ο τιμωρός των Βουλγάρων

Τα βουλγαρικά στίφη για 30 χρόνια λεηλατούσαν όλη την ύπαιθρο χώρα της ελληνικής χερσονήσου. Από την Θράκη έως την Πελοπόννησο δεν άφηναν πίσω τους τίποτε όρθιο, εκτός από ερείπια και νεκρούς. Το κακό είχε παραγίνει, ώσπου ανέλαβε την αυτοκρατορία ο Βασίλειος Β’ ο βουλγαροκτόνος. Κοντά του πήρε μια πλειάδα από τους καλύτερους στρατηγούς που υπήρχαν, όπως τον πρωτοσπαθάριο Νικηφόρο Ξιφία. Οι μάχες με τους Βούλγαρους ήταν συνεχείς και αιματηρές. Ο Νικηφόρος ακούραστος όμως, χτυπούσε όπου έβρισκε τις βουλγάρικες ορδές που τόσο κακό έκαναν στην γη της Μακεδονίας. Προέλαυνε στην Μακεδονία απελευθερώνοντας χωριά και πόλεις από την σκληρότητα των Βουλγάρων. Τον Μάρτιο του 1001μ.Χ. απελευθέρωσε την Βέροια, την Καστοριά και τα Σέρβια Κοζάνης.

Τον Ιούλιο του 1014 μ.Χ., ο πόλεμος κατά των Βουλγάρων ήταν στην κρισιμότερη καμπή του. Ο Βασίλειος βουλγαροκτόνος μαζί με τον Νικηφόρο, αντιμέτωποι με τον Σαμουήλ τον τσάρο των βουλγάρων στην θέση κλειδί στα στενά του Πετριτσίου. Οι Βούλγαροι μεθυσμένοι από τις λαφυραγωγίες και μην περιμένοντας αντίσταση, γλεντούσαν στο στρατόπεδό τους πίνοντας άφθονο κρασί. Ο Βασίλειος μαζί με τον Νικηφόρο και τους άλλους στρατηγούς του κατέστρωνε τα σχέδια της μάχης και το πώς θα έκαναν τους Βουλγάρους να μην επιτεθούν ξανά για πολλά χρόνια.

Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά για τους δυο στρατούς. Έφτασε 28η Ιουλίου, η νύχτα ήταν ζεστή και σαν τις σκιές γλιστρήσαν 3 τούρμες (στρατιωτική μονάδα μεγέθους συντάγματος – ταξιαρχίας) στις πλαγιές του βουνού που περιέκλειε τα στενά. Ήταν ο Νικηφόρος Ξιφίας και τα παλληκάρια του. Από το στρατόπεδο των Βουλγάρων ακούγονταν γέλια και τραγούδια. Ο Βασίλειος Β’ περίμενε από την άλλη πλευρά των στενών έτοιμος για την μάχη που θα έκρινε τον πόλεμο. Ο Νικηφόρος με την βοήθεια των Βλάχων της περιοχής, μέσω μονοπατιών έφτασε στα νώτα του Σαμουήλ και έκρυψε τους στρατιώτες του για να μην τους δουν οι Βούλγαροι.

Το μεσημέρι της 29ης Ιουλίου, ο Βασίλειος παρέταξε το στράτευμα μπροστά στους Βουλγάρους. Τα άλογα χρεμίντριζαν και τα δόρατα των στρατιωτών ήταν έτοιμα να καρφώσουν τους άρπαγες της Μακεδονίας. Ο Βασίλειος με τους στρατιώτες του έπεσε σαν χείμαρρος στις γραμμές των Βουλγάρων, ενώ από τα νώτα τους χτύπησε ο Νικηφόρος με τις τρείς τούρμες του. Ο Νικηφόρος πολεμούσε σαν λιοντάρι χτυπώντας με το δόρυ του τους Βουλγάρους. Η σύγκρουση ήταν σκληρή και το αίμα έτρεχε ποτάμι ποτίζοντας τα στενά του κλειδιού. Τα πτώματα των Βουλγάρων γέμισαν την κοιλάδα και οι εναπομείναντες Βούλγαροι πέταξαν τα όπλα τους, όταν είδαν ότι περικυκλώθηκαν από τον Νικηφόρο.

Ο τσάρος των Βουλγάρων Σαμουήλ μαζί με τον γιο του έπεσαν κάτω παριστάνοντας τους νεκρούς για να αποφύγουν την αιχμαλωσία. Η νίκη των Ελλήνων περίλαμπρη. Έπιασαν 14.000 αιχμάλωτους που όμως δεν ήξεραν τι να κάνουν ένα τόσο μεγάλο πλήθος ανδρών. Να τους αφήσουν να φύγουν ήταν αδύνατον. Να σκοτώσουν τόσους πολλούς ανθρώπους, ήταν τελείως απάνθρωπο. Αποφάσισαν λοιπόν, να τους τυφλώσουν ώστε να ήταν άχρηστοι σ’ έναν μελλοντικό πόλεμο. Ανά 100 άνδρες τύφλωσαν τους 99 και άφησαν τον έναν μονόφθαλμο για να τους γυρίσει πίσω στον τσάρο τους.

Εν τω μεταξύ, ο Σαμουήλ μαζί με το γιο του έχοντας ξεφύγει, κατέφυγε στο Πρίλεπ (πόλη των σημερινών Σκοπίων). Ο τυφλός στρατός του βάδιζε μέρες για να φτάσει στον τσάρο του, ώσπου έφτασαν έξω από τα τείχη του Πρίλεπ. Όταν αντίκρισε αυτό το θέαμα ο Σαμουήλ, έπαθε έμφραγμα και πέθανε μέσα σε δυο μέρες.

Ο Νικηφόρος το 1015μ.Χ. κατέλαβε τα φρούρια των Μογλενών και το Βοίω. Το 1018μ.Χ. κατέλαβε τα φρούρια Σώσκου και των Σέρβιων. Ο Βασίλειος το 1018μ.Χ. εξεστράτευσε κατά των Αβασγών μιας βάρβαρης φυλής που ζούσε στην σημερινή Γεωργία-Αμπχαζία, αλλά δεν πήρε μαζί του τον Νικηφόρο, αυτό τον πίκρανε και για αυτό στασίασε κατά του αυτοκράτορα. Έπεσε σε δυσμένεια και τον έκλεισαν σε μοναστήρι στον νησί Αντιγόνη των πριγκηπόνησων στην Προποντίδα. Πέθανε σαν μοναχός το 1026μ.Χ. στην Μονή Στουδίου.

ΠΗΓΗ