Προχωρούμε με σθένος και επιμονή. Ανυποχώρητοι, χωρίς αμφιβολίες για το ποιοι είμαστε και τι πρεσβεύουμε. Επιμένουμε ότι το εθνικό μας θέμα δεν πρόκειται να επιλυθεί με «επίδειξη συνεχούς καλής θελήσεως και διπλωματικών ελιγμών», ξέρουμε καλά, όπως και όσοι κυβέρνησαν αυτό τον τόπο από το 1974 και μετά, ότι η Τουρκία και οι τ.κ «αδελφοί» μας δεν πρόκειται να παραχωρήσουν ούτε σπιθαμή από την κατακτημένη γη μας.

Το ερώτημα τώρα που προκύπτει, αυτονόητο. Αφού ξέρουμε γιατί επιμένουμε; Εφόσον γνωρίζουμε όλοι μας, γιατί πιστεύουμε πως κάτι θα μπορούσε να αλλάξει; Η απάντηση τραγική και συνυφασμένη με τον διαχρονικό ενδοτισμό που μας επέβαλαν οι «άσπονδοι φίλοι μας».

Αυτό που θα διατυπώσω πιο κάτω, δυστυχώς δεν μπορεί να απευθυνθεί στην πλειοψηφία των συμπατριωτών μας.

Η επικαλούμενη «Στρατηγική Καλής Θελήσεως» δεν μπορεί να εφαρμοστεί  σε θέματα που αφορούν πλέον την ίδια την επιβίωση εμάς και των παιδιών μας στην ημικατεχόμενη μας πατρίδα.

Δεν είναι οι πολιτικές του καλού παιδιού και καλής δήθεν θελήσεως΄  διαπραγμάτευση, ούτε η τακτική διπλωματία που μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα. Δοκιμασμένη αποτυχία είναι και το γνωρίζουμε.

Η αναμονή ατελείωτη. Οι προσδοκίες και οι δήθεν οραματισμοί προς  οποιαδήποτε λύση  Δ.Δ.Ο πάλι εξέπνευσαν και άφησαν πίσω τους την γύμνια και τους ευσεβοποθισμούς αυτών που πίστεψαν στον τούρκο κατακτητή και έγιναν οικτρώς εντολοδόχοι έως πρεσβευτές του.

Τι εναλλακτική έχεις εσύ, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος στην διαπίστωση αυτή; ποιος νομίζεις ότι είσαι και θες να αλλάξουμε στόχους και διαχρονικές προοπτικές;

Η απάντηση πιο κάτω είμαι σίγουρος ότι θα θεωρηθεί «ασύστολα προκλητική και ουτοπική» για κάποιους πολιτικά ορθολογιστές και όπως είπαμε πιο πάνω «λογικά πλειοψηφίσαντες».

Ειμαι πρόσφυγας. Εκδιώχθηκα και ξεριζώθηκα από  το χωριό μου, το σπίτι  μου, τον Αύγουστο του 1974 κρατώντας σφικτά στην παλάσκα μου μόνο  μια μικρή αλλαξιά ρούχα. Με την μάνα και τον αδερφό  μου χέρι – χέρι και την «ψυχή στο στόμα», πήγαμε  στο σπίτι της γιαγιάς για να σωθούμε από τους τούρκους εισβολείς. Άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί, αντίκρυσαν τον θάνατο και τον τρόμο κατάματα.

Ερχόμενος στο σήμερα και θυμούμενος ακόμα τις τραγικές εκείνες ώρες, έρχεται η αμφιβολία και η αναγνώριση από μέρους μου πως δεν έπρεπε να φύγω. Ήμουνα 4 χρόνων. Ακόμα το μετανιώνω. Άλλοι συγχωριανοί συγγενείς και συμπατριώτες το έπραξαν. Δεν έφυγαν. Έμειναν εκεί και πολέμησαν! Τώρα δικαιολογημένα  θα πει κάποιος. Τεσσάρων χρόνων; μας κοροϊδεύεις; δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα! Ήσουν μικρός και ανήμπορος να κάνεις κάτι. Εγώ όμως σήμερα έτσι νιώθω. Μετανιωμένος! Σήμερα, αύριο και χθες… Έφυγα χωρίς να κάνω τίποτα! Έστω και αν ήμουν μικρός, έστω και αν δεν μπορούσε καν να περάσει από το μυαλό μου εκείνη την στιγμή πως κάτι θα έκανα.

Είναι και κάτι άλλο όμως που πρέπει να πω για μένα. Μια συνυφασμένη με το σήμερα επίσης τραγική  διαπίστωση για χάρη της αλήθειας. Πέρασαν 49 χρόνια από τότε και ακόμα δεν πέρασα από κανένα οδόφραγμα για να πάω να δω το σπίτι μου. Δεν πήγα στα κατεχόμενα πάτρια εδάφη μου, δεν πήγα στο χωριό μου, στο εποικισμένο σπίτι μου και δεν πρόκειται να το πράξω. Δεν μπορώ να δώσω διαπιστευτήρια στον τούρκο «αστυνομικό» και να του δείξω την ταυτότητα μου.

Γι’ αυτό μετανιώνω που δεν έμεινα εκείνη την μέρα εκεί που έπρεπε! Να περιμένω τον εισβολέα στο σπίτι μου, στην πατρίδα μου, στην ψυχή μου, να έρθει και να τον αντιμετωπίσω στα ίσα! Και ας πέθαινα.

Σήμερα πάλι δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ούτε καν να περιμένω πως κάτι θα αλλάξει. Ξέρετε όμως εσείς. Όσοι θα διαβάζετε τώρα αυτό το «απαισιόδοξο» κείμενο κατάθεσης μου. Ξέρετε γιατί το λέω.

Ίσως κάποιοι με χαρακτηρίσουν μεμψίμοιρο, δειλό, άβουλο συμπατριώτη τους. Σας εκλιπαρώ και σας ικετεύω να μην τολμήσετε να με πιστέψετε, ότι δηλαδή τίποτα δεν μπορεί να γίνει πια. Μην πέσετε ποτέ στον ίδιο λάκκο που έπεσαν οι πλείστοι συμπατριώτες μας. Μην αφεθείτε στην δίνη της μοίρας που μας καθόρισαν οι άβουλοι, οι δειλοί, οι ανιστόρητοι. Μην πιστέψετε ποτέ ότι δεν θα έρθει εκείνη η Άγια ώρα που θα επιστρέψουμε στην τουρκοπατημένη γη μας. Μην πιστέψετε ποτέ ότι εκείνη η Άγια ώρα θα αργήσει. Δεν θα αργήσει. Γιατί εμείς οι λίγοι που δεν αλωθήκαμε ακόμα, τρεφόμαστε από κάποιες δοξασμένες ηρωικές αναμνήσεις και θα υπάρχουμε για πάντα, γιατί κάποιοι αλησμόνητοι θα μας θυμίζουν και θα μας οδηγούν στο χρέος της τιμής που έχουμε να επιτελέσουμε!

Αυτή είναι η απάντηση του τι πρέπει να γίνει για να επιστρέψουμε πίσω στα χωριά μας, στην γη μας την κουρσεμένη. Δεν χωράει πια η διπλωματία και η καλή θέληση υποταγής σε τετελεσμένα. Δεν χωράει στις ψυχές όλων όσων απέμειναν και αγωνίζονται ακόμα. Δεν χωράει στο μυαλό κάποιων, έστω αυτών των «λίγων» πως τελειώσαμε με την περηφάνεια και την αξιοπρέπεια μας. Δεν επιτρέπεται  Ως Έλληνες της Κύπρου που έχουν ιερές αναμνήσεις και παρακαταθήκες από την προγονική γη και ιστορία μας, ξέρουμε και επιβάλλεται να διεκδικούμε και θα διεκδικήσουμε.

Όσο για το μικρό εκείνο παραλογισμένο προσφυγόπουλο των τεσσάρων ετών που σήμερα συνεχίζει να ονειρεύεται, είμαι σίγουρος πως αυτοί οι «πραγματιστές διπλωματικοί υπάλληλοι» που νομίζουν ότι ξεμπέρδεψαν με αυτό, και  τις παράλογες, ανέφικτες ελπίδες του, θα εκπλαγούν δυσάρεστα όταν διαπιστώσουν πως υπάρχουν αρκετοί σαν αυτό που περιμένουν το προαιώνιο κάλεσμα των ανυπότακτων ψυχών του παρελθόντος.

Καλό, εύψυχο και θαρρετό νέο έτος με πίστη αλώβητη και με ψυχή αδημονούσα για αυτή την πανώρια κόρη.

«Θρασείς» οραματισμοί ενός «ακραίου» ΕΛΑΜίτη που απλά επιθυμεί ελευθερία της Πατρίδας του… Που επιθυμεί απελευθέρωση, πιστεύει στην διεκδίκηση και δεν αρέσκεται στην ηττοπάθεια!

Πέτρος Κουντουρέσιης Αναπληρωτής Πρόεδρος Ε.ΛΑ.Μ.