Τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Κύπρο,  ιδρύθηκαν από τους Άγγλους το 1950. Μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, τέθηκαν εντατικά σε λειτουργία το καλοκαίρι του 1955. Βρισκόμενοι αρκετές φορές σε αδυναμία να αντιμετωπίσουν τα πλήγματα τα οποία οι Αγωνιστές της ΕΟΚΑ και ο Κυπριακός λαός κατάφερναν εναντίον τους, διαρκώς άνοιγαν και νέα στρατόπεδα προκειμένου να εγκλείουν οποιονδήποτε Ελληνοκύπριο θεωρούσαν ύποπτο. Υπήρξε περίοδος που στα διάφορα αυτά στρατόπεδα βρίσκονταν ακόμα και 3.000 άνθρωποι, πάσης ηλικίας. Σε ειδικό τμήμα των Κεντρικών Φυλακών Λευκωσίας κρατούνταν οι γυναίκες και σε έτερο θάλαμο των φυλακών οι <<ειδικοί κρατούμενοι>>.

Η βρετανική διοίκηση στηρίχθηκε σε νόμους έκτακτης ανάγκης τους οποίους η ίδια θέσπισε. Σύμφωνα με τους νόμους αυτούς, η διοίκηση συλλάμβανε και φυλάκιζε οποιονδήποτε θεωρούσε ύποπτο, χωρίς ποτέ, τις περισσότερες φορές, να διεξαχθεί κάποια δίκη.

Μέρη τα οποία έμειναν στην ιστορία ως τόποι μαρτυρίων ήταν οι Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας και το κάστρο Κυρήνειας, όπου εκεί βασανίσθηκαν οικτρά Ελληνοκύπριοι με βασανιστήρια μεσαιωνικής έμπνευσης!! Χιλιάδες Αγωνιστές βρέθηκαν και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Κοκκινοτριμιθιάς, το οποίο υπήρξε και το μεγαλύτερο. Μικρότερα στρατόπεδα λειτούργησαν στα χωριά Πύλα, Πέργαμος, Μάμμαρι, Παλαιά Αμμόχωστο, Πυρόϊ κ.α.

Οι συλλαμβανόμενοι Έλληνες για τους οποίους υπήρχε υπόνοια ότι ήταν μέλη της ΕΟΚΑ, με τη <<δύναμη>> του νόμου περί προσωποκρατήσεως, αποστέλλοντο μετά από αυστηρή ανάκριση και φρικτά βασανιστήρια, στα κρατητήρια. Αν ο Κυβερνήτης πίστευε ότι πρόκειται για <<τρομοκράτη>>, τότε φυλακιζόταν άνευ δίκης. Του δικαιώματος αυτού, έγινε κατάχρηση υπό των υποδεεστέρων οργάνων, ιδίως των Τούρκων αστυνομικών.

Ο Αρχηγός Γεώργιος Γρίβας-Διγενής, από την αρχή επιδίωξε τη συνεχή επαφή των Κρατούμενων με την Οργάνωση, αρχικά για να αισθάνονται και εκείνοι ότι ενδιαφέρονται και δεν τους έχουν εγκαταλείψει, αλλά και για να καθοδηγούνται από τους Αγωνιστές και να συντονίζουν μαζί τυχόν ενέργειες και εκδηλώσεις που αφορούσαν τις γενικότερες επιδιώξεις της Οργάνωσης. Ως σύνδεσμοι, χρησιμοποιούνταν έμπιστα άτομα τα οποία επισκέπτονταν τους κρατούμενους εβδομαδιαίως. Είχαν συσταθεί και δύο επιτροπές γι τους σκοπούς αυτούς, Κ.Σ.Α.Κ για το στρατόπεδο της Κοκκινοτριμηθιάς και Κ.Σ.Α.Π. για της Πύλας ( Κεντρικό Συμβούλιο Αγωνιστών Κοκκινοτριμηθιάς ή Πύλας, αντίστοιχα ). Οι κυριότερες αποστολές τους ήταν α) η διατήρηση του ηθικού των κρατουμένων, ώστε και εκείνοι να καμφθούν συνέπεια στερήσεων, καταπιέσεων και περιορισμού, β) η ενημέρωση των κρατουμένων για τις εξελίξεις του Αγώνα και γ) η οργάνωση εκδηλώσεων εναρμονιζόμενων προς γενικότερες από αυτές της Οργάνωσης (παναπεργίες, διαμαρτυρίες κλπ).

Πολύτιμες υπήρξαν και οι πληροφορίες για τις ανακρίσεις των κρατουμένων από τους Άγγλους. Οι κρατούμενοι ενημέρωναν την Οργάνωση και έτσι ο Αρχηγός μπορούσε να βγάλει συμπεράσματα περί των σκέψεων και σχεδίων των Άγγλων. Οι πληροφορίες αυτές, αποδείχτηκαν πολύ χρήσιμες. Στις ερωτήσεις των Άγγλων, οι κρατούμενοι απαντούσαν καθοδηγούμενοι από τις επιτροπές της Οργάνωσης, δίνοντας έτσι τις κατάλληλες απαντήσεις απογοητεύοντας τους αποικιοκράτες.

Οι έγκλειστοι των κρατητηρίων διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που είχαν καταδικαστεί και σε αυτούς που απλά κρατούντο. Οι καταδικασθέντες μετά τα τέσσερα χρόνια, όσο δηλαδή διήρκησε ο Αγώνας, αριθμούσαν περίπου 895 άτομα. Οι κυριότερες από τις κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζαν, ήταν:

Κατοχή όπλων και πυρομαχικών Συμμετοχή σε διαδηλώσεις Ρίψη βόμβας, εκκένωση όπλου Κατοχή ή δημοσίευση στασιαστικών εγγράφων Προώθηση των σκοπών της τρομοκρατίας

Η ελάχιστη ποινή ήταν η φυλάκιση και η μέγιστη η καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη ή ακόμα και θάνατο.

Νόμος επέτρεπε τον ραβδισμό ως ποινή, ειδικά για τους ανήλικους. Εφαρμόστηκε σε εκατοντάδες ανήλικους αν και αργότερα αποκαλύφθηκε ότι 13 παιδιά που βασανίσθηκαν με τον τρόπο αυτό, ήταν κάτω από 14 ετών.

Οι συνθήκες διαβίωσης των Αγωνιστών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν απάνθρωπες και ακραίες. Κατέλυαν ανά 30 και 40 σε πρόχειρα τσίγκινα παραπήγματα. Το πρωινό τους ξύπνημα αποτελούταν από εκκωφαντικούς θορύβους ή από ράπισμα από τα γκλοπ των στρατιωτών. Μέσα σε λίγα λεπτά έπρεπε να είναι παρατεταγμένοι σε ομάδες και έτοιμοι για επιθεώρηση, ενώ οποιαδήποτε απόπειρα απόδρασης δεν ήταν εφικτή αφού πριν τη δύση του ηλίου γινόταν καταμέτρηση των κρατουμένων και εγκλείονταν ξανά στα παραπήγματα. Ανιχνευτικοί σκύλοι και περίπολοι, έκαναν συνεχώς έλεγχο της περιοχής. Περιμετρικά των στρατοπέδων υπήρχε <<νεκρή ζώνη>> και πύργοι επανδρωμένοι με προβολείς.

Το χειρότερο όμως από όλα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι έγκλειστοι Αγωνιστές, ήταν τα φρικτά βασανιστήρια που υφίσταντο. Σκοπός τους, εκτός από την απόσπαση πληροφοριών, ήταν η καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η κάμψη του φρονήματος των κρατουμένων. Δεν ερχόντουσαν αντιμέτωποι μόνο με τους Άγγλους διοικητές αλλά και με τους Τουρκο‘‘κύπριους‘’ επικουρικούς αστυνομικούς οι οποίοι χρησιμοποιούσαν υπέρμετρη σκληρότητα. Ανάμεσα στους παραπάνω, αντιμετώπιζαν και τους Ελληνοκύπριους προδότες που συνεργάζονταν με τον κατακτητή.

Τους ανάγκαζαν συχνά να μένουν γυμνοί δημοσίως ή τους έστελναν στην απομόνωση με ελάχιστο νερό και ψωμί. Ένα από τα πιο συνηθισμένα βασανιστήρια ήταν το <<σιδερένιο στεφάνι>> το οποίο οι βασανιστές τοποθετούσαν στο κεφάλι του κρατούμενου και το έσφιγγαν με ειδικό μοχλό. Ο πόνος ήταν αφόρητος και πολλές φορές το θύμα λιποθυμούσε. Άλλος τρόπος βασανισμού ήταν το ανάποδο κρέμασμα από τα πόδια, ενώ το κεφάλι ήταν γερμένο προς το δάπεδο χωρίς να ακουμπά σε αυτό. Το αίμα κατέβαινε, ο κρατούμενος κυριευόταν από σκοτοδίνη και στο τέλος λιποθυμούσε. Μετά την ανάκτηση των αισθήσεων τους, τα βασανιστήρια επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά. Ακόμα ένα σύνηθες βασανιστήριο ήταν αυτό του τεχνητού πνιγμού. Κρατούσαν το κεφάλι του θύματος μέσα σε μια λεκάνη με νερό με τη βία, μέχρι που λιποθυμούσε. Υπήρξαν περιπτώσεις που ανάγκαζαν τους Αγωνιστές να κοιτάζουν ισχυρότατους προβολείς από απόσταση ελάχιστων εκατοστών, προκαλώντας τους ανεπανόρθωτες βλάβες στην όραση. Το μαστίγωμα, η κατάβρεξη του σώματος του θύματος με εναλλαγή παγωμένου και καυτού νερού, η αφαίρεση των νυχιών, η τοποθέτηση πυρωμένων σίδερων σε διάφορα σημεία του σώματός τους και το σβήσιμο των τσιγάρων πάνω τους, αποτελούσαν βασανιστήρια ημερήσιας διάταξης. Πολλές φορές οι βασανιστές μεθοκοπούσαν με αποτέλεσμα να αποκτηνώνονται εντελώς πάνω στους κρατούμενους.

Πέρα από τον σωματικό βασανισμό, χρησιμοποιούσαν και ψυχολογικά βασανιστήρια. Τους απειλούσαν ότι θα τους εκτελέσουν και ότι θα εμφάνιζαν το φόνο σαν αποτέλεσμα απόπειρας δραπέτευσης. Άλλες φορές προσπαθούσαν να εκμαιεύσουν πληροφορίες από τους Αγωνιστές, επιδεικνύοντας τους διάφορα σχέδια λύσης του Κυπριακού και απαιτώντας τη γνώμη τους.

Οι περιπτώσεις στις οποίες δημοσιοποιήθηκαν βασανισμοί και έφτασαν στη δικαιοσύνη, ήταν ελάχιστες.

Υπήρξαν μαρτυρίες κρατουμένων οι οποίες πραγματικά είναι συγκλονιστικές. Η Μαρία Λάμπρου από την Κυρήνεια, συνελήφθη στις 13 Οκτωβρίου 1956. Στα κρατητήρια Ομορφίτας και ενώ ήταν έγκυος, ο λοχίας Τζέφρει Λιντς την χτυπούσε και την απειλούσε ότι θα κάνει και εκείνη και το έμβρυο κομμάτια. Μετά από δύο μέρες απέβαλλε. Παρόλο που η υπόθεση έφτασε στη βρετανική Βουλή, ο υπουργός Αποικιών δήλωσε ότι η Λάμπρου δε βασανίσθηκε αλλά υπέστη σηπτική αποβολή. Άλλη μαρτυρία, του Νίκου Κόσση από το Δάλι, τον οποίο συνέλαβαν στις 10 Δεκεμβρίου 1956. Ξυλοκοπήθηκε άγρια, ενώ του έδεναν τα γεννητικά όργανα και τα έσφιγγαν μα σαδισμό. Λιποθυμούσε από το πόνο και όταν συνέρχονταν τα βασανιστήρια επαναλαμβάνονταν και από το στόμα του έτρεχε αίμα. Οι μαρτυρίες για τα κτηνώδη βασανιστήρια που υπέστησαν οι κρατούμενοι ήταν πολλές.

Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους αστυνομικούς σταθμούς άφησαν τη τελευταία τους πνοή από βασανιστήρια 13 Αγωνιστές, ενώ εννέα ακόμη απαγχονίστηκαν.

eoka agxoni

Απέναντι στα πέρα από κάθε λογική βασανιστήρια, οι Αγωνιστές της ΕΟΚΑ παρέμειναν άκαμπτοι και αλύγιστοι. Κατέστησαν τους βασανιστές τους άχρηστους και ανίκανους να τους αποσπάσουν και τη παραμικρή ομολογία. Το υψηλό ηθικό των κρατουμένων ήταν τέτοιο που έδιναν οι ίδιοι κουράγιο στους δικούς τους ανθρώπους όταν τους επισκέπτονταν. Με λόγο γεμάτο από εθνικό παλμό και πατριωτισμό, έδιναν θάρρος στους οικείους τους να συνεχίσουν τον Αγώνα για Απελευθέρωση. Αγωνιστές με ιδανικά και ακλόνητη πίστη, αντισταθήκαν ηρωϊκά απέναντι στον εχθρό και πάλεψαν μέχρι τέλους!