Από τις αρχές του 1822, οι τουρκικές δυνάμεις προσπαθούν να συντρίψουν την Επανάσταση, με κυριότερη προσπάθεια τους την έξοδο του τουρκικού στόλου το καλοκαίρι του 1822. Συγκεκριμένα, στον τουρκικό στόλο είχε ανατεθεί η αποστολή να καταστρέψει τις βάσεις του ελληνικού όπου βρίσκονταν στα νησιά Σπέτσες και Ύδρα. Στη περίπτωση που καταστρέφονταν, η συντριβή της θαλάσσιας βάσης θα ήταν αναπόφευκτη και αναγκαστικά θα λυόταν η πολιορκία του Ναυπλίου και όντας με αποκλεισμό απο τη θάλασσα η Πελοπόννησος, οι πολεμιστές στα βουνά θα αναγκάζονταν προς υποχώρηση λόγω έλλειψης εφοδίων.

Οι Σπετσιώτες πρόκριτοι, πληροφορούμενοι για την έξοδο του τουρκικού στόλου, ήξεραν ότι λόγω της θέσεως του νησιού κοντά στη Πελοπόννησο, θα αποτελούσε τον πρώτο στόχο του εχθρού. Έτσι, αποφασίσθηκε να σταλούν τα γυναικόπαιδα σε ασφαλέστερο τόπο, και ως τέτοιο προέκριναν την Ύδρα, και οι άνδρες να υπερασπισθούν την πατρίδα τους με τα καράβια, συνενωμένοι με τους στόλους της Ύδρας και των Ψαρών.

Οι Σπετσιώτες, έδωσαν όρκο να πεθάνουν υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους, σκοτώνοντας στην ανάγκη οι ίδιοι τον πρώτο που θα λιποτακτούσε, ακόμη κι αν ήταν ο ίδιος ο αδελφός τους.

Οι προετοιμασίες λοιπόν ξεκινήσανε, και κάτω από τις οδηγίες του γέροντα άρχοντα του νησιού, Χατζηγιάννη Μέξη, κατασκευάσθηκαν τρία κανονιοστάσια με πιο ισχυρό αυτό που θα βρισκόταν στη θέση Φανάρι στην είσοδο του λιμανιού. Η παράδοση λέει, ότι διέταξε να τοποθετηθούν όσα φέσια υπήρχαν, στους ασφοδέλους (καραμπούσια) που φυτρώνουν άφθονα στο νησί και να ανάψουν φωτιές σε διάφορα σημεία, ώστε να προξενείτε η εντύπωση στον εχθρό ότι υπήρχε στο νησί πολυάριθμη στρατιωτική δύναμη.

Παράλληλα, ζητήθηκαν στρατιωτικές ενισχύσεις και από την Κυβέρνηση. Η προάσπιση του νησιού και η αποτροπή της καταστροφής του, αποτελούσε καθήκον αφού το αποτέλεσμα του Αγώνα, εξαρτιόταν από εκείνη τη δεδομένη στιγμή.

Κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών, σπετσιώτικα πλοία παρακολουθούσαν τις κινήσεις του τουρκικού στόλου. Στις 3 Αυγούστου ξεκίνησε η μεταφορά των αμάχων στην Ύδρα και ολοκληρώθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου.

Ο οθωμανικός στόλος, κάνει την εμφάνισή του τα ξημερώματα της 8ης Σεπτεμβρίου 1822, πλέοντας ανατολικά των Σπετσών. Ο εχθρικός στόλος, αποτελούνταν από τις ναυτικές μοίρες της Τουρκίας, της Αιγύπτου, του Αλγερίου, της Τύνιδας και της Μπαρμπαριάς, είχε εκτόπισμα 62.000 τόνων, δύναμη πυρός 2.800 πυροβόλων και τα πληρώματά του ανέρχονταν σε 17.000 άνδρες.  Ο ελληνικός στόλος, αποτελούμενος από μόλις, 23.000 τόνων εκτόπισμα, 700 κανόνια δύναμη πυροβολικού και άθροισμα πληρωμάτων που δε ξεπερνούσε τους 4.500 άνδρες, αγνοούσε τη κατεύθυνση του εχθρού.

Μόλις ο εχθρός έγινε αντιληπτός, ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης, ο μόνος από τους ναυάρχους που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στον πορθμό των Σπετσών, με σήματα καλούσε το στόλο να τον ακολουθήσει στο εσωτερικό του στενού, θέλοντας να υποχρεώσει τον εχθρό να εισέλθει στο μυχό του κι εκεί να τον καταναυμαχήσει ευκολότερα κυρίως με τα πυρπολικά και να προστατεύσει το νησί από ενδεχόμενη εχθρική απόβαση.

Με τη τροπή που έλαβε η κατάσταση όμως, οι πλοίαρχοι αναγκάστηκαν να δράσουν χωρίς κάποιο πολεμικό σχέδιο και ο καθένας έπραττε ότι του φαινόταν σωτήριο για τη πατρίδα του.

Ο Μιαούλης, ενωμένος με την υδραίικη μοίρα, άρχισε σφοδρό κανονιοβολισμό κατά του τούρκικου στόλου, ενώ τα Ψαριανά πλοία, παρατάχθηκαν μπροστά στις Σπέτσες και άνοιξαν πυρ.

Λόγω της άπνοιας που επικρατούσε, οι πλοίαρχοι αναγκάσθηκαν να ρίξουν στη θάλασσα τις βάρκες και να ρυμουλκήσουν με τα κουπιά τα πλοία τους για να διαπλεύσουν την Σπετσοπούλα και να βρεθούν μέσα στο στενό, όπου εκεί θα άνοιγαν πυρ μαζί με τους Ψαριανούς.

Η Ναυμαχία διεξαγόταν επί πολλές ώρες, χωρίς να είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν τα πυρπολικά. Ο καπνός που είχε καλύψει την επιφάνεια της θάλασσας από τους κανονιοβολισμούς, ήταν τόσο πυκνός, ώστε η δράση των πυρπολικών ήταν ριψοκίνδυνη.

Μοίρα του εχθρικού στόλου, διέσπασε τη γραμμή μερικών υδραίικων πλοίων και τα ανάγκασε να υποχωρήσουν στις βραχώδεις ακτές του νησιού. Στη θέα ενός πυρπολικού πλοίου, του Α. Πιπίνου, οι εχθροί φοβούμενοι για την ύπαρξη και άλλων υποχώρησαν, δίνοντας ευκαιρία στους Υδραίους να ξεφύγουν προς τα παράλια της Ερμιονίδας. Η Ναυμαχία εξακολουθούσε με πείσμα και αποφασιστικότητα και από τις δύο πλευρές.

Τελικά, ο Τούρκος ναύαρχος δίνει εντολή και ο στόλος του εχθρού υποχωρεί.

Λίγες μέρες αργότερα, θα προσπαθήσει να επαναλάβει την επιχείρηση καταστροφής των Σπετσών και ανεφοδιασμού του Ναυπλίου, όμως οι προσπάθειές του θα ‘‘ναυαγήσουν’’ λόγω της στενής παρακολούθησης από τον Τρινήσιο στόλο και του φόβου των πυρπολικών.

Στις 14 Σεπτεμβρίου πια, απέπλευσε για την Σούδα, χωρίς να πραγματοποιήσει τους σκοπούς του.