Ο Γεώργιος Μιχαήλ γεννήθηκε στο χωριό Κισσόνεργα της επαρχίας Πάφου στις 26 Οκτωβρίου του 1939. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο Κισσόνεργας και όταν σκοτώθηκε, ήταν μαθητής στο Λύκειο Πάφου. Κατά το διάστημα των θερινών διακοπών εργαζόταν σε οικοδομικές εργασίες, συμβάλλοντας στα οικονομικά της οικογένειας του, ως ο μεγαλύτερος γιος.

Με την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ εντάχθηκε στις μαθητικές ομάδες του σχολείου του με τη συγκατάθεση και των γονιών του, οι οποίοι του συμπαραστέκονταν στη δράση του που συμπεριλάμβανε τη ρίψη φυλλαδίων και την ύψωση της Ελληνικής Σημαίας.

Ο Γεώργιος Μιχαήλ βοηθούσε το θείο του, που ήταν νεωκόρος στην εκκλησία του χωριού του. Από εκεί προμηθευόταν τις σημαίες τις οποίες ύψωνε τα βράδια. Οι Άγγλοι στρατιώτες, που έρχονταν να τις κατεβάσουν, δέχονταν το λιθοβολισμό των παιδιών και των γυναικών που τους περίμεναν.

Ήταν γεμάτος ενθουσιασμό και αυθορμητισμό και παρά το νεαρό της ηλικίας του, μόλις 16 ετών, μεταπήδησε στις ομάδες επιθέσεως της Οργάνωσης κατά των στρατιωτών με χειροβομβίδες, έχοντας υπεύθυνο του τον ήρωα Χρίστο Κέλη.

Στις 13 Μαρτίου 1956, στις δέκα το πρωί, επιτέθηκε με χειροβομβίδα στο χωριό του εναντίον στρατιωτικού αυτοκινήτου πλήρους στρατιωτών και προχώρησε απομακρυνόμενος. Δεύτερο στρατιωτικό αυτοκίνητο που περνούσε από εκεί σταμάτησε και ο Γιώργος γύρισε πίσω να δει τι γινόταν.

Έγινε αντιληπτός από τους στρατιώτες του δευτέρου οχήματος, οι οποίοι τον κυνήγησαν, άνοιξαν πυρ εναντίον του και τον σκότωσαν.

Ακολουθούν δύο στίχοι από το ποίημα που έγραψε ο έφηβος ήρωας της ΕΟΚΑ πριν περάσει στο πάνθεον των Αθανάτων:

Ορκίζομαι τουν’ τη στιγμή

Με πίστην και ανδρείαν

Να πολεμήσ’ ατρομητα

Για την ελευθερίαν

Όλο το γαίμαν που έχω ‘γώ

Με πίστην θα το χύσω

Για την Ελλάδα την γλυκειάν

Μια στάλα δεν θ’αφήσω