Μείωση κατά μισό τα εκατό παρουσιάζει η Κύπρος όσον αφορά στην τρίτη έκδοση του δείκτη περιφερειακής ανταγωνιστικότητας για 263 περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αντίθεση στα όσα μας λέει ο Υπουργός Οικονομικών ότι έχουμε ανάπτυξει. Για πολλοστή φορά τα επίσημα στοιχεία των διαψεύδουν. Φυσικά, δεν χρειαζόμαστε τους αριθμούς για να καταλάβουμε την οικονομική ύφεση στο νησί, την βιώνουμε όλοι στο πετσί μας, αλλά ο Υπουργός Οικονομικών και η Κυβέρνηση συνεχίζουν την προσπάθεια για να μας πείσουν το αντίθετο.

Η Κομισιόν κάνει λόγο για ένα πολυκεντρικό μοντέλο στο οποίο οι ισχυρές πρωτεύουσες και οι μητροπολιτικές περιοχές αποτελούν τους κύριους μοχλούς της ανταγωνιστικότητας. Στην ουσία αυτή είναι μια ακόμη μελέτη που παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την ενίσχυση των οικονομικών επιδόσεων των περιφερειών. Η Κύπρος σύμφωνα με αυτούς δείκτες καταγράφει απώλειες στην περιφερειακή ανταγωνιστικότητα κατά -0,49.

Τι γίνεται, όμως, σε άλλες χώρες; Σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες εκδόσεις, που δημοσιεύτηκαν το 2010 και το 2013, η Μάλτα και πολλές περιφέρειες στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Σουηδία, την Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο βελτίωσαν τις επιδόσεις τους, ενώ οι επιδόσεις επιδεινώθηκαν στην Κύπρο και σε περιφέρειες στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και πιο πρόσφατα στις Κάτω Χώρες.

Συγκεκριμένα και σε ό,τι αφορά την Κύπρο, η κατάταξη της μιας περιφέρειας της χώρας μειώθηκε κατά -0,49 μονάδες σε σχέση με την προηγούμενη επίδοση. H Κομισιόν χρησιμοποιεί ένα σύστημα μέτρησης που ονομάζει Regional Competitiveness Index – δείκτη περιφερειακής ανταγωνιστικότητάς (RCI). Ο δείκτης μπορεί να λαμβάνει τιμές από 0 ως 100 μονάδες.

H Kύπρος κατατάσσεται 184η από το σύνολο των 263 περιφερειών, με δείκτη RCI 37,1. Βρίσκεται στο 85% του μέσου κατά κεφαλή εισοδήματος στην ΕΕ με θέση 152 από 263 περιφέρειες και βρίσκεται στην 3 κατηγορία ανάπτυξης (από τα 5 επίπεδα που υπάρχουν).

H Κομισιόν συγκρίνει την Κύπρο με τις παραπάνω 15 περιφέρειες και βρίσκει ότι υστερεί σχεδόν σε όλα. Υστερούμε σε μακροοικονομική σταθερότητα, υποδομές, βασική εκπαίδευση, τεχνολογική ετοιμότητα και καινοτομία,  βρίσκεται στα ίδια επίπεδα στους θεσμούς, ανώτατη εκπαίδευση, αγορά εργασίας, μέγεθος αγοράς, εξειδίκευση επιχειρήσεων και υπερτερεί μόνο στον τομέα της υγείας.