Με έγγραφο εργασίας της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που υπογράφεται από το μέλος της Επιτροπής, Ιταλό ευρωβουλευτή της Συμμαχίας των Φιλελευθέρων και Δημοκρατών στην Ευρώπη, Νικολό Ρινάλντι, προωθείται η άμεση απελευθέρωση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της ΕΕ και της τουρκο”κυπριακής” κοινότητας.   Το έγγραφο επικεντρώνεται στην ευρισκόμενη εν ατονία πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου της ΕΕ, για τους ειδικούς όρους έναρξης εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενωσης και της τουρκο”κυπριακής” κοινότητας και ο εισηγητής προτείνει μία σειρά αλλαγές για τη διευκόλυνση του εμπορίου με τα κατεχόμενα.   Υποστηρίζει, συγκεκριμένα, ότι ο σχετικός κανονισμός δεν θα πρέπει να ονομάζεται “Κανονισμός για το απευθείας εμπόριο” διότι, όπως συμπεραίνει, είναι παραπλανητικός και δημιουργεί αντιπαραθέσεις, καθώς, όπως τονίζει ο εισηγητής, δίνει την εντύπωση ότι στόχος του είναι η εξουσιοδότηση διαφορετικών αρχών. Η εναλλακτική ονομασία που προτείνει ο Ιταλός ευρωβουλευτής είναι “Προσωρινές-μεταβατικές διατάξεις για τη διευκόλυνση του εμπορίου με το Βόρειο Τμήμα της Κύπρου”. Υποστηρίζει δε ότι, πρέπει να δημιουργηθεί ένας εποπτικός φορέας, επιφορτισμένος με τις εμπορικές συναλλαγές με το “Βόρειο Τμήμα της Κύπρου”, που, κατά τον Νικολό Ρινάλντι, θα πρέπει να απαρτίζεται από εκπροσώπους της ΕΕ και εκπροσώπους της τουρκο”κυπριακής” κοινότητας, όχι από μέλη της “κυβέρνησης” τους, αλλά από αντιπροσώπους του τουρκο”κυπριακού” “Εμπορικού Επιμελητηρίου”.   Σ` αυτό το σημείο ο εισηγητής σημειώνει ότι στη σχετική πρόταση της Κομισιόν και στα άρθρα 2 και 5 του κανονισμού, προβλέπεται ήδη η δυνατότητα χορήγησης αδειών από το Τουρκο”κυπριακό” “Εμπορικό Επιμελητήριο” ή από άλλο φορέα, δεόντως εξουσιοδοτημένο από την Επιτροπή.   Ο εισηγητής, βέβαια, διευκρινίζει ότι ο μοναδικός νόμιμος αντιπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η Κυβέρνηση της Κύπρου, αλλά συμμερίζεται την άποψη των “πολιτών” της “Βόρειας Κύπρου”, οι οποίοι εξακολουθούν να μην διαθέτουν αποτελεσματικό μέσο συναλλαγής με τον έξω κόσμο είναι πολίτες και ψηφοφόροι της ΕΕ και συνεπώς πρέπει να δικαιούνται να εκφράζουν τη γνώμη τους για ζητήματα που αφορούν την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς εμπορίου.   Ακολουθεί το πλήρες Έγγραφο Εργασίας της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του Ευρωκοινοβουλίου:   ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τους ειδικούς όρους εμπορικών συναλλαγών με τις περιοχές της Κυπριακής 2ημοκρατίας στις οποίες η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί ουσιαστικό έλεγχο. Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου Εισηγητής: Niccolo Rinaldi,Ομάδα της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη   1. Ιστορικό Η Κύπρος είναι de facto διαιρεμένη μεταξύ του βορείου τμήματος, το οποίο απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από Τουρκοκύπριους, και του νοτίου τμήματος, το οποίο απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από Ελληνοκύπριους. Στις 24 Απριλίου 2004, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, έλαβαν χώρα δύο ξεχωριστά δημοψηφίσματα στο βόρειο και στο νότιο τμήμα της νήσου σχετικά με ένα σχέδιο για την εγκαθίδρυση ομοσπονδιακής κυβέρνησης για ολόκληρη την Κύπρο. Λόγω του αποτελέσματος των δημοψηφισμάτων, το σχέδιο δεν στάθηκε δυνατόν να υλοποιηθεί. Εντούτοις, δύο ημέρες μετά τα δημοψηφίσματα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέφρασε την επιθυμία του να ενθαρρύνει την οικονομική ανάπτυξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Λίγο πριν από την επίσημη προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, στις 29 Απριλίου 2004, το Συμβούλιο ενέκρινε τον κανονισμό για την Πράσινη Γραμμή, ο οποίος είχε ως στόχο τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας προσώπων, αγαθών και υπηρεσιών από το βόρειο στο νότιο τμήμα της νήσου.   Την 1η Μαΐου 2004, η Κυπριακή Δημοκρατία προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρότι προσχώρησε στην Ένωση ολόκληρη η νήσος, δυνάμει του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου 10 της Συνθήκης Προσχώρησης: «Η εφαρμογή του κεκτημένου αναστέλλεται στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις οποίες η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί ουσιαστικό έλεγχο». Αυτό σημαίνει ότι το κοινοτικό κεκτημένο δεν εφαρμόζεται στο βόρειο τμήμα της νήσου. Στις 7 Ιουλίου 2004, προκειμένου να δώσει συγκεκριμένη έκφραση στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και να συμπληρώσει τον κανονισμό για την Πράσινη Γραμμή, η Επιτροπή δημιούργησε δύο νέα μέσα για την εφαρμογή της εν λόγω δέσμευσης στην πράξη: τον κανονισμό χρηματοδοτικής ενίσχυσης και την πρόταση (COM (2004) 0466) για τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της Βόρειας Κύπρου και της τελωνειακής επικράτειας της ΕΕ, που είναι γνωστή ως ο κανονισμός για το απευθείας εμπόριο. Η πρόταση της Επιτροπής βασίστηκε στο άρθρο 133 της Συνθήκης (το οποίο είναι πλέον το άρθρο 207) που διέπει το εξωτερικό εμπόριο. Το Συμβούλιο αμφισβήτησε τη νομική βάση και υποστήριξε ότι η ορθή βάση θα ήταν το άρθρο 1 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 10 της Πράξης Προσχώρησης, το οποίο αναφέρει ότι:   2. Το Συμβούλιο, ενεργώντας ομόφωνα βάσει πρότασης της Επιτροπής, αποφασίζει την άρση της αναστολής που αναφέρεται στην παράγραφο 1.   Η Επιτροπή επιβεβαίωσε εκ νέου ότι προσέφυγε στο άρθρο για το εμπόριο ισχυριζόμενη ότι παρότι “την 1η Μαΐου 2004, η Κύπρος κατέστη κράτος μέλος ως προς το σύνολο της επικράτειάς της”, εντούτοις «η εφαρμογή του κεκτημένου αναστέλλεται στις περιοχές, οι οποίες δεν βρίσκονται υπό τον ουσιαστικό έλεγχο της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας («οι περιοχές») σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου 10 της Πράξης Προσχώρησης. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας, ο οποίος προσδιορίζει το τελωνειακό έδαφος της ΕΚ, δεν εφαρμόζεται στις περιοχές. Κατά συνέπεια, το εμπόριο με τις περιοχές βασίζεται στους κανόνες που εφαρμόζονται στις τρίτες χώρες.» Λόγω της αδυναμίας συμβιβασμού των θέσεων της Επιτροπής και του Συμβουλίου, δεν έχει DTB3171EL.doc 3/7 PE530.081v01-00 EL επιτευχθεί πρόοδος στον κανονισμό για το απευθείας εμπόριο. Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, η Επιτροπή επέλεξε να υποβάλει εκ νέου τον κανονισμό για το απευθείας εμπόριο σε ψηφοφορία στο πλαίσιο μιας γενικής ανακοίνωσης ευθυγράμμισης (COM (2009) 0665), δυνάμει του άρθρου 207 και της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας. Δυνάμει του άρθρου 207, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα ήταν συννομοθέτες και ο φάκελος θα υποβαλλόταν σε ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο. Δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 2 του Πρωτοκόλλου Προσχώρησης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν θα διαδραμάτιζε κανένα ρόλο και ο φάκελος θα υποβαλλόταν σε ψηφοφορία με ομοφωνία στο Συμβούλιο.   Την 1η Μαρτίου 2010, το Κοινοβούλιο έλαβε την επίσημη αίτηση γνωμοδότησης για την πρόταση και την παρέπεμψε στην Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου (Επιτροπή INTA), που είναι η αρμόδια επιτροπή. Διορίστηκα ως εισηγητής της INTA για τον εν λόγω φάκελο. Λόγω της ευαισθησίας που περιβάλλει το φάκελο, οι Συντονιστές της INTA αποφάσισαν να ζητήσουν από τη Διάσκεψη των Προέδρων να εξετάσει τις πολιτικές επιπτώσεις του φακέλου. Η Διάσκεψη των Προέδρων ζήτησε τη νομική γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας του Κοινοβουλίου σχετικά με την κατάλληλη νομική βάση. Η νομική υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξέφρασε τη γνώμη ότι το άρθρο 1 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 10 για την Κύπρο της συνθήκης προσχώρησης του Απριλίου του 2003 ήταν η κατάλληλη νομική βάση.   Στις 18 Οκτωβρίου 2010 η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία αποφάσισε με ίδια πρωτοβουλία να αναλύσει τη νομική βάση, συμφώνησε με το σκεπτικό και το συμπέρασμα της γνωμοδότησης της νομικής υπηρεσίας του Κοινοβουλίου.   Κατά συνέπεια, το αδιέξοδο μεταξύ των θεσμικών οργάνων σχετικά με τον τρόπο χειρισμού αυτού του φακέλου παραμένει. Η ίδια η πρόταση παραχωρεί προτιμησιακό καθεστώς σε ορισμένα αγροτικά προϊόντα που εισέρχονται στην τελωνειακή επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό τη μορφή ετήσιων δασμολογικών ποσοστώσεων. Για τη θέσπιση του εν λόγω καθεστώτος, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύστημα αδειοδότησης, στο πλαίσιο του οποίου ένας εξουσιοδοτημένος φορέας, ο οποίος θα μπορούσε να είναι το Τουρκοκυπριακό Εμπορικό Επιμελητήριο ή άλλος δεόντως εξουσιοδοτημένος φορέας, θα πρέπει να εκτελεί ορισμένα καθήκοντα, όπως η διεξαγωγή ελέγχων, η έκδοση των αναγκαίων εγγράφων και πιστοποιητικών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων καταγωγής, και η επικοινωνία με την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση της Κύπρου αντιτίθεται στην πρόταση της Επιτροπής ισχυριζόμενη ότι θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση του βορείου τμήματος της Κύπρου. Η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα αυτό, υποστηρίζοντας ότι η ΕΕ εκτελεί εμπορικές συναλλαγές με άλλες επικράτειες που αποτελούν μέρος της ΕΕ αλλά όχι της τελωνειακής ένωσης, όπως το Γιβραλτάρ, η Ceuta και η Melilla.   2. Πρόσφατες εξελίξεις Σε πολιτικό επίπεδο, οι διαπραγματεύσεις για την εξεύρεση μιας λύσης στο κυπριακό πρόβλημα τελούν υπό εξέλιξη για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι ελπίδες για την εξεύρεση λύσης αναπτερώθηκαν έπειτα από συνάντηση μεταξύ του κ. Νίκου Αναστασιάδη, αρχηγού της ελληνοκυπριακής κοινότητας και του κ. Dervis Eroglu, αρχηγού της τουρκοκυπριακής κοινότητας, στις 11 Φεβρουαρίου 2014, στην οποία συμφώνησαν να ξεκινήσουν εκ νέου τις διαπραγματεύσεις1. Εξέδωσαν από κοινού δήλωση, στην οποία ανέφεραν ότι: «Η τρέχουσα κατάσταση είναι απαράδεκτη και η τυχόν παράτασή της θα έχει αρνητικές συνέπειες για τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Οι αρχηγοί δήλωσαν ότι η διευθέτηση του προβλήματος θα είχε θετικό αντίκτυπο σε ολόκληρη την περιοχή, επιφέροντας οφέλη πρωτίστως για τους Τουρκοκύπριους και τους Ελληνοκύπριους, με σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, καθώς και στη διακριτή ταυτότητα και ακεραιότητα της κάθε πλευράς και διασφαλίζοντας το κοινό τους μέλλον σε μια ενωμένη Κύπρο στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Επιπλέον, ο Πρωθυπουργός Σαμαράς από την Ελλάδα, η οποία έχει την προεδρία της ΕΕ μέχρι και τις 30 Ιουνίου 2014, δήλωσε ότι το ζήτημα της Κύπρου είναι το κυριότερο εθνικό ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας και ότι οι συνεχείς διασκέψεις με την Κυπριακή Δημοκρατία αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της   β. 2 Συνεπώς, υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία ότι, δεδομένης της νέας προθυμίας των δύο πλευρών για την επίτευξη μιας διευθέτησης, μπορεί να συντελεστεί πρόοδος στο ζήτημα αυτό. Η Τουρκία, η προσχώρηση της οποίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται από την εξεύρεση ικανοποιητικής λύσης στο πρόβλημα, εξέφρασε επίσης την ικανοποίησή της για την εκ νέου έναρξη των συζητήσεων.   Από οικονομικής άποψης, το βόρειο τμήμα της Κύπρου βρίσκεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση από το νότιο, καθώς δεν δύναται να συναλλάσσεται με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το εισόδημα των Τουρκοκύπριων είναι το ήμισυ του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ελληνοκύπριων και η οικονομία τους αντιστοιχεί μόλις στο ένα δέκατο της ελληνοκυπριακής οικονομίας. Συνεπώς, ο κανονισμός για το απευθείας εμπόριο θα συνεπαγόταν σημαντικά οικονομικά πλεονεκτήματα για το βόρειο τμήμα της νήσου, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητά του και περιορίζοντας την εξάρτησή του από υπερπόντιες ενισχύσεις (βλ. στοιχείο 2 κατωτέρω για τα συναφή στατιστικά στοιχεία).   3. Πολιτικές ευαισθησίες Ο εισηγητής έχει πλήρη συνείδηση των πολιτικών ευαισθησιών που περιβάλλουν τον εν λόγω φάκελο, οι οποίες έχουν οδηγήσει στο πάγωμά του για 10 έτη. Παρότι γνωρίζουμε την ιστορία και το παρελθόν, πρέπει επίσης να είμαστε ρεαλιστές και να προσπαθήσουμε να σημειώσουμε πρόοδο στο ζήτημα αυτό. Πιο συγκεκριμένα, ο εισηγητής επιθυμεί να διευκρινίσει εξαρχής ότι ο μοναδικός νόμιμος αντιπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπλέον, ο κανονισμός δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπονομεύει την εξουσία της κυπριακής κυβέρνησης όσον αφορά την επανένωση ολόκληρης της νήσου. Ωστόσο, ο εισηγητής συμμερίζεται την άποψη των πολιτών της Βόρειας Κύπρου, οι οποίοι εξακολουθούν να μην διαθέτουν αποτελεσματικό μέσο συναλλαγής με τον έξω κόσμο. “Eίναι πολίτες και ψηφοφόροι της ΕΕ και συνεπώς πρέπει να δικαιούνται να εκφράζουν τη γνώμη τους για ζητήματα που αφορούν την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς εμπορίου.    4. Σχετικά με τον κανονισμό καθεαυτό Ο εισηγητής εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόταση της Επιτροπής (COM(2004) 0466 τελικό), που αποτελεί βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Εντούτοις, προκειμένου να μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη, λόγω του πολύ ιδιαίτερου πολιτικού περιβάλλοντος, ορισμένες πτυχές του πρέπει να τροποποιηθούν. Δεδομένης αυτής της ανάγκης, ο εισηγητής προτείνει ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές στον κανονισμό, και συγκεκριμένα:   Α. Αλλαγή του τίτλου του κανονισμού Ο κανονισμός δεν πρέπει να ονομάζεται α:“κανονισμός για το απευθείας εμπόριο” β: ο τίτλος είναι παραπλανητικός και δημιουργεί αντιπαραθέσεις, καθώς δίνει την εντύπωση ότι στόχος του κανονισμού είναι η εξουσιοδότηση διαφορετικών αρχών, κάτι που δεν ισχύει. Ως καταλληλότερος τίτλος προτείνεται: Προσωρινές/μεταβατικές διατάξεις για τη διευκόλυνση του εμπορίου για το βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο ειδικός και μη μόνιμος, αλλά προσωρινός/μεταβατικός χαρακτήρας του μέσου πρέπει να επισημανθεί.   Β. Δημιουργία ενός εποπτικού φορέα επιφορτισμένου με την ευθύνη για τις εμπορικές συναλλαγές με το βόρειο τμήμα της Κύπρου και με την υλοποίηση του παρόντος κανονισμού Ο εν λόγω εποπτικός φορέας πρέπει να απαρτίζεται από κοινού από αντιπροσώπους της ΕΕ και αντιπροσώπους της Κοινότητας της Βόρειας Κύπρου – όχι από μέλη της α, “κυβέρνησής τους”, β, αλλά από αντιπροσώπους του Εμπορικού Επιμελητηρίου. Στην πρόταση της Επιτροπής, τα άρθρα 2 και 5 του κανονισμού προβλέπουν ήδη τη δυνατότητα χορήγησης αδειών από το Τουρκοκυπριακό Εμπορικό Επιμελητήριο ή από άλλο φορέα, δεόντως εξουσιοδοτημένο από την Επιτροπή.   Η πρόταση του εισηγητή είναι να παραχωρηθεί η εξουσία στο συγκεκριμένο φορέα, ο οποίος θα απαρτίζεται από κοινού από αντιπροσώπους της ΕΕ και αντιπροσώπους του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Βόρειας Κύπρου.   Γ. Ρήτρα παύσης ισχύος Πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού, η Επιτροπή πρέπει να καταρτίσει μια εκ των υστέρων εκτίμηση των επιπτώσεων σχετικά με την εφαρμογή του και θα πρέπει να κινηθεί νέα συνήθης νομοθετική διαδικασία για την ανανέωση του κανονισμού. Η ιδέα πίσω από την πρόταση αυτή είναι σαφής: ας το δοκιμάσουμε και, εάν δεν λειτουργεί, θα λήξει σε πέντε έτη.   Στόχος του κανονισμού είναι επίσης η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ του βόρειου και του νότιου τμήματος της Κύπρου Ο οικονομικός αντίκτυπος του κανονισμού για την Πράσινη Γραμμή εξακολουθεί να είναι περιορισμένος. Το 2012, η αξία των εμπορικών συναλλαγών διαμέσου της Γραμμής ήταν τρεις φορές χαμηλότερη από το 2011. Αυτή η έντονη πτώση οφείλεται στο γεγονός ότι η πώληση ηλεκτρικής ενέργειας από το βόρειο τμήμα της Κύπρου στις περιοχές που ελέγχονται από την κυβέρνηση, που είχε συμφωνηθεί τον Ιούλιο του 2011, διακόπηκε το Μάρτιο του 2012. Χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας, οι συνήθεις εμπορικές συναλλαγές διαμέσου της Πράσινης Γραμμής μειώθηκαν σημαντικά και για τέταρτη συνεχή χρονιά από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού για την Πράσινη Γραμμή το 2004 (πτώση 17% από 4.827.454 ευρώ το 2011 σε 4.040.018 ευρώ το 2012), εν μέρει λόγω της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τα προϊόντα με τον υψηλότερο όγκο συναλλαγών, εκτός από την ηλεκτρική ενέργεια, ήταν πλαστικά προϊόντα, κατασκευαστικά υλικά, προϊόντα πετρωμάτων και νωπά ψάρια. Η συνολική κλίμακα των εμπορικών συναλλαγών παραμένει περιορισμένη, PE530.081v01-00 6/7 DTB3171EL.doc EL ιδίως λόγω του περιορισμένου πεδίου εφαρμογής του ίδιου του κανονισμού 3. Οι συναλλαγές των Τουρκοκύπριων με τις χώρες της ΕΕ αντιπροσώπευαν το 77,5% των συνολικών εξαγωγών το 1980, ενώ το 2006 ανέρχονταν μόλις στο 14,8%, παρά τον κανονισμό για την Πράσινη Γραμμή και τη σημαντική διεύρυνση της ΕΕ. Στα τέλη του 2008, η Πράσινη Γραμμή αντιπροσώπευε ακόμα μόλις 12% του συνολικού διεθνούς εμπορίου.     Γενικές παρατηρήσεις Είναι σαφές ότι και οι δύο κοινότητες έχουν ζημιωθεί από τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα, η οποία επιδεινώθηκε περαιτέρω από την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τις οικονομικές τους δυνατότητες σε μια διαιρεμένη, οικονομικά περιορισμένη και στρατιωτικοποιημένη νήσο με αβέβαιο μέλλον. Περισσότεροι από 200.000 Κύπριοι είναι ακόμα εκτοπισμένοι εντός της νήσου. Η συνεχιζόμενη διαμάχη στην Κύπρο, που είναι το τελευταίο εναπομένον τείχος στην ΕΕ, ζημιώνει σοβαρά τη σταθερότητα ολόκληρης της περιοχής. Το γεγονός ότι τα οφέλη της συμμετοχής στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών συναλλαγών, δεν ισχύουν ακόμα για τους πολίτες της Βόρειας Κύπρου, ισοδυναμεί με αθέτηση της υπόσχεσης της ΕΕ.   Η ΕΕ έχει διαθέσει περίπου 20 εκατομμύρια ευρώ στην τουρκοκυπριακή κοινότητα προκειμένου να «προσαρμοστεί στη νομοθεσία της ΕΕ με την πάροδο του χρόνου και να συναλλάσσεται ευκολότερα με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ».   Παρότι ο εισηγητής αντιλαμβάνεται τις νομικές και πολιτικές ευαισθησίες που περιβάλλουν την υπόθεση αυτή, η Επιτροπή δεν έχει ασκήσει πιέσεις για την επίτευξη προόδου σε αυτό το φάκελο, ούτε τον έχει αποσύρει κατά τη διάρκεια των διαφόρων διαδικασιών νομοθετικής εκκαθάρισης που έλαβαν χώρα τα τελευταία έτη, οδηγώντας έτσι την πρόταση σε μια παρατεταμένη κατάσταση αναμονής. Φέτος είναι η 50ή επέτειος της θέσης του κυπριακού ζητήματος στην ημερήσια διάταξη του ΟΗΕ. Ο εισηγητής είναι συγκρατημένα αισιόδοξος λόγω των πρόσφατων συζητήσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων, οι οποίες οδήγησαν στην κοινή δήλωση της 11ης Φεβρουαρίου 2014. Εάν αυτές οι πρόσφατες εξελίξεις οδηγήσουν σε διευθέτηση, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορέσει να αντιδράσει άμεσα προκειμένου να διασφαλίσει την υλοποίηση του απευθείας εμπορίου με τη Βόρεια Κύπρο, μεταξύ άλλων με τους ακόλουθους τρόπους: να εξετάσει ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για την εφαρμογή των διατάξεων των συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών της ΕΕ στην περιοχή, ποιο είδος τεχνικής και οικονομικής ενίσχυσης θα ήταν απαραίτητο προκειμένου να μπορεί η Βόρεια Κύπρος να συμμετέχει στο εμπορικό μέρος του κοινοτικού κεκτημένου και με ποιον τρόπο πρέπει να διασφαλιστεί η συμμετοχή των Τουρκοκύπριων στις υπό εξέλιξη εμπορικές διαπραγματεύσεις. Εντούτοις, δεν μπορούμε να προκρίνουμε το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων και εν τω μεταξύ το έργο πρέπει να συνεχιστεί. Ο εισηγητής πιστεύει ότι τυχόν απόφαση της Επιτροπής να αποσύρει την πρόταση θα ήταν πρόωρη σε αυτό το στάδιο και ότι, αντιθέτως, οι προσπάθειες πρέπει να εστιάσουν στον τερματισμό του αδιεξόδου, δεδομένων των πολύ συγκεκριμένων και άμεσων πλεονεκτημάτων που θα συνεπαγόταν το απευθείας εμπόριο. Ο εισηγητής είναι πρόθυμος να εργαστεί εποικοδομητικά για την προώθηση του διαλόγου σχετικά με το ζήτημα αυτό, με στόχο να διασφαλιστεί ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα μπορεί να δρέψει τα οφέλη του εμπορικού καθεστώτος της ΕΕ με τον ίδιο τρόπο που είχε τη δυνατότητα να το πράξει και η ελληνοκυπριακή κοινότητα.   ΠΗΓΗ