόμη πανάρχαια Ελληνική Γη, αυτήν της Κύπρου. ΖΗΤΩ Η ΝΙΚΗ! 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ