Νίτσα Χατζηγεωργίου, μία ηρωίδα που δόθηκε ολόψυχα στον Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ, βασανίστηκε από τους Άγγλους που την κατέστησαν σωματικά και ψυχικά ράκος, μα που μετά το τέλος του αγώνα λοιδορήθηκε, προπηλακίστηκε και εξευτελίστηκε από κάποιους που φοβήθηκαν την προσφορά της και ζήλεψαν μήπως τους επισκιάσει με το σωματικό κάλλος και την ομορφιά της ψυχής της.

Χρόνια μιλούσαν γι’ αυτήν την καλλονή που πέθανε νέα, που τη διέσυραν αρρωστημένα μυαλά, που δεν την άφηναν να βρει δουλειά και την καταδίκασαν στην απόλυτη μιζέρια και εξαθλίωση, γιατί δεν ήθελαν η φήμη της να επισκιάσει τη δικιά τους. Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι να κάνουν τόσο κακό σε μία ανυπεράσπιστη κοπέλα, που το μόνο της αμάρτημα είναι ότι πρόσφερε πολλά στον αγώνα, και ήταν έτοιμη να δώσει και τη ζωή της για την ελευθερία του νησιού μας; Δυστυχώς, το είπαν πολύ εύστοχα οι Λατίνοι “Homo homini lupus”, ο άνθρωπος είναι ένας λύκος.

Η Νίτσα ήταν μία κοπέλα με εκθαμβωτική ομορφιά, που δεν περνούσε απαρατήρητη. Ζούσε μία ανέμελη ζωή με τη μητέρα της στον Άγιο Δοµέτιο και διατηρούσε κομμωτήριο … Μέχρις ότου χτύπησαν τα σήµαντρα κι αντήχησε η φωνή του Διγενή, καλώντας όλους κι όλες στον υπέρ πάντων Αγώνα. Η Νίτσα απάντησε από την πρώτη στιγµή στο κάλεσµα της Πατρίδας, συνεπαρµένη από το όραµα της Λευτεριάς. Η πανέµορφη κόρη, µε τα µεγάλα αµυγδαλωτά µάτια και τα µαύρα µακριά σγουρά µαλλιά αφοσιώθηκε ολόψυχα στον Αγώνα, µε αυτοθυσία και αυταπάρνηση. Δεν δίστασε ποτέ ν’ ακολουθήσει όποια διαταγή, όσο δύσκολη ή επικίνδυνη κι αν ήταν. 

Οι συναγωνιστές της, της ανέθεταν επικίνδυνες αποστολές, τις οποίες αναλάμβανε με μεγάλη προθυμία. Έλαβε µέρος στην απόπειρα απόδρασης του µελλοθάνατου Μιχαλάκη Καραολή, συµπαραστεκόταν στις οµάδες κρούσης, µετέφερε χειροβοµβίδες δένοντας τις στα πόδια της. Καµιά αποστολή δεν ήταν δύσκολη ή αδύνατη για την Νίτσα. Είχε θάρρος, είχε παλληκαριά, είχε ετοιµότητα, είχε ψυχραιµία. Η μεγαλύτερη αποστολή της ήταν η μεταφορά του Γρηγόρη Αυξεντίου από τον Πενταδάκτυλο στα βουνά του Τροόδους.

Οδηγούσε ο Κυριάκος Μάτσης και πίσω κάθισαν ο Αυξεντίου με τη Νίτσα. Μόλις έπεσαν πάνω σε οδόφραγμα, η Νίτσα ψύχραιμα τράβηξε τον Γρηγόρη στην αγκαλιά της κι έκρυψε το πρόσωπο του στα κυματιστά μαλλιά της και άρχισε να τον φιλά. Όταν οι Άγγλοι τους σταμάτησαν, ο Μάτσης τους έκλεισε το μάτι και τους έδειξε τους δυο νέους που φιλιόντουσαν. Οι Άγγλοι χαμογέλασαν πονηρά και τους έκαναν νόημα να περάσουν. Ο Γρηγόρης έφθασε σώος στον προορισµό του κι ανηφόρισε για τα ληµέρια της ΕΟΚΑ. Τα κατάφεραν.

Ξαφνικά, ήρθε η αποφράδα µέρα. Οι αγωνιστές καταδικάζονταν σε θάνατο, ο ένας µετά τον άλλον. Η ΕΟΚΑ έπρεπε ν’ αντιδράσει, να προσπαθήσει να σώσει τη ζωή των παλληκαριών, να γίνουν προσπάθειες απαγωγής Άγγλων στρατιωτικών, για την πιθανότητα ανταλλαγής τους µε θανατοποινίτες αγωνιστές. Έγινε πρόταση στη Νίτσα να γίνει το δόλωµα. Δέχθηκε χωρίς αντίρρηση. Όλα για την Πατρίδα, είπε. Πρόθυμα δέχθηκε να παρασύρει στο σπίτι της Άγγλο, όπου θα ανέμεναν αγωνιστές για να τον απαγάγουν. 

Από ένα μπαρ όπου σύχναζαν Άγγλοι, έφερε στο σπίτι της έναν αξιωματικό, με σκοπό να του βάλει υπνωτικό στο αναψυκτικό που θα του κερνούσε. Το υπνωτικό, όμως, δεν τον έπιασε και έτσι η Νίτσα του πρότεινε να συναντηθούν την επόμενη ημέρα. Πραγματικά, την επόμενη ημέρα αυτός επέστρεψε. Δύο οπλισµένοι αγωνιστές, που είχαν κρυφτεί στο δωµάτιο του µπάνιου όρμησαν, αυτός αντέδρασε, ήταν οπλισμένος, τον εκτέλεσαν. Από τότε, άρχισαν τα μαρτύρια της. Την οδήγησαν δυο φορές στην Ομορφίτα και την κατάντησαν σωματικό και ψυχικό ράκος από τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς, κι ύστερα την έκλεισαν στις Κεντρικές φυλακές.

Στα µπουντρούµια της Οµορφίτας η Νίτσα µαρτύρησε. Ανατριχιάζει ο νους. Ματώνει η καρδιά. Η εκδίκηση των Εγγλέζων για το χαµό του δικού τους ανθρώπου ήταν αδυσώπητη, χωρίς οίκτο, βάναυση, χωρίς σταµατηµό. Η Nίτσα άντεξε και τα βασανιστήρια και τους εξευτελισµούς. Και δεν µίλησε. Ανθρώπινο ράκος, ρίχτηκε στις φυλακές, χωρίς δίκη, σαν Πολιτική Κρατούµενη. Εκεί παρηγοριά της ο Χριστός και η Παναγία και το Ευαγγέλιο στο χέρι. Ο Αγώνας τέλειωσε. Οι φυλακισµένοι και οι κρατούµενοι ήταν τώρα ελεύθεροι. Κάποιοι ανταµείφθηκαν. Κάποιοι πήραν αξιώµατα. Κάποιοι έγιναν τρανοί.

Μα η Νίτσα, η µαρτυρική Νίτσα, αντί ανταµοιβής γνώρισε την καταφρόνια, την περιφρόνηση, την εξαθλίωση, την πείνα. Ό,τι έκανε για την Πατρίδα ήταν για καποιους λόγος τιµωρίας. Ανατριχιάζει και σαλεύει ο νους. Η Νίτσα δεν έβρισκε δουλειά, δεν την άφηναν να βρει δουλειά. Μόλις προσλαµβανόταν κάπου, τη δεύτερη ή τρίτη µέρα γινόταν ένα τηλεφώνηµα και η Νίτσα έπρεπε να φύγει. Καταδικάστηκε στην αποµόνωση, στην πείνα, ναι στην πείνα. Κλείστηκε στο καβούκι της. Η τραγική αγωνίστρια, η µάρτυρας, η ηρωίδα, πάλευε µόνη, µε συµπαραστάτη µονάχα τη µάνα, τις δυνάµεις του κακού, του φθόνου και του µίσους που την περιτριγύρισαν. 

Στις 11 Μαρτίου 1968, η µάνα βρίσκει νεκρή στο κρεβάτι της την αγωνίστρια Νίτσα. Στο στήθος της ακουµπούσε ένα Ευαγγέλιο. Σε µία γωνία ένα καντήλι τρεµόσβυνε. Η πρώτη εντύπωση ήταν πως η Νίτσα, στην απελπισία της, έδωσε τέλος στη ζωή της. Μα ο ιατροδικαστής που έκανε τη νεκροψία αποφαίνεται “Η Νίτσα δολοφονήθηκε, η Νίτσα στραγγαλίσθηκε”. Η νέα, η ωραία, η γενναία στα 37 της χρόνια ξεκουράστηκε στο Κοιµητήριο, για να συντροφέψει η ψυχή της τους Αγγέλους. Αυτή είναι η ιστορία μίας χριστιανής νέας, που με αυταπάρνηση και ηρωισμό πρόσφερε τεράστιες υπηρεσίες στον Αγώνα της ΕΟΚΑ, αλλά προδόθηκε, συκοφαντήθηκε, σπιλώθηκε το όνομα της, από φθόνο και μισαλλοδοξία.

Αιωνία η Μνήμη της!