Ο Στρατηγός του Αγαθοκλή στην εκστρατεία στην Καρχηδόνα

Στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, η δυτική Μεσόγειος φλέγονταν από την σύγκρουση μεταξύ δυο αιωνίων εχθρών των Ελλήνων, της Σικελίας από την μία, με προεξάρχοντα τις Συρακούσες και των Φοινίκων της Καρχηδόνας από την άλλη. Οι Πόλεμοι είχαν σημαδέψει το έδαφος της Σικελίας, με καμένες και κατεστραμμένες πόλεις και χωριά. Τα σκλαβοπάζαρα είχαν γεμίσει με πλήθος δούλων από αυτές τις συγκρούσεις. Η Καρχηδόνα για ένα διάστημα κυριαρχούσε στην δυτική Μεσόγειο λόγω της διχόνοιας μεταξύ των Ελληνίδων πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας. 

Εκείνη την εποχή ζούσε ο Αγαθοκλής, ο τύραννος των Συρακουσών, της ηγέτιδας πόλης των Ελλήνων της Δύσης. Ο Αγαθοκλής, στην διάρκεια ενός ακόμη ελληνοφοινικικού πολέμου εξεστράτευσε το 310 π.Χ. στην Καρχηδονία γη. Ήταν η πρώτη φορά που εχθρικός στρατός θα πατούσε τα χώματα της Καρχηδόνας. 

Τον Αύγουστο του 310 π.Χ., αποβιβάστηκε ένα σώμα 13.500 στρατιωτών στην φοινικική επικράτεια. Ανάμεσα σε αυτούς τους χιλιάδες στρατιώτες ήταν και ο Εύμαχος, ένας από τους Στρατηγούς. Δεν γνωρίζουμε τον τόπο καταγωγής του Ευμάχου, ούτε τους γονείς του. Γνωρίζουμε μόνο πως ήταν ένας άνδρας με Τιμή, που γνώριζε άριστα την τέχνη του πολέμου. 

Οι Έλληνες πολιορκούσαν την Καρχηδόνα, τρομοκρατώντας τους Καρχηδόνιους. Ο Εύμαχος, το πρώτο εξάμηνο του 307 π.Χ., με 8.000 πεζούς και 800 ιππείς επιτέθηκε νότια της πόλης Τύνητας στις εύφορες κοιλάδες της περιοχής, σε μια πληθώρα πόλεων και χωριών. Οι άνδρες του Εύμαχου κατέλαβαν τις πόλεις Τώκα, Φελλίνη, Μεσχέλα (που την είχαν ιδρύσει Έλληνες από την Τροία), Ίππου Άκρα και Ακρίς. Άλλες πόλεις τις καταλάμβαναν μετά από σκληρές μάχες και άλλες παραδίδονταν μπροστά στους ακαταμάχητους Έλληνες. Ο Εύμαχος οδηγούσε τους άνδρες του από πόλη σε πόλη καταλαμβάνοντας την μια μετά την άλλη. 

Οι Καρχηδόνιοι, έβλεπαν τις ζημιές που προκαλούσε στην επικράτειά τους και καταβαραθρώνε το ηθικό τους. Έτσι, έστειλαν τρία σώματα στρατού 30.000 ανδρών για να χτυπήσουν τους στρατούς του Ευμάχου, του Αισχρίωνα (άλλο σώμα 4.000 ανδρών που έκανε επιδρομές σε άλλες περιοχές της Τυνησίας) και ένα σώμα να κατευθυνθεί στον Τύνητα, εκεί που ήταν το στρατόπεδο των Ελλήνων. 

Τον Εύμαχο τον καταδίωκε ο Στρατηγός των Καρχηδονίων Ιμίκλωνας. Οι Έλληνες απέτυχαν να καταλάβουν την πόλη Μιλτινή, αλλά κατέλαβαν τρεις πόλεις, αποκομίζοντας πλήθος λαφύρων. Οι Έλληνες οπλίτες αντιλήφθηκαν τον στρατό του Ιμίκλωνα που τους ακολουθούσε, ενώ ο Εύμαχος χωρίς να χάσει χρόνο παρέταξε τους άνδρες του. Ο Ιμίλκωνας είχε μπει σε μια πόλη και αφού άφησε μέσα τους μισούς του στρατιώτες επιτέθηκε στους Έλληνες με τους άλλους μισούς. Είχε βάλει σε εφαρμογή το στρατήγημά του, θα προσποιούνταν ότι υποχωρεί και την ίδια ώρα θα έβγαιναν από την πόλη οι υπόλοιποι στρατιώτες και θα χτυπούσαν τους Έλληνες από πλάγια και από πίσω. 

Οι Έλληνες επιτέθηκαν πάνοπλοι εναντίον των Καρχηδονίων. Τα δόρατα των Ελλήνων άστραφταν κάτω από τον ήλιο της λιβυκής ερήμου και οι ασπίδες σαν μεταλλικό τείχος τους προστάτευαν από τα βέλη των Φοινίκων. 

Ο Εύμαχος πάντα μπροστά στην πρώτη γραμμή της μάχης, εμψύχωνε τους άνδρες του. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή. Ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης σκέπασε το πεδίο της μάχης, ενώ κραυγές και κρότοι από τα χτυπήματα των όπλων δημιουργούσαν ατμόσφαιρα χάους. Το ξίφος του Εύμαχου πέταγε σπίθες χτυπώντας πάνω στις ασπίδες των Καρχηδονίων. Οι Έλληνες νίκησαν στη μάχη και κατεδίωξαν ασύνταχτοι τους Καρχηδόνιους. Αυτό όμως ήταν το μεγαλύτερο λάθος τους. Οι Καρχηδόνιοι βγήκαν από την πόλη και επιτέθηκαν στους Έλληνες οπλίτες χτυπώντας τους σαν σφυρί. Οι στρατιώτες του Εύμαχου ήταν πια ένα κοπάδι ανθρώπων ασύνταχτο και όχι στρατός. Η ήττα των Ελλήνων ήταν συντριπτική και από τους 8.000 πεζούς σώθηκαν μόνο οι 30 που κατέφυγαν σε γειτονικό λόφο και από τους 800 ιππείς σώθηκαν μόλις οι 40. Ο Εύμαχος πρέπει να ήταν ανάμεσα στην πληθώρα των νεκρών οπλιτών, μιας και το όνομά του δεν αναφέρθηκε ποτέ ξανά.

ΠΗΓΗ