Έχουν περάσει αρκετές ημέρες από την δικαστική ετυμηγορία για τον πρώην υπουργό Οικονομικών, Γιώργο Παπακωνσταντίνου, από το Ειδικό Δικαστήριο, αλλά ο απόηχος αυτής της απόφασης ακούγεται μέχρι και σήμερα. Ας βάλουμε, όμως, τα πράγματα σε μια ροή, όσο βεβαίως μας επιτρέπει ο περιορισμένος χώρος της στήλης. Το Ειδικό Δικαστήριο, συγκροτούμενο από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) και επτά Αεροπαγίτες, τον εκήρυξε ένοχο σε βαθμό πλημμελήματος κατά πλειοψηφία, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (!) και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως ενός έτους με αναστολή. Τρεις Αεροπαγίτες μειοψήφησαν, έχοντας την γνώμη ότι πρέπει να κηρυχθεί ένοχος σε βαθμό κακουργήματος. Μειοψήφησαν, όμως, και ορισμένοι Αντιπρόεδροι του ΣτΕ, οι οποίοι είχαν την γνώμη ότι δεν επρόκειτο περί εγγράφου, όπως και ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου που αμφέβαλε για την πράξη. Μάλιστα, κατά την απαγγελία της αποφάσεως, ο Πρόεδρος είπε στον κατηγορούμενο ότι το Δικαστήριο τον έκρινε επιεικώς και πως από εδώ και πέρα οφείλει να είναι προσεκτικός! 

Συνήθως, τέτοιες δηλώσεις και συστάσεις γίνονται σε επαρχιακά Μονομελή Πρωτοδικεία, όχι όμως στο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο συγκροτείται στο όνομα του Ελληνικού Λαού και γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να παραδίδει ιστορικά και παραδειγματικά μαθήματα, μέσω των αποφάσεών του. Σύμφωνα με το σκεπτικό της αποφάσεως, ο Παπακωνσταντίνου διέπραξε την νόθευση της Λίστας Λαγκάρντ, ως προς τα ονόματα των συγγενών του, για την προστασία του πολιτικού του μέλλοντος. Όμως, για το «επαγγελματικό τους μέλλον» δεν εγκληματούν πολλοί πλαστογράφοι; Κρίνονται, άραγε, κι αυτοί επιεικώς; Εδώ, λοιπόν, γεννιούνται κι άλλα σοβαρά ερωτήματα. Πώς από την μια πλευρά καταδικάστηκε για νόθευση εγγράφου, ενώ από την άλλη κρίθηκε ότι το Δημόσιο δεν υπέστη ζημιά από την πράξη του; Νοείται πρότερος έντιμος βίος σ’ έναν υπουργό, ο οποίος ενώ με χαρακτηριστική απάθεια και σκληρότητα έχει κατακρεουργήσει μισθούς και συντάξεις, οδηγώντας χιλιάδες συμπατριώτες μας στην φτώχεια, την πείνα, την απόγνωση και την αυτοκτονία, νοθεύει στην συνέχεια υπηρεσιακό έγγραφο, το οποίο έχει στα χέρια του, για να προστατεύσει τάχα το «πολιτικό του μέλλον»;

Και πως εξηγείται, άραγε, ότι το Σώμα Οικονομικού Ελέγχου είχε εκδώσει δύο αντίθετες βεβαιώσεις; Μια, δηλαδή, ότι το Δημόσιο υπέστη από τις πράξεις του Παπακωνσταντίνου σημαντική ζημιά, και μια άλλη ότι δεν προξενήθηκε σ’ αυτό καμία ζημιά; Μέσα απ’ όλα αυτά τα ερωτήματα, λοιπόν, αναγνωρίστηκε πρότερος… έντιμος βίος στον Παπακωνσταντίνου, έλαβε ποινή ενός έτους με τριετή αναστολή και αποχώρησε από την αίθουσα με ένα σαδιστικό χαμόγελο, το οποίο περισσότερο έμοιαζε με εμπτυσμό προς τα πρόσωπα όλων εκείνων των Ελλήνων, τους οποίους κατέστρεψε η πολιτική του στο υπουργείο Οικονομικών. Ενώ νόθευσε την λίστα Λαγκάρντ, η «τιμωρία» του ήταν ανάλογη με την ίδια ποινή που επιβάλλεται σε τόσες και τόσες μικροπαραβάσεις, όπως π.χ. κάποιος ο οποίος οδηγεί μοτοσικλέτα χωρίς άδεια…

Το κοινό αίσθημα, βεβαίως, δεν δικάζει και ούτε χρειάζεται, εννοείται. Έχει, όμως, το αναφαίρετο δικαίωμα, ενδεχομένως και την υποχρέωση, να εκπλήσσεται, να ενοχλείται, να διαμαρτύρεται, με ορισμένες αποφάσεις των δικαστηρίων, οι οποίες έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την κοινή αίσθηση για την έννοια της Δικαιοσύνης και του τρόπου, με τον οποίο αυτή απονέμεται. Υπάρχουν, φυσικά, και τα χειρότερα. Με το γράμμα του νόμου θα μπορούσε ο Παπακωνσταντίνου να είναι και αθώος, αν είχε γίνει δεκτή η ένσταση παραγραφής, την οποία είχε υποβάλει η υπεράσπισή του. Να κρινόταν, δηλαδή, ότι η Βουλή των δύο ημερών μεταξύ των εκλογών της 6ης Μαΐου και της 17ης Ιουνίου 2012 ήταν μια κανονική Βουλή, οπότε είχε επέλθει η παραγραφή. Αν δέχονταν αυτή την ένσταση, θα προκαλούσαν την οργή του Λαού, όχι μόνο γι’ αυτούς που θα δικαίωναν τον Παπακωνσταντίνου αλλά και για όλο το πολιτικό σύστημα. Αποφάσισαν, λοιπόν, να τον δικάσουν, πατώντας πάνω στα στοιχεία της υπόθεσης που με την αμφιβολία τους έγερναν την πλάστιγγα υπέρ του Παπακωνσταντίνου, δίνοντας έτσι μια ακόμη πτυχή της ρήσης του Βουλγαράκη πως «ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό».

Μ’ αυτόν τον τρόπο, ένα ακόμη πολιτικό σκάνδαλο, το οποίο τόσο μεγάλο θόρυβο προκάλεσε με την αποκάλυψή του, ξεφούσκωσε εντελώς όταν ήρθε η ώρα της ποινικής εκκαθάρισής του. Δύο ολόκληρα χρόνια πέρασαν και ακόμη δεν έχουμε μάθει αν υπάρχει φοροδιαφυγή και μαύρο χρήμα στην υπόθεση Παπακωνσταντίνου, με αποτέλεσμα αρκετοί να λένε διάφορα για το πώς και το γιατί γύρω από την υπόθεση αυτή. (Και) Μ’ αυτό το περιστατικό, τι να πιστέψει ύστερα ο Ελληνικός Λαός για τις δημόσιες υπηρεσίες και την Δικαιοσύνη; ΖΗΤΩ Η ΝΙΚΗ!  

Γιώργος Μάστορας