Ένα θέμα που απασχολεί την κοινωνία μας είναι το θέμα της ευθανασίας. Τα είδη της ευθανασίας προσδιορίζονται από τη συμμετοχή ή μη του ασθενούς στην πρόκληση του θανάτου και είναι τα εξής:

α) Εκούσια ενεργός ευθανασία: Πρόκειται για τη σκόπιμη χορήγηση από τον ιατρό φαρμακευτικών κατασκευασμάτων ή την εφαρμογή άλλων ιατρικών πράξεων που προκαλούν το θάνατο του ασθενούς, εφόσον όμως έχει προηγηθεί ρητή συγκατάθεση του ασθενούς στην πράξη αυτή. ( Κουντουράς και συν., 2003: 148-156).

β) Ακούσια ενεργός ευθανασία: Και σ’ αυτήν την περίπτωση ο γιατρός χορηγεί φάρμακα ή εφαρμόζει άλλες ιατρικές πράξεις που οδηγούν στο θάνατο του ασθενούς, διαφέρει όμως από την προηγούμενη στο ότι δεν υπάρχει από μέρους του ασθενούς ρητή απαίτηση και πλήρης συγκατάθεση. Αυτό το είδος ευθανασίας ενδέχεται να εφαρμοστεί π.χ. στην περίπτωση που κάποιος έχει υποστεί σοβαρό τραυματισμό, από τον οποίο δεν είναι δυνατόν να επανέλθει, ή υποφέρει από μια αρρώστια που του προκαλεί αβάσταχτους πόνους.(Κουντουράς και συν., 2003: 148-156).

γ) Μη εθελοντική ενεργός ευθανασία: Σε γενικές γραμμές μοιάζει με τα προηγούμενα είδη, διαφέροντας μόνο στο ότι ο ασθενής παρουσιάζει διανοητική αναπηρία και κατά συνέπεια δεν είναι σε θέση να ζητήσει το θάνατό του. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν ο ασθενής έχει πέσει σε κώμα και επομένως δεν είναι κύριος του εαυτού του. (Κουντουράς και συν., 2003: 148-156).

δ) Παθητική ευθανασία: Πρόκειται για την επίσπευση του θανάτου με σκοπό την ανακούφιση του ασθενούς και πραγματοποιείται με την αδρανή-παθητική συμπεριφορά του ιατρού. Αυτή με τη σειρά της διακρίνεται στη συναινετική και στη μη συναινετική. Στην παθητική ευθανασία λαμβάνεται υπόψη ο ρόλος του σεβασμού στην ατομική αυτονομία και στην ώριμη, ελεύθερη και υπεύθυνη βούληση του ασθενούς. (Βούλτσος & Τσούγκας, 2008: 76-78).

ε) Έμμεση ευθανασία: Πρόκειται για τη χορήγηση ναρκωτικών ή άλλων φαρμακευτικών ουσιών, προκειμένου να ανακουφιστεί ο πόνος του ασθενούς. Η χορήγηση αυτή όμως έχει ως έμμεσο επακόλουθο τη βαθμιαία πρόκληση σοβαρού βαθμού καταστολής του αναπνευστικού συστήματος του ασθενούς και τελικά τον θάνατό του (Κουντουράς και συν., 2003: 148-156).

στ) Ιατρο-υποβοηθούμενη αυτοκτονία: Είναι όταν ο γιατρός χορηγεί στον ασθενή φάρμακα ή παρεμβαίνει με άλλον τρόπο, γνωρίζοντας όμως συνειδητά ότι ο ασθενής προτίθεται να τις χρησιμοποιήσει για να δώσει τέλος στη ζωή του (Κουντουράς και συν., 2003: 148-156).

ζ) Δυσθανασία: Η Δυσθανασία ορίζεται ως η υπερβολική παράταση της ζωής ενός ασθενούς. Όπως καταδεικνύει και το πρόθεμα δυς-, πρόκειται για προβληματικό θάνατο, αφού η στιγμή του θανάτου αναβάλλεται με κάθε διαθέσιμο μέσο. Η υπερβολική αυτή παράταση της στιγμής που θα σημειωθεί ο φυσικός θάνατος, συνήθως παρατείνει και το πόνο του ασθενούς. Σε τελευταία ανάλυση η χρησιμοποίηση τεχνικών και ιατρικών μέσων καταλήγουν να μην προστατεύουν τη ζωή, αλλά απλώς να καθυστερούν τη στιγμή του αναπόφευκτου θανάτου (Diniz, 2002: 840).

η) Ορθοθανασία: Η ορθοθανασία ορίζεται ως η πράξη του να αφήνει κάποιος τον ασθενή να πεθάνει χωρίς τη χρήση υπερβολικών μέσων, εφόσον αυτά δεν θα έχουν κάποιο απτό αποτέλεσμα στην υγεία του ασθενούς. Μερικές φορές συγχέεται με την παθητική ευθανασία και ορισμένοι αναλυτές ταυτίζουν τις 2 έννοιες. (Diniz, 2002: 840). Ωστόσο, οι 2 αυτές έννοιες μπορούν εύκολα να διακριθούν, αν αναζητηθεί η αιτία θανάτου. Στην ευθανασία, είτε αυτή είναι ενεργητική είτε παθητική, αιτία θανάτου είναι μια ενέργεια ή παράλειψη κάποιου. Αντίθετα στην ορθοθανασία αιτία είναι η ασθένεια αυτή καθαυτή. Οι ηθικές και νομικές παράμετροι της ορθοθανασίας δεν περιορίζονται στην επιτάχυνση ή μη του θανάτου του ασθενή, αλλά περιλαμβάνουν επίσης την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του σεβασμού της αυτονομίας του ασθενούς. Η ορθοθανασία είναι η εξανθρώπιση της διαδικασίας θανάτου του ασθενούς, φροντίζοντας τον ίδιο στο τέλος της ζωής του, έτσι ώστε να βρει τον θάνατο με το μικρότερο δυνατό πόνο, διασφαλίζοντας την αξιοπρέπειά του.(Bostiancic, Dadalto, 2010: 351).

θ) Ευγονική ευθανασία: Πρόκειται για τη θανάτωση εμβρύων ή και νεογνών, τα οποία πάσχουν από σοβαρές σωματικές αναπηρίες ή και εγκεφαλικές βλάβες. Στη πραγματικότητα, βέβαια, ο όρος «ευθανασία» δεν ταιριάζει και τόσο στην περίπτωση αυτή, γιατί τα νεογνά δε υποφέρουν από αβάσταχτους πόνους ή δεν βρίσκονται ένα βήμα πριν το θάνατο. Για το λόγο αυτό η θανάτωσή τους αποτελεί προσβολή της ζωής, καθώς τελείται στα πλαίσια της ευγονικής προς όφελος της οικογένειας και του κοινωνικού περιγύρου. Ακόμη, στην περίπτωση αυτή ο γιατρός επιλέγει ανάμεσα στη ζωή και την ποιότητα ζωής, μεγέθη που δεν είναι συγκρίσιμα. (Μαστοράκης & Μπαλογιάννης, 2010: 144-149).

Σκεφτόμαστε όμως κατά πόσο είναι ηθικά αποδεκτό να αφαιρείς μία ανθρώπινη ζωή. Οι απόψεις για το συγκεκριμένο θέμα διίστανται και συγκρούονται . Και αφορούν την επιστημονική – ιατρική θεωρήσει του θέματος . Πιο κάτω θα δούμε την θεολογική προσέγγιση αυτού του ζητήματος.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως ήταν φυσικό, πήρε θέση σ’ αυτό το τόσο ευαίσθητο θέμα της ευθανασίας, καθώς πρόκειται για την αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την ορθόδοξη πίστη, η ζωή είναι δώρο του Θεού και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να της αποδίδεται η δέουσα εκτίμηση και σεβασμός.

Η ζωή μας αποτελεί υπέρτατο Δώρο του Θεού, η αρχή και το τέλος του οποίου βρίσκονται στα χέρια Του και μόνο ( Ιώβ ιβ’ 10).

Αποτελεί τον χώρο μέσα στον οποίο βρίσκει την έκφρασή του το αυτεξούσιο, συναντάται η χάρις του Θεού με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και επιτελείται η σωτηρία του.

Η βιβλική και η πατερική  παράδοση της Εκκλησίας δεν δίνουν απαντήσεις για το πότε και πώς πρέπει ο άνθρωπος να διατηρηθεί στην ζωή, επιμένουν όμως να υπογραμμίζουν την άπειρη αξία του ανθρώπινου προσώπου ως εικόνας του Θεού.

Βιολογική ζωή χωρίς την ύπαρξη της ψυχής μέσα στο σώμα δεν νοείται. Κατά την περίπτωση καταστροφής ή νεκρώσεως ενός ζωτικού οργάνου, οπότε ο άνθρωπος επιβιώνει με υποστηρικτικές ενέργειες, εξακολουθεί η ψυχή  να παραμένει συνδεδεμένη με το σώμα και να ενεργεί σε άλλα σωματικά όργανα. Ειδικότερα, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή η ψυχή φανερώνεται με το να ενεργεί πάνω στα μέλη του σώματος, ανάλογα με την δυνατότητα που έχουν. Κάθε σωματικό όργανο δέχεται εκείνη την ψυχική ενέργεια, την οποία εκ φύσεως έχει τη δύναμη να εκφράσει.

Το δίλημμα της Ευθανασίας είναι σοβαρό και η Ορθόδοξη παράδοση και η Ιερά Σύνοδος, σε συνεργασία με την Ιατρική Επιστήμη, καλούνται να δώσουν  απαντήσεις στους πιστούς

Στις απόψεις των διαφόρων εκπροσώπων του επιστημονικού κόσμου πρέπει νά προστεθεί και η γνώμη της Εκκλησίας όπως αυτή διατυπώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου του έτους 2000 σε ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου.

Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος δηλώνει:

«Οι στιγμές της ζωής μας πού συνδέονται με την αρχή και το τέλος της, όπως και αυτές της αδυναμίας, του πόνου και των δοκιμασιών μας, εγκύπτουν μία μοναδική ιερότητα και περιποιούν μυστήριο πού απαιτεί ιδιάζοντα σεβασμό εκ μέρους των συγγενών, των ιατρών, των νοσηλευτών και της κοινωνίας ολόκληρης. Οι στιγμές αυτές διευκολύνουν την ταπείνωση, διανοίγουν την οδό της θεϊκής αναζήτησης και προκαλούν το θαύμα και το σημείο της θεϊκής χάριτος και παρουσίας.

Η ευθανασία, ενώ δικαιολογείται κοσμικώς ως “αξιοπρεπής θάνατος”, στην πραγματικότητα αποτελεί υποβοηθούμενη αυτοκτονία, δηλαδή συνδυασμό φόνου και αυτοχειρίας.

Το λεγόμενο “δικαίωμα στον θάνατο”, πού αποτελεί την νομική κατοχύρωση της ευθανασίας, θα μπορούσε νά εξελιχθεί σε απειλή της ζωής των ασθενών πού αδυνατούν νά ανταποκριθούν οικονομικά στις απαιτήσεις θεραπείας και νοσηλείας τους.

Για τούς λόγους αυτούς, η Εκκλησία μας πού πιστεύει στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση του σώματος, στην αιώνια προοπτική και πραγματικότητα, στους πόνους ως “στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι ημών” (Γαλ. στ’ 17), στις δοκιμασίες ως αφορμές και ευκαιρίες σωτηρίας, στην δυνατότητα ανάπτυξης κοινωνίας αγάπης και συμπαραστάσεως μεταξύ των ανθρώπων, κάθε θάνατο πού αποτελεί αποτέλεσμα ανθρωπίνων αποφάσεων και επιλογών – όσο “καλός” και αν ονομάζεται – τον απορρίπτει ως “ύβριν” κατά του Θεού. Κάθε δε ιατρική πράξη πού δεν συντελεί στην παράταση της ζωής, ως ο όρκος του Ιπποκράτη ορίζει, αλλά προκαλεί επίσπευση της στιγμής του θανάτου, την καταδικάζει ως αντιδεοντολογική και προσβλητική του ιατρικού λειτουργήματος.»

Από πλευράς της Ορθοδόξου Εκκλησίας ελήφθησαν και άλλες πρωτοβουλίες για την διαφώτιση και ενημέρωση του λαού επάνω εις το αμφιλεγόμενο θέμα της ευθανασίας.

Στην Ελλάδα επειδή ευδοκιμεί ακόμα η αγάπη δεινοπαθεί η ευθανασία, η οποία δεν φαίνεται προς το παρόν ότι ημπορεί νά ακολουθήσει την πορεία πού ακολουθεί στην Ολλανδία και στις άλλες χώρες της Ευρώπης. Χρειάζεται λοιπόν πολλή προσπάθεια για νά ενημερωθεί ο λαός αντικειμενικά και κυρίως νά τεθούν οι ασφαλιστικές δικλείδες στις αυθαιρεσίες και στην εκμετάλλευση του δικαιώματος της ζωής, το οποίο η καθημερινά αλλοιούμενη κοινωνία των λαών επιζητεί νά το μετατρέψει σε δικαίωμα στο θάνατο.

Η Ιερά σύνοδος της Ελλάδος επανήλθε το 2007 με τις ακόλουθες θέσεις :

Α) Για την Εκκλησιαστική παράδοση, η ευθανασία αποτελεί παράβαση της εντολής «Οὐ φονεύσεις». Βεβαίως κανένας χριστιανός δεν έχει δικαίωμα να αδιαφορεί για τον πόνο του συνανθρώπου του, αντίθετα έχει ηθική υποχρέωση να προσπαθεί να τον ανακουφίσει, όσο αυτό είναι εφικτό. Όμως η αγάπη μας και το ενδιαφέρον μας προς τον πάσχοντα συνάνθρωπό μας σε καμιά περίπτωση δεν μεταφράζεται με τη μορφή της ευθανασίας, καθώς σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, μια τέτοια αποτρόπαια πράξη σηματοδοτεί και τον θάνατο της αγάπης μας για τον πάσχοντα συνάνθρωπό μας. Η αγάπη μας πρέπει να εκδηλώνεται με συμμετοχή στον πόνο του άλλου και με συνεχείς προσπάθειες που θα στοχεύουν στη βελτίωση, αλλά και στη διατήρηση της ζωής του άλλου, όχι στην επίσπευση του θανάτου του. Εξάλλου, το καλύτερο παράδειγμα μας το δίνει ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος ευσπλαγχνίζεται και θεραπεύει τους νοσούντες. Συνεπώς, για την Εκκλησία, η επιθυμία του ασθενούς να απαλλαγεί από τους αβάσταχτους σωματικούς πόνους του, δεν αποτελεί κίνητρο, ώστε να θεωρηθεί ηθικά αποδεκτή η πράξη της αφαίρεσης της ζωής του, καθώς αυτή παραβιάζει τη θεϊκή εντολή «οὐ φονεύσεις». Άρα η ιατρική επιστήμη, εφαρμόζοντας την ευθανασία με διάφορους τρόπους που έχει επινοήσει, δεν καταπολεμά τον πόνο των ασθενών, αντίθετα φονεύει τον πάσχοντα. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).

Β) Η ζωή είναι «θείο δώρο» και έτσι μόνο ο Δημιουργός – Θεός δικαιούται να αποφασίζει για το τέλος της. Ο γιατρός οφείλει να εξαντλεί επιστημονικά όλες του τις προσπάθειες στην ανακούφιση του πόνου και να στέκεται δίπλα στον ασθενή, προσφέροντας πάντοτε ελπίδα ζωής. Κανείς άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να μπαίνει στη θέση του Δημιουργού – Θεού και να αποφασίζει για τη ζωή και το θάνατο κάποιου. Μόνο ο Θεός, ως ο δότης της ανθρώπινης ζωής δικαιούται να αποφασίζει για το τέλος της και για το αν αυτό θα είναι επώδυνο ή όχι, καθώς και το πότε αυτό θα επέλθει. Η αξία της ζωής είναι ανεκτίμητη και αναντικατάστατη. Για το λόγο αυτό ούτε τη δική του ζωή έχει δικαίωμα να αφαιρέσει κάποιος. Συνεπώς, η πράξη της ευθανασίας είτε με τη μορφή της «ενεργητικής» είτε της «παθητικής», αποτελεί για την Εκκλησία μια εγκληματική ενέργεια που ισοδυναμεί με φόνο και επομένως καταπατά την εντολή του Θεού που απαγορεύει το φόνο. Την άποψη αυτή, εκτός από την Ορθόδοξη, συμμερίζεται και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).

Γ) Η εκτέλεση της ευθανασίας ενδέχεται να υποκινείται από οικονομικά συμφέροντα. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε, αν σκεφτούμε ότι λιγότερες είναι οι περιπτώσεις, όπου ο ασθενής είναι αυτός που επιθυμεί την εκτέλεση της ευθανασίας. Συνήθως το θέμα το ανακινούν και το προβάλλουν κυρίως οι συγγενείς του πάσχοντα και μάλιστα με φορτικό τρόπο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλές υποψίες και ερωτηματικά, ιδιαίτερα όταν κρύβονται από πίσω οικονομικά και κληρονομικά συμφέροντα. Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε τα τεράστια οικονομικά οφέλη των ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι βαρύνονται με υπέρογκα χρηματικά ποσά για τη χρόνια νοσηλεία ενός ετοιμοθάνατου. Μπορούμε να αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι για τις τελευταίες ώρες ενός ασθενούς δαπανώνται περίπου το 20% των κονδυλίων στις χώρες – μέλη της Ε.Ε. και περίπου το ίδιο ποσοστό και στις Η.Π.Α. Εξάλλου, εκτός από το κόστος των νοσηλίων, ενδέχεται οι κληρονόμοι να έχουν να εισπράξουν ένα μεγάλο ποσόν σαν αποζημίωση, κάτι που επίσης επιβαρύνει τους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Ακόμη, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και την περίπτωση εμπορίας οργάνων του σώματος από την εκτέλεση ευθανασίας σε ασθενείς. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).

Κατά τον Στυλιανό Τσομπανίδη , καθηγητή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης:

«Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου ο ασθενής ζητά την ευθανασία δίχως να ελέγχει πλήρως τη συνείδησή του, αλλά όντας κυριευμένος από απελπισία και απόγνωση. Όπως και να’ χει, κάποιος που νιώθει έλεος και συμπόνια προς τον συνάνθρωπό του, οφείλει να μην αποδεχτεί το αίτημα του πάσχοντα για ευθανασία. Κι αυτό γιατί στις λίγες, αλλά όχι ανύπαρκτες περιπτώσεις που ο πόνος του ασθενή υποχωρήσει αισθητά ή εξαλειφθεί, ο ασθενής που μέχρι εκείνη τη στιγμή ζητούσε να του κάνουν ευθανασία, αλλάζει γνώμη και παρακαλεί να προσπαθήσουν να τον κρατήσουν στη ζωή. Αξίζει σ’ αυτό το σημείο να θυμηθούμε τη συγκλονιστική, πραγματικά, διήγηση στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη (5, 1-15) για τον άνθρωπο που κειτόταν παράλυτος στη δεξαμενή της Βηθεσδά για 38 ολόκληρα χρόνια. Όταν ο Χριστός τον ρωτάει «θέλεις να γίνεις καλά;», Αυτός δεν παραπονιέται για τη μακροχρόνια ασθένειά του, δεν ζητάει έναν ανώδυνο θάνατο για να πάψει να υποφέρει. Εκείνο που τον στεναχωρεί είναι ότι μένει εκεί αβοήθητος και μόνος , χωρίς κάποιον οδηγό και συμπαραστάτη. Όπως λέει ο ίδιος: «Δεν έχω άνθρωπο να με βάλει μέσα στην δεξαμενή, όταν αναταράζεται το νερό». Τη βοήθεια όμως που δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να του την προσφέρει επί 38 ολόκληρα χρόνια, έρχεται να του την δώσει με τον πιο δραστικό και αυθεντικό τρόπο Αυτός που έγινε άνθρωπος όχι μόνο για να αποκαλύψει ποιος είναι ο Θεός αλλά και για να δώσει ένα υπόδειγμα για το ποιος πρέπει να είναι ο πραγματικός άνθρωπος. Όλα τα παραπάνω πρέπει να τα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους και οι συγγενείς του ασθενούς, διότι, σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη, υπάρχει μια συλλογικότητα στο θάνατο, δηλαδή υπεύθυνος για την πορεία της κατάστασής του δεν είναι μόνο ο ασθενής, αλλά και οι συγγενείς του. Έχουν κι αυτοί μερίδιο στην απόφαση για τα περαιτέρω και γι’ αυτό πρέπει να αποφασίζουν σύμφωνα με τα διδάγματα της ορθόδοξης πίστης. »(Τσομπανίδης, 2018).

Την ίδια γραμμή με την εκκλησία της Ελλαδος ακολουθεί και η Εκκλησία της Κύπρου.

Η θέση της Εκκλησίας είναι εναντίον της ευθανασίας.

«Γιατί ανάγει τη σχέση της ζωής, όχι προς τον άνθρωπο αλλά προς τον Θεό. Εκείνος τη δίνει εκείνος την παίρνει. Στη βάση του προβλήματος βρίσκεται ότι οι άνθρωποι θέτουν την ποιότητα ζωής πάνω από την αξία της. Η ζωή είναι αυτοαξία από μόνη της, έστω και αν έχει πόνο και θλίψη. Είναι μια αξία η ζωή, και το φαινόμενο της θλίψης κατά την Εκκλησία έχει το σκοπό του, να οδηγεί σε κάτι.

Η Εκκλησία τόνισε, δεν μπορεί ποτέ να συνεναίσει στην αφαίρεση ζωής. Είτε αυτό οφείλεται και στη θέση του ανθρώπου που θέλει να πεθάνει είτε σε αυτούς που θα διακόψουν την παροχή οξυγόνου ή να δώσουν κάποιο φάρμακο. Είναι αντίθετη προς την αφαίρεση ζωής η Εκκλησία.

Η ευθανασία αντιτίθεται με τη χριστιανική διδασκαλία. Ενώ ακούγεται ως ο «καλός θάνατος» από την ετυμολογία της λέξης ευ και θάνατος, όταν εξεταστεί σε βάθος δεν είναι ακριβώς έτσι Ο άνθρωπος δεν πρέπει να στοχεύει στην απαλλαγή από τον πόνο με το να θέσει τέρμα στη ζωή του αλλά ο πόνος έχει ένα βαθύτερο νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Για την Εκκλησία είναι χρόνος δοκιμασίας. Χρόνος που δίδεται στον άνθρωπο για να μετανοήσει και να αξιοποιήσει τη ζωή του ακριβώς σύμφωνα με τον στόχο που είναι η σωτηρία της ψυχής του». (Ιερά Σύνοδος Εκκλησίας της Κύπρου 2021)

Εξάλλου στο Σύνταγμα της Κύπρου στο άρθρο 218 του ποινικού κώδικα αναφέρει ότι η συνενοχή στην αυτοκτονία τιμωρείται με 10 έτη φυλάκιση.

Συνοψίζοντας η θέση της Εκκλησίας είναι ξεκάθαρη.

Ο άνθρωπος είναι η εικόνα του Θεού, ναι μεν αυτόνομος, αλλά μόνο σε σχέση με τον συνάνθρωπό του. Η ελευθερία του αφορά τις σχέσεις του στην κοινωνία. Η Εκκλησία την ευθανασία τη δέχεται από τον Θεό και όχι από τον ίδιο τον άνθρωπο. Η ζωή είναι υπέρτατο αγαθό είναι δώρο Θεού και μόνο Θεός δικαιούται να δώσει και να πάρει ζωή. Αντί να ψάχνουμε την εύκολη λύση για τους συνανθρώπους μας που υποφέρουν καλό είναι να ψάχνουμε σαν θεσμός πολιτεία αλλά και ως κοινωνία ανθρώπων λύσεις που να κάνουν πιο εύκολη την ζωή αυτών των ανθρώπων.

Η πολιτεία πρέπει να σταθεί αρωγός σε αυτή την ομάδα ατόμων όσο και των συγγενών τους με διάφορα κέντρα αποκατάστασης ,υποδομές που να μπορούν να βοηθήσουν αυτούς τους ανθρώπους στην χώρα μας , αγορά απαραίτητου εξοπλισμού , χώρους φιλοξενίας για τους συγγενείς τους ,καλύτερη ιατρική φροντίδα και φαρμακευτική αγωγή, οικονομική ενίσχυση καλύτερη εκμετάλλευση της τεχνολογίας και της προόδου.

Ζούμε σε μία μεταπτωτική κατάσταση. Η καθημερινότητα είναι δύσκολη , η ζωή είναι ανηφόρα και για κάποιο υγιή άνθρωπο οπότε δεν πρέπει να βρίσκουμε τον θάνατο ως λύση των προβλημάτων και των δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε .

Όλοι έχουμε δικαίωμα στη ζωή , όλοι έχουμε δικαίωμα να αγωνιζόμαστε και μπορούμε να αγωνιζόμαστε και για τους συνανθρώπους μας που λόγω κάποιας ατυχούς κατάστασης ,λόγω κάποιου ατυχήματος, λόγω κάποιας ατυχίας, υποφέρουν από διάφορα προβλήματα. Καταλαβαίνουμε τον ανθρώπινο πόνο όμως πρέπει να κατανοήσουμε πως και ο πόνος μας βοηθά να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και να δούμε το πραγματικό νόημα της υπάρξεώς μας και να αγωνιστούμε για την ψυχή μας.

Ο Θεός αγαπά το πλασμά του και δεν το εγκαταλείπει.

Αν ανατρέξουμε στο Άγιο Ευαγγέλιο θα δούμε σωρεία θαυμάτων από τον Κύριό μας που έδειχνε εμπράκτως την συμπόνια του για τους συνανθρώπους μας που υποφέρουν και μέσω των θαυμάτων και νεκρούς ανασταίνει και τυφλοί είδαν το φως τους και κατάκειτοι περπάτησαν και αμαρτωλοί σώθηκαν.

Ακόμα και στη σημερινή εποχή γινόμαστε μάρτυρες αναρίθμητων θαυμάτων που επιτελεί ο Θεός δια μέσου των Αγίων του . Οπότε να μην απελπιζόμαστε και να μετατραπούμε σε μια Κοινωνία σύγχρονου Κεάδα . Όλοι έχουμε δικαίωμα στην ζωή. Είναι πολλά τα παραδείγματα ανθρώπων οι οποίοι ενώ βρίσκονται σε πολύ άσχημη κατάσταση γίνονται μεγάλοι δημιουργοί . Ζούν , αγωνίζονται , δημιουργούν και προσφέρουν στην κοινωνία παρά τις σοβαρές τους αναπηρίες ,κινητικά και άλλα προβλήματα.

Οπότε να αποδεχόμαστε το θέλημα του Θεού αλλά και να έχουμε υπόψη μας ότι πιστεύουμε σε ένα Θεό που μπορεί και κάνει θαύματα .

Ανδρέας Ζάρος , Θεολόγος