Το Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο (Ε.ΛΑ.Μ.) παρευρέθηκε το πρωί της Κυριακής στη κοινότητα Σπηλιών της Επαρχίας Λευκωσίας, όπου τίμησε τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ που άφησαν την τελευταία τους πνοή στην φονική έκρηξη στο Κούρδαλι κατά τον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ.

Στο μνημείο των τεσσάρων ηρώων στο κέντρο των Σπηλιών, στεφάνι εκ μέρους του Προέδρου του ΕΛΑΜ κατέθεσε ο Υπεύθυνος Ομάδας Πρωτοβουλίας Τροόδους, Στέλιος Στυλιανού.

Οι ήρωες ΔΕΝ πέθαναν για την ομοσπονδία!

Ήταν 20 Ιουνίου του 1958, όταν γράφτηκε ακόμα μια δραματική ιστορία στις ένδοξες σελίδες του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ στη Κύπρο. Οι τέσσερις ήρωες αυτή τη φορά ήταν, ο Ανδρέας Πατσαλίδης 28 χρονών, από τα Καννάβια, ο Αλέκος Κωνσταντίνου 23 χρονών, από το Βαρώσι (γεννήθηκε στην Κακοπετριά), ο Κώστας Αναξαγόρου 27 χρονών, από τα Σπήλια και ο Παναγιώτης Γεωργιάδης 30 χρονών, από τα Λειβάδια Πιτσιλιάς. Εκείνη την ημέρα, οι τέσσερις αγωνιστές ήταν μαζεμένοι στο σπίτι του Ανδρέα Πατσαλίδη και προετοίμαζαν την επόμενη βομβιστική επίθεση. Υπό τις οδηγίες του Παναγιώτη Γεωργιάδη, επεξεργάζοντο μια νάρκη, μεγάλης ισχύος και εντόπιας κατασκευής. Δυστυχώς όμως, από άγνωστη αιτία, ξαφνικά μια εκτυφλωτική λάμψη τους τύλιξε και τους μετέφερε στο Πάνθεον των ηρώων της ΕΟΚΑ.

Ενδεικτικό του πνεύματος του Αγώνα και των τιμών που αποδόθηκαν στους 4 αγωνιστές είναι οι παλλαϊκές εκδηλώσεις που ακολούθησαν τη θυσία τους. Η παραλαβή των σορών τους από το νοσοκομείο και η κηδεία τους έγιναν σε πρωτοφανή ατμόσφαιρα πατριωτικών και αγωνιστικών αισθημάτων. Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικές περιγραφές του Τύπου της εποχής:

«Συγκλονιστικαί σκηναί εσημειώθησαν κατά την παράδοσιν των νεκρών, επί των σορών των οποίων κατατέθηκαν υπό των Ελληνίδων αδελφών του νοσοκομείου στέφανοι εκ μέρους των ιατρών και του προσωπικού του νοσοκομείου.

Μία νοσοκόμος εξεφώνησεν αποχαιρετιστήριον πατριωτικήν ομιλίαν προς τους φονευθέντας «Τα ονόματα σας», είπεν η αδελφή νοσοκόμος, «θα αναγραφούν εις τον κατάλογον των μαρτύρων του απελευθερωτικού αγώνος του Ελληνικού Κυπριακού λαού, ο οποίος με αίσθημα υπερηφάνειας αποκαλύπτεται προ της θυσίας σας, ηρωικά τέκνα».

Επί του στεφάνου των νεαρών Ελληνίδων αδελφών ανεγράφετο:

«Ως της Κύπρου νεκροί τιμημένοι, την αγίαν σας μνήμην τιμώ, κι η φτωχή μου η μούσα θλιμμένη, ένα δάκρυ σας χύνει θερμό.»

Υπό τους ολοφυρμούς των οικείων και των ομοχωρίων των ανεχώρησεν η νεκρική πομπή εκ Λευκωσίας περί την 1.15μ.μ., καθ’ ον χρόνον ουρανομήκη χειροκροτήματα και ιαχαί ως «τιμή και δόξα στους αθάνατους αδελφούς μας» εδόνουν την ατμόσφαιραν, προκαλούσαι ισχυράν συγκίνησιν εις πάντας. Εκ των κρατητηρίων Κοκκινοτριμιθιάς λευκά μανδήλια εσείοντο προς χαιρετισμόν της νεκροφόρου πομπής ενώ εις τα επί της διαδρομής χωρία οι κάτοικοι γονυπετείς έραινον με φύλλα δάφνης και ανθέων τον δρόμον ίνα διέλθουν τα φέρετρα των θανόντων.

…περί την 6 μ.μ. ώραν τα φέρετρα των τεσσάρων αθανάτων εφθανον εις Σπήλια, όπου μεσίστιοι σημαίαι και δάφνινοι στέφανοι υψωμένοι επί ιστών, έκλιναν προ της εμφανίσεως των εις την είσοδον του χωρίου, όπου γονυπετής η κοινότης Σπηλιών, Κουρδάλων, Κανναβιών και κάτοικοι Κυπερούντας, Λειβαδιών, Πολυστύπου και άλλων χωρίων εχαιρέτησαν δια ζητωκραυγών και εκφωνήσεως ενθουσιώδους ομιλίας τα φέρετρα άτινα ανείχον επί των ώμων των όλκιμοι νέοι, περιτυλίξαντες ταύτα δι’ Ελληνικών σημαιών».

Πάνω από το πιο πολύνεκρο ατύχημα της ΕΟΚΑ πλανιόταν το μυστήριο για την ταυτότητα των δύο από τους νεκρούς, αφού μόνο οι Πατσαλίδης και Αναξαγόρα αναγνωρίστηκαν αρχικά. Καθώς ψαλλόταν η νεκρώσιμη ακολουθία και για τους τέσσερις, έγινε η αναγνώριση του Παναγιώτη Γεωργιάδη, ενώ η αναγνώριση του Αλέκου Κωνσταντίνου έγινε τρεις μέρες μετά το ολοκαύτωμα, από την τραγική μητέρα του.

Οι μορφές των τεσσάρων ηρώων αναπλάστηκαν σε μνημείο στην είσοδο των Σπηλιών, για να δίνουν μαθήματα αυτοθυσίας και αρετής, ενώ το σπίτι του Πατσαλίδη έγινε χώρος εθνικού προσκυνήματος. Το ολοκαύτωμα των τεσσάρων αγωνιστών στα Κούρδαλι παραμένει δείκτης του χρέους για την ελευθερία της πατρίδας. Στους τάφους και τα μνημεία των ηρώων απιθώνονται οι δάφνες του θαυμασμού της γενιάς τους και των νεότερων. Ο τάφος όμως του Αλέκου Κωνσταντίνου παραμένει χωρίς καντήλι και χωρίς λουλούδι από το 1974 οπότε η Αμμόχωστος καταλήφθηκε από τον Αττίλα. Και αναμένει δικαίωση της θυσίας του.

Ανδρέας Πατσαλίδης

Ο Ανδρέας Πατσαλίδης γεννήθηκε στο χωριό Καννάβια της επαρχίας Λευκωσίας, στις 14 Αυγούστου του 1930. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και αρχικά εργαζόταν στον Αμίαντο όπου έδρασε κιόλας ως ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της τοπικής Νέας Συντεχνίας. Ήταν παντρεμένος με την Ειρήνη όπου ήταν και η ίδια μυημένη στον αγώνα, και έκαναν δυο παιδιά, τη Μαρία και τον Ανδρέα, που γεννήθηκε πέντε μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του και πήρε και το όνομά του. Ο Ανδρέας Πατσαλίδης εντάχθηκε από τους πρώτους στην ΕΟΚΑ και είχε αρκετές αποστολές στην περιοχή του και πλούσια δράση. Φιλότιμος και δραστήριος αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στον Αγώνα. Ακόμα και το σπίτι του ήταν μέσο για τροφοδότηση πολεμοφοδίων στους αντάρτες. Η μητέρα του μετά το θάνατό του, δήλωσε : «Δεν κλαίω τον θάνατο του γιου μου. Τους ήρωες δεν τους κλαίνε».

Αλέκος Κωνσταντίνου

Γεννήθηκε στην Κακοπετριά, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 6 Οκτωβρίου 1936 και ήταν το μόνο παιδί του Κώστα και της Ελπινίκης Κωνσταντίνου. Ζούσε με τη μητέρα του στην Αμμόχωστο επειδή οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν ακόμη βρέφος. Μετά το δημοτικό, φοίτησε στο εκεί Ελληνικό Γυμνάσιο και στο Εμπορικό Λύκειο. Παρακολουθούσε ταυτόχρονα μαθήματα αγγλικής και λόγω επιτυχίας του στις εξετάσεις κατόρθωσε να προσληφθεί στον αγγλικό στρατό.

Με την έναρξη του Αγώνα εντάχθηκε σε ομάδα του εκτελεστικού της Αμμοχώστου και στο σπίτι του γίνονταν οι συγκεντρώσεις της. Με τη βοήθεια της μητέρας του, έκρυβε εκεί και τον οπλισμό της ομάδας. Στις 14 Απριλίου 1958, μαζί με συναγωνιστή του, πυροβόλησαν κατάμουτρα τον ανακριτή Ντίαρ, ο οποίος, ύστερα από ανεπιτυχείς απόπειρες εναντίον του, προκαλούσε λέγοντας πως κανένας δεν μπορούσε να σταθεί μπροστά του και να τον πυροβολήσει. Οι συνοδοί του Ντίαρ, καταδίωξαν τους δύο αγωνιστές, οι οποίοι κατόρθωσαν να διαφύγουν. Αργότερα ενώθηκαν με το αντάρτικο, όπου ο Κωνσταντίνου έδρασε κυρίως με τον Παναγιώτη Γεωργιάδη, μέχρι τη θυσία του. Με τον ήρωα του αχυρώνα Λιοπετρίου Ηλία Παπακυριακού υπήρξαν αδελφικοί φίλοι και ο θάνατος του Αλέκου συγκλόνισε βαθιά τον Ηλία, που λίγο αργότερα έπεσε κι αυτός στη μάχη του Αχυρώνα, στις 2 Σεπτεμβρίου 1958. Τον έθαψαν δίπλα στον Αλέκο Κωνσταντίνου.

Αναξαγόρου Κώστας

Ο Κώστας Αναξαγόρου γεννήθηκε στο χωριό Σπήλια της επαρχίας Λευκωσίας, στις 20 Ιουνίου του 1935. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και εργαζόταν ως οδηγός στο μεταλλείο Αμιάντου. Η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ήταν το υπέρτατο ιδανικό του. Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος της Νέας Συντεχνίας, της ΣΕΚ και του Αθλητικού Συλλόγου «Άρης», σωματεία τα οποία ανέδειξε σε εστία εθνικών εξορμήσεων. Διακρινόταν για τον άδολο πατριωτισμό του ο οποίος χαρακτήριζε και όλη του την οικογένεια. «Όλοι μας στην οικογένεια είχαμε βαθιά ριζωμένη μέσα μας την πίστη, ότι Κύπρος θα πει Ελλάδα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο πατέρας του. Αρραβωνιάστηκε με τη Μαρία Κλεάνθους από τα Σπήλια. Η δράση του σε ενέδρες και άλλες ριψοκίνδυνες υπηρεσίες στην οργάνωση ήταν αμέτρητες. Ήταν σύνδεσμος των ομάδων της περιοχής και διατηρούσε κρύπτες για την απόκρυψη εκρηκτικών υλών και οπλισμού της Οργάνωσης. Έλαβε επίσης μέρος σε ενέδρες και άλλες αποστολές, όπως ήταν η απόσπαση τριών ασυρμάτων από τον δασικό σταθμό Πλατανιών και η ανατίναξη κυβερνητικού εκσκαφέα στα Σπήλια. Στη δράση του είχε συμπαραστάτη και τη μνηστή του Μαρία Χρ. Κλεάνθους.Ο θάνατος τον βρήκε την ημέρα που συμπλήρωνε τα 23 του χρόνια

Παναγιώτης Γεωργιάδης

Γεννήθηκε στο χωριό Λειβάδια, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 15 Δεκεμβρίου 1929, και ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του Αχιλλέα και της Ευγενίας Γεωργιάδη. Αφού   τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του, εργαζόταν ως υπάλληλος στη Λευκωσία, σε ιδιωτική επιχείρηση. Ήταν μέλος της OXEN και από τις τάξεις της εντάχθηκε στον Αγώνα από το 1954. Με την έναρξη του Αγώνα υπηρέτησε ως σύνδεσμος του Διγενή με τον Εθνάρχη Μακάριο με το ψευδώνυμο «Ίκαρος» και ήταν βοηθός υπεύθυνος για τη φύλαξη και τη διανομή του οπλισμού στην περιοχή Λευκωσίας. Μετέφερε επίσης καταζητούμενα πρόσωπα και τους πρόσφερε καταφύγιο σε συνεργασία με τα αδέλφια του, που διέθεταν κρησφύγετο στο σπίτι τους στα Λειβάδια. Τον Οκτώβριο του 1956 καταζητήθηκε από τους Άγγλους και κατέφυγε στα βουνά, όπου ενώθηκε με την ανταρτική ομάδα του ήρωα Στυλιανού Λένα. Μετά τη σύλληψη του Λένα και τον θάνατο του ήρωα Δημητράκη Χριστοδούλου στις 17 Φεβρουαρίου 1957, ο Παναγιώτης Γεωργιάδης κατέφυγε στη Λεμεσό με τον ήρωα Ευαγόρα Παπαχριστοφόρου και από εκεί επανήλθε στο χωριό του στα μέσα Νοεμβρίου 1957 και επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση της περιοχής, που είχε υποστεί βαρύ πλήγμα λόγω προδοσίας.Εκεί συνέχισε τη δράση του ως ομαδάρχης μέχρι τον ηρωικό του θάνατo.