Ένας καθηγητής πανεπιστημίου που πάνω απ’ όλα ήταν Έλληνας

Ο Χριστόδουλος Νικολαΐδης καταγόταν από την Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας. Όταν έμαθε για την κήρυξη της επανάστασης το 1821, ξεκίνησε από την Ελβετία όπου διέμενε για την Πελοπόννησο ως εθελοντής, για να βοηθήσει και αυτός με τις μικρές του δυνάμεις για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης Ελλάδας.

Στην Τρίπολη γεννήθηκε ο γιος του Νικόλαος Νικολαΐδης, ο οποίος από μικρός έλαβε καλή μόρφωση, μιας και ο πατέρας του Χριστόδουλος ήταν εύπορος. Σε νεαρή ηλικία κατατάχθηκε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από εκεί μιας και ήταν μαθηματικό μυαλό πήρε υποτροφία για την πολυτεχνική σχολή του Παρισιού. Εκεί σπούδασε την τέχνη της γεφυροποιίας. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά από χρόνια, έλαβε τον βαθμό του αξιωματικού του Μηχανικού και διορίστηκε ως καθηγητής στην σχολή Ευελπίδων. Μετέφερε στους φοιτητές την αγάπη για την πατρίδα σαν φλόγα που έκαιγε τις καρδιές και τις ψυχές των φοιτητών του. Ο καθηγητής έβαζε πάνω απ’ όλα την πατρίδα. Δεν τον ένοιαζε τίποτε άλλο και γι’ αυτό μόλις ξέσπασε η Κρητική επανάσταση κατά το 1866, παρουσιάστηκε πρώτος ως εθελοντής για να καταταγεί στα σώματα που θα πήγαιναν στην Κρήτη. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στα Κρητικά οροπέδια μαζί με άλλους επαναστάτες. Διορίστηκε τακτικός καθηγητής στις 29 Ιουνίου του 1871 στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις 12 Φεβρουαρίου 1877 ξέσπασε ένας ακόμη ρωσοτουρκικός πόλεμος. Αυτήν την ευκαιρία περίμεναν οι Έλληνες εθνικιστές για να πιέσουν την κυβέρνηση να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου κωλυσιεργούσε αναίτια, αφήνοντας τον χρόνο να περνάει, χωρίς να κάνει καμμία ενέργεια. Οι Έλληνες εθνικιστές, βλέποντας ότι οι πολιτικάντηδες όπως πάντα, δεν κάνουν τίποτα, αποφάσισαν να πάνε εθελοντικά να πολεμήσουν κατά της Τουρκίας. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Νικολαΐδης, ο οποίος μαζί με 25 εθελοντές φοιτητές του, πέρασαν τα τότε σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία που ήταν στην Φθιώτιδα. Από εκεί πήγε μαζί με τους γενναίους φοιτητές του στο Πήλιο της Μαγνησίας. Εκεί είχαν μαζευτεί εθελοντές από την Μικρά Ασία, την Αίγυπτο, τα νησιά του Αιγαίου και άλλες περιοχές της Ελλάδας, μαζί με τους ντόπιους οπλαρχηγούς και ήταν έτοιμοι να συγκρουστούν με τους τούρκους για να απελευθερώσουν την πανάρχαια Ελληνική γη της Θεσσαλίας.

Ο τουρκικός στρατός αποτελούνταν από 4.000 στρατιώτες,δηλαδή 3 τάγματα πεζικού, 2 ίλες ιππικού, 1 ορεινό και 2 πεδινά πυροβόλα. Οι Έλληνες επαναστάτες ήταν 680, όλοι εθελοντές. Ο Νικολαΐδης μαζί με τους φοιτητές του και τον οπλαρχηγό Α. Βελλέντζα με τους 160 άνδρες του, είχαν καταλάβει τον λόφο του Αγίου Αντωνίου στο χωριό Πλάτανος. Οι τουρκοι με αρχηγό τον Ρετζέπ Πασά επιτέθηκαν στους επαναστάτες. Οι φοιτητές μαζί με τους άλλους εθελοντές απέκρουσαν τους τούρκους. Τα ντουφέκια των Ελλήνων εθελοντών πήραν φωτιά θερίζοντας τους τουρκούς και προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Ο Νικολαΐδης έδωσε το παράδειγμα παριστάμενος πάντα στην πρώτη γραμμή της μάχης, χτυπώντας τους τούρκους με το ντουφέκι του. Τα πυροβόλα έπληταν τις θέσεις των επαναστατών. Οι Έλληνες ήταν πολύ λιγότεροι, γι’ αυτό υποχώρησαν από τον λόφο του Αγίου Αντωνίου, αφήνοντας πίσω τους 14 νεκρούς και 16 τραυματίες, ενώ οι τούρκοι 130 νεκρούς και τραυματίες.

Ένας τούρκος στρατηγός, πίστευε πως σε εκείνη την μάχη είχαν απέναντί τους 2.000 στρατιώτες του τακτικού στρατού, ενώ στην πραγματικότητα είχαν απέναντί τους 680 ανεκπαίδευτους εθελοντές. Τόσο σθεναρή ήταν η άμυνα που αντέταξαν οι Έλληνες.

Η επανάσταση είχε ανάψει για τα καλά στο Πήλιο. Οι επαναστάτες εγκαταστάθηκαν στην Μακρυνίτσα και ο Νικολαΐδης μαζί με τους φοιτητές του έδινε το παράδειγμα σε όλους επιτιθέμενος πάντα πρώτος στις μάχες. Οι καμπάνες των εκκλησιών και οι σάλπιγγες ηχούσαν δαιμονισμένα, προειδοποιώντας τους κατοίκους για την επίθεση. Οι Γυναίκες με τα παιδιά τους βοηθούσαν τους εθελοντές φέρνοντάς τους τρόφιμα και πολεμοφόδια. Όλοι μαζί γέροι, νέοι, ντόπιοι και Έλληνες από όλα τα σημεία του Ελληνισμού, πολεμούσανε δίπλα-διπλά για τον κοινό σκοπό. Στις 16 Φεβρουαρίου 1878, όταν άρχιζε η μάχη στην Μακρυνίτσα, οι τούρκοι αν και πολεμούσαν με υπέρτερες δυνάμεις, έχασαν πάλι την μάχη έχοντας πολλούς νεκρούς. Δυστυχώς όμως, η επανάσταση έπνεε τα λοίσθια, καθώς το επίσημο Ελληνικό κράτος δεν βοηθούσε τους επαναστάτες ούτε με στρατό ούτε με πολεμοφόδια και προμήθειες που χρειάζονταν.

Ο Νικολαΐδης απογοητευμένος τον Μάρτιο του 1878, έφυγε μαζί με τους φοιτητές του στην Σκιάθο και από εκεί πήγε στα Άγραφα να βοηθήσει τους εκεί επαναστάτες.

Το 1881 βγήκε στην σύνταξη και πέθανε σε νοσοκομείο στις 29 Ιουνίου 1889, ύστερα από πτώση στον σιδηρόδρομο.

Ο Νικόλαος Νικολαΐδης με την ζωή του απέδειξε, πως αν και ήταν απ’ τους πιο μορφωμένους της γενιάς του, είχε εθνικιστικά ιδανικά και αξίες, γι’ αυτό αφιέρωσε την ζωή του στην πατρίδα.

Ενώ θα μπορούσε να κάθεται ήσυχος στην πανεπιστημιακή του έδρα και να βγάζει ομιλίες, αυτός έτρεχε όπου ξεσπούσε επανάσταση των σκλαβωμένων αδελφών μας, χωρίς να υπολογίζει τις ταλαιπωρίες ή τα έξοδα. Συγκρίνετε τον Νικόλαο Νικολαΐδη με τους περισσότερους σημερινούς καθηγητές μέσης, ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης που, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι ο μισθός τους και η κίβδηλη μαρξιστική ιδεολογία. Το μόνο σίγουρο είναι πως αν είχαμε περισσότερους καθηγητές σαν τον Νικολαΐδη, αλλιώς θα ήταν η παιδεία μας και οι άνθρωποι που θα έπλαθε, καθώς θα ήταν περήφανοι που είναι Έλληνες!

ΠΗΓΗ