Δυναμική αντιπροσωπία του Εθνικού Λαϊκού Μετώπου (Ε.ΛΑ.Μ) Λάρνακας παρευρέθηκε σήμερα Κυριακή 01 Σεπτεμβρίου στο ετήσιο εθνικό μνημόσυνο του ήρωα της ΕΟΚΑ Μιχαλάκη Παρίδη στο χώρο όπου σκοτώθηκε, στη Βάβλα.

Στεφάνι προς τιμή του ήρωα κατέθεσε εκ μέρους του Προέδρου του ΕΛΑΜ, ο Επαρχιακός Λάρνακας Σωτήρης Ιωάννου και εκ μέρους της Επαρχιακής Λάρνακας, ο Οργανωτικός Λάρνακας, Ανδρέας Καδής.

Στη συνέχεια τα μέλη μας ξεναγήθηκαν στο τελευταίο κρησφύγετο του ήρωα!

Σύντομο Βιογραφικό του ήρωα Μιχαλάκη Παρίδη:Γεννημένος το 1933 στην Αναφωτία, παιδί μιας πολύτεκνης αγροτικής οικογένειας ο Παρίδης έδειξε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα. Το 1945 μετακόμισε στη Λάρνακα όπου γράφτηκε στο Εμπορικό Λύκειο. Αγαπημένος του καθηγητής ήταν ο Λεμεσιανός φιλόλογος Κώστας Πιλαβάκης, τον επηρέασε όμως καθοριστικά ο Κερυνειώτης Νίκος Κρανιδιώτης. Ήδη, στα 1951-1952 τρία ποιήματά του φιλοξενήθηκαν στα «Κυπριακά Γράμματα». Ανάλογη κλίση έδειξε στο θέατρο, μετέχοντας ή διδάσκοντας σε ερασιτεχνικούς θιάσους, ενώ αγαπούσε και τη μουσική. Απολάμβανε τους μοναχικούς πολύωρους περιπάτους στο ειδυλλιακό, τότε, τοπίο της Αλυκής. Κάποιοι είχαν βιαστεί να του προσάψουν: «Ο Μιχαλάκης είναι μόνο για να κάθεται στην Αλυκή και στη θάλασσα και να ρεμβάζει τα ηλιοβασιλέματα»…

Από το 1946 ο Παρίδης ήταν δραστήριο μέλος της ΟΧΕΝ Λάρνακας, ενώ στα 1952, όταν ιδρύθηκε η ΠΕΟΝ, εκλέχθηκε επαρχιακός γραμματέας της. Το 1954 μυήθηκε στην ΕΟΚΑ. Την Πρωταπριλιά του 1955 πήρε μέρος στο εντυπωσιακό ξεκίνημα του Αγώνα στη Λάρνακα. Το ίδιο βράδυ συνελήφθηκε. Οδηγήθηκε στο δικαστήριο μαζί με τους Σταύρο Ποσκώτη, Γιώργο Λυκούργο, Ξάνθο Ιακωβίδη και Ιάκωβο Καϊσερλίδη. Ήταν η πρώτη μεγάλη δίκη στελεχών της ΕΟΚΑ. Καταδικάστηκαν και οι πέντε: ο Παρίδης σε επτάχρονη φυλάκιση. Δημόσιος κατήγορος ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς.

Στις Κεντρικές Φυλακές συνέχισε να διαβάζει και να γράφει στίχους, συνέθεσε τον «ύμνο των φυλακισμένων», δίδασκε στο πρόχειρο σχολείο που οργάνωσαν οι πολιτικοί κατάδικοι για τους ποινικούς συγκρατούμενούς τους, και γράφτηκε σε ένα αγγλικό κολέγιο για να σπουδάσει λογιστική με αλληλογραφία. Στις 12 Δεκεμβρίου 1957 μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου υποβλήθηκε σε εγχείριση στη μύτη. Το ίδιο βράδυ δραπέτευσε. Λίγες βδομάδες αργότερα του ανατέθηκε η ευθύνη του τομέα της Λάρνακας.

Όταν τον Ιούνιο του 1958 τον επισκέφθηκαν οι γονείς του, στο κρησφύγετό του, στις Αγγλισίδες, η μητέρα του ζήτησε να της δείξει πού κοιμόταν: «Θα σε πάρω μάμμα», της απάντησε, «αλλά δεν θέλω να κλάψεις». Σε ένα συναγωνιστή του, είχε προβλέψει τον Ιούνιο του 1958: «Τους αγώνες μας, τους κόπους μας θα τους τρων άλλοι και θα μαλώνουν μέρα-νύχτα για τα δικά τους συμφέροντα.» Στη Βάβλα, έγραφε μια νουβέλα με θέμα το γυρισμό ενός νέου στο χωριό του, ύστερα από πολύχρονη απουσία. Δεν πρόλαβε να την τελειώσει, αφού σκοτώθηκε εκεί, στις 27 Αυγούστου του 1958. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Εγώ δεν μπορώ να φύγω. Δεν πρόκειται να βγω έξω για να με συλλάβουν. Τι θα πει ο Διγενής, πώς θα νοιώσουν οι συναγωνιστές μου, όταν μάθουν ότι ο τομεάρχης τους παραδόθηκε με το όπλο λυμένο; Δεν πρόκειται να παραδοθώ. Θα πολεμήσω, έτσι κάνουν οι αγωνιστές. Δεν ξαναπάω πίσω στη φυλακή.»