Άγιος της Χριστιανικής Εκκλησίας, που μαρτύρησε για την πίστη του επί αυτοκράτορος Διοκλητιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Ιουλίου.

Ο Προκόπιος γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ από γονείς Εθνικούς (ειδωλολάτρες). Επί αυτοκράτορος Διοκλητιανού (284-305) διορίσθηκε Δούκας της Αλεξανδρείας με τη μεσολάβηση της μητέρας του Θεοδότης. Το βασικό καθήκον που του ανατέθηκε ήταν ο διωγμός των χριστιανών.

Καθ’ οδόν προς την Αλεξάνδρεια, ο Προκόπιος είδε όραμα σταυρού και μία φωνή να του λέει: «Εγώ είμαι ο εσταυρωμένος Ιησούς ο του Θεού υιός». Ο Προκόπιος μετά το όραμα διέκοψε το ταξίδι του και μέσω Σκυθούπολης επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, όπου άρχισε να κηρύττει το Χριστό.

Όμως, η μητέρα του τον κατήγγειλε στον ηγεμόνα της Καισάρειας Ούλκιο, ενώπιον του οποίου ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό. Ο Ούλκιος, αφού τον βασάνισε, διέταξε να τον οδηγήσουν στον ειδωλολατρικό ναό για να προσφέρει θυσίες.

Ο Προκόπιος με θερμή προσευχή γκρέμισε τον ναό και από το θαύμα αυτό πίστεψαν στον Χριστό η μητέρα του Θεοδότη, οι στρατιώτες που τον βασάνισαν, οι τριβούνοι Νικόστρατος και Αντίοχος, καθώς και 12 γυναίκες συγκλητικών. Όλοι οι ανωτέρω, εκτός του Προκόπιου, αποκεφαλίστηκαν με διαταγή του Ούλκιου.

Μετά τον θάνατο του Ούλκιου ήλθε και η σειρά του Προκόπιου, ο οποίος αποκεφαλίστηκε με διαταγή του νέου ηγεμόνα της Καισάρειας Φλαβιανού στις 8 Ιουλίου του 303.

Απολυτίκιο:

«Αγρευθείς ουρανόθεν προς την ευσέβειαν, κατηκολούθησας χαίρων ώσπερ ο Παύλος Χριστώ, των Μαρτύρων καλλονή Μάρτυς Προκόπιε, όθεν δυνάμει του Σταυρού, αριστεύσας ευκλεώς, κατήσχυνας τον Βελίαρ, ου της κακίας άτρωτους, σώζε τους πόθω σε γεραίροντας».