Η φιλοσοφία της Σπάρτης στηριζόταν στην λιτότητα σε κάθε τομέα του καθημερινού βίου, κάτι που φυσικά επεκτεινόταν και στο πεδίο της οικονομίας, με τα πλούτη να περιφρονούνται εκ πεποιθήσεως. Πάγια θέση των Σπαρτιατών ήταν ότι η συγκέντρωση πλούτου πρέπει να αποφεύγεται, για την αποτροπή του οποίου είχαν μεριμνήσει ακόμα και διαμέσου ειδικών νόμων.

Η άσκηση οποιασδήποτε παραγωγικής διαδικασίας απαγορευόταν στους Ομοίους, καθώς στον τομέα αυτό απασχολούνταν οι περίοικοι και οι είλωτες. Πιο συγκεκριμένα, οι περίοικοι δραστηριοποιούνταν, κατά κύριο λόγο, με την γεωργία, το εμπόριο, καθώς και με διάφορες άλλες χειρωνακτικές εργασίες, ενώ οι είλωτες είχαν ως κύριο καθήκον τους την καλλιέργεια των «κλήρων», δηλαδή των κτημάτων των Ομοίων, στους οποίους όφειλαν να αποδίδουν μερίδιο, την λεγόμενη «αποφορά».

Παράλληλα, μέσω μιας σειράς νόμων είχε αποθαρρυνθεί και η χρήση νομισμάτων, τα οποία αρχικά είχαν καταστεί άχρηστα, με ενδεικτικό παράδειγμα την εξασφάλιση των συσσιτίων από το ίδιο το κράτος. Ωστόσο, λίγο αργότερα το σπαρτιατικό νόμισμα κατέστη σκοπίμως εξαιρετικά δύσχρηστο, καθώς δεν υπήρχαν ούτε ασημένια, ούτε χρυσά νομίσματα, παρά μονάχα ένα είδος κατασκευασμένο από σίδηρο, αξίας δυσανάλογης με το βάρος του, με αποτέλεσμα να απαιτείται καροτσάκι, όπως πολύ χαρακτηριστικά μας παραδίδουν διάφορες ιστορικές πηγές, για την μεταφορά ενός ποσού ίσου με δέκα μνες. Ακόμη, το νόμισμα αυτό δεν είχε καμία ισχύ εκτός πόλεως.

Όπως προκύπτει, ο χαρακτήρας της σπαρτιατικής κοινωνίας ήταν κατ’ εξοχήν αγροτικός, με ακρογωνιαίο λίθο της οικονομίας το μέγεθος και την ποιότητα των αγροτικών γαιών. Άλλωστε, μεταξύ του 9ου και 7ου αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες είχαν κερδίσει τον έλεγχο του συνόλου του εδάφους όχι μόνο της Λακωνίας, αλλά και της γειτονικής Μεσσηνίας, την γονιμότητα του οποίου εξήραν πλείστοι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Ο Τυρταίος, συγκεκριμένα, κάνοντας λόγο για την Μεσσηνία την θεωρεί καλή για όργωμα και για σπορά, ενώ ο Ευριπίδης περιγράφοντας την περιοχή αναφέρει ότι «παράγει πλου­σιοπάροχα, υδρεύεται από αμέτρητα ρεύματα και στολίζεται από πλούσιους βοσκότοπους για αγελά­δες και πρόβατα». Το μεγαλύτερο τμήμα της αχα­νούς αυτής έκτασης ήταν ιδιωτικό και ανήκε στους πολίτες της Σπάρτης, τους Σπαρτιάτες.

Ολόκληρη η ζωή των Σπαρτιατών ήταν αφιερωμένη στις πολιτικές και στρατιωτικές υποθέσεις, και για αυτόν τον λόγο δεν ασχολούνταν οι ίδιοι με τις χειρωνακτικές και αγροτικές εργασίες. Ζούσαν μέσα στην Σπάρτη, αλλά συνήθως σε σημαντική απόσταση από τα κτήματα τους, τα οποία καλλιεργούσε κυρίως ο γηγενής πληθυσμός των δούλων, οι είλωτες. Οι οικογένειες των ειλώτων ή­ταν κατά πάσα πιθανότητα δεμένες με συγκεκριμέ­να κομμάτια γης, τα οποία συνέχιζαν να καλλιερ­γούν ακόμη και όταν τα χωράφια αυτά άλλαζαν χέ­ρια, περνώντας από ένα Σπαρτιάτη σε άλλον.

Οι περίοικοι, η έτερη μεγάλη ομάδα της σπαρτιατικής επικράτειας, η οποία συνιστούσε τον ελεύθερο πληθυσμό, κατοικούσε κατά κύριο λόγο στις ορεινές και παράκτιες περιοχές. Επίσης, σύμφωνα με παλαιότερες περιγραφές, οι οικονομικές δρα­στηριότητες των περιοίκων περιστρέφονταν, κυρίως, γύρω από τον τομέα της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Εντούτοις, φαίνεται πολύ εξ αυτών ότι κατοικούσαν σε μεσόγεια χωριά, ζώντας από την καλλιέργεια της γης, καθώς μόνο σε μεγάλες κοι­νότητες περιοίκων ή σε εκείνες που βρίσκονταν κοντά σε σημαντικά λιμάνια μεγάλη μερίδα πληθυ­σμού είχε ευκαιρίες να ασχοληθεί με την βιοτεχνία και το εμπόριο. Στο σημείο αυτό, όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι η σπαρτιατική πόλη – κράτος διεπόταν από μεγάλη αυτάρκεια, λόγω της οικονομικής πολιτικής που εφήρμοζε, τόσο σε αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, όσο και σε σιδηρομετάλλευμα.

Αντεπίθεση