Η κόρη του αντισυνταγματάρχη Καλμπουρτζή ξεσπάει…

Αθήνα: Όταν ο Στυλιανός Καλμπουρτζής, διοικητής της 181ης Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού, πολεμούσε το 1974 στην Κύπρο, η κόρη του ήταν μόλις 13 χρονών. Η Μαρία τον αποχαιρέτησε με την ευχή να τον ξαναδεί. Όμως, ο Καλμπουρτζής δεν γύρισε ποτέ. Σαρανταδύο χρόνια μετά, πριν από λίγες μέρες, η ΔΕΑ ανακοίνωσε επίσημα στις δύο του κόρες ότι οχτώ οστά που βρέθηκαν στη διάβαση Πέλλα Πάις-Συγχαρί ταυτοποιήθηκαν με τον πατέρα τους.  

Μία παλάμη με τα δάκτυλα, η κνήμη, ο μηρός, κομμάτι από το στέρνο και μερικοί σπόνδυλοι από τη σπονδυλική στήλη. Είναι αυτά που καλείται να παραλάβει η Μαρία Καλμπουρτζή, που τα τελευταία χρόνια είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Επιτροπής Συγγενών Αγνοουμένων. «Μέσα στα λίγα χρόνια που έζησα κοντά του, μπόρεσε και μου έδωσε τόσα μαθήματα ζωής, που ακολουθώ ακόμη και σήμερα. Ο πατέρας μου ήταν αγωνιστής. Δεν κατέθετε ποτέ τα όπλα. Και η επιλογή του να μείνει εκεί, με τους στρατιώτες που εκείνη την ώρα ήταν τα παιδιά του, με κάνει περήφανη», λέει στον «Φιλελεύθερο». «Αυτό το μεγαλείο, λοιπόν, αυτόν τον ηρωισμό, πώς μπορώ να τον παραλάβω ‘’συρρικνωμένο’’ σε οχτώ οστά; Δεν θα τον παραλάβω. Κι ενώ μέσα μου έχω το δίλημμα μήπως τον αρνούμαι, θεωρώ πως όχι, σε αυτόν τον άνθρωπο αξίζει μεγαλύτερη τιμή…».  

Τη Μαρία την είχα γνωρίσει πριν από περίπου έξι χρόνια, με την αφορμή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του Στυλιανού Καμπουρτζή από τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια στον Μεγάλο Πεύκο. Από τότε είχα εκτιμήσει τη δύναμη της νέας γυναίκας που είχε ήδη καταφέρει πολλά στην προσωπική και επαγγελματική της ζωή, αλλά που εξακολουθούσε να περιμένει τον πατέρα της, εκείνον που δεν είχε γυρίσει το 1974 στο σπίτι.  

«Δεν έχω ζήσει την απώλεια, τον θάνατο, τον θρήνο», μου είχε πει τότε. «Ναι, ο Καλμπουρτζής έφυγε, δεν είναι μαζί μας, είναι κάπου αλλού. Εγώ, όπως και όλοι οι συγγενείς αγνοουμένων, βιώνουμε την απουσία των ανθρώπων μας. Δηλαδή περιμένουμε ανά πάσα στιγμή ότι μπορεί να γυρίσουν. Να σ’ το πω ακριβώς όπως είναι. Δεν ψάχνουμε λείψανα, ούτε κασελάκια με οστά. Τους δικούς μας ανθρώπους ψάχνουμε…», μου είχε πει και η φράση της είχε «εντυπωθεί» σαν σφραγίδα στην ιστορική μου μνήμη. Τα χρόνια πέρασαν, οι ταυτοποιήσεις συνεχίστηκαν και τον περασμένο Απρίλιο, η Μαρία Καλμπουρτζή -που στο μεταξύ είχε αναλάβει και τον δύσκολο ρόλο της προεδρίας της Πανελλήνιας Επιτροπής Συγγενών Αγνοουμένων- έμαθε για τα πρώτα αποτελέσματα ταυτοποίησης του DNA του πατέρα της με οστά που είχαν βρεθεί σε αναδασωμένη περιοχή στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου. Ήταν η πρώτη απόδειξη ότι ο διοικητής της 181 ΜΠΠ ήταν νεκρός…  

«Όταν πέρυσι το Πάσχα με πήρε ο κ. Νέστορος από τη ΔΕΑ και μου είπε ότι τα πρώτα οστά ταυτοποιήθηκαν, έβαλα τα κλάματα. Κατάλαβα τότε ότι ξεκινά η αρχή του τέλους για την υπόθεση του πατέρα μου», διηγείται στον «Φ». «Ο ίδιος μου είπε ότι τα οστά του πατέρα μου είναι λιγοστά. Με διαβεβαίωσε ότι έγιναν εκταφές σε περίμετρο 800 μέτρων από το σημείο, μήπως βρίσκονταν και άλλα οστά, αλλά δεν έφεραν αποτέλεσμα. Μετά, τα είδα σε φωτογραφίες. Πρόσφατα, που πήγα για τον επαναπατρισμό των οστών των αγνοουμένων, τα είδα και από κοντά. Ήταν ένας πατέρας διαφορετικός από αυτόν που περίμενα να δω. Από την πρώτη στιγμή, δεν μπόρεσα να φανταστώ τον πατέρα μου να περιορίζεται, να τον αντιπροσωπεύουν μια κνήμη και μερικά ακόμη οστά. Το συναίσθημα είναι άσχημο, τραγικό…», μας λέει.  

Για τη Μαρία Καλμπουρτζή, το σοκ του λευκού τραπεζιού με τα ταυτοποιημένα οστά ήταν το δεύτερο που έζησε πριν από λίγες μέρες. «Την προηγούμενη μέρα, είχαμε ανοίξει ένα κασελάκι με λείψανα που θα επέστρεφε στην Ελλάδα. Είχε μέσα μόλις ένα οστό από φτέρνα. Ένας άνθρωπος, ένα τόσο δα κοκαλάκι σε ένα κασελάκι. Κι όμως, η οικογένεια το παρέλαβε. Γιατί αυτός ο ήρωας έπρεπε να έχει μια κηδεία, 42 χρόνια μετά…», εξηγεί.  

«Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, ο ρόλος της ΔΕΑ, ο οποίος περιορίζεται σε σαφείς όρους εντολών, είναι απόλυτα στοχευμένος. Δεν ψάχνει αίτια, ούτε κάνει έρευνα για απόδοση ευθυνών ή τι ακριβώς συνέβη εκείνες τις μέρες και ώρες. Ψάχνει λείψανα. Με αποτέλεσμα, τα ερωτήματα να παραμένουν. Και στο παρελθόν, με ρωτούσαν: “Μαρία, βρήκανε τρία οστά, να τα παραλάβω;”. Τους έλεγα ότι, αν πρέπει να απαντήσω ως πρόεδρος της Επιτροπής, θα σας πω ότι είναι δικαίωμα της οικογένειας η απόφαση να παραλάβει ή όχι. Ως κόρη αγνοουμένου όμως, ως Μαρία, θα σας έλεγα όχι. Γιατί οι περισσότεροι από τους αγνοουμένους μας έχουν ταφεί σε κατεχόμενες περιοχές. Επιτέλους, υπάρχουν ευθύνες. Δεν μπορεί να παραμένουν κλειστά τα αρχεία, να είναι πλημμελής ή επιλεκτική η πληροφόρηση. Δεν μπορεί να μην αποκαλύπτουν στοιχεία που οφείλουν να τα πουν και για την τύχη των αγνοουμένων και για τα λιγοστά οστά, όπου και αν έχουν βρεθούν. Δεν μπορεί να δίνουν δύο, τρία, οχτώ οστά και να υφίσταται η οικογένεια έμμεσο συναισθηματικό εκβιασμό και να ταλανίζεται από το δίλημμα της παραλαβής ή όχι του αγαπημένου της. Ο κ. Νέστορος μάς διαβεβαιώνει ότι οι υποθέσεις με τα λιγοστά οστά δεν κλείνουν, ότι εμείς τις κρατάμε ανοιχτές. Όμως, έχοντας ακόμη για διερεύνηση πάνω από το 60% των αγνοουμένων, θεωρώ ότι μόνο τυχαία θα είναι η ανεύρεση επιπλέον λειψάνων, σε ήδη ταυτοποιηθέντες. Εξάλλου είναι γνωστή η επιμονή της τουρκοκυπριακής εκπροσώπησης, ότι θέλει να κλείνει τις υποθέσεις “για να προχωρούν”…».  

Τουρκοκύπριος ισχυρίστηκε ότι εκείνος τον σκότωσε  

Αρχές της δεκαετίας του 1990, κάποιος Τουρκοκύπριος εμφανίστηκε στη ΔΕΑ και παρέδωσε μία βέρα. Ήταν το δακτυλίδι αρραβώνων του Στυλιανού Καλμπουρτζή. «Είπε ότι κατά την εισβολή του 1974 ήταν ελεύθερος σκοπευτής στη μάχη, στην περιοχή που βρισκόταν ο πατέρας μου. Από την ηλικία, τον τρόπο που συμπεριφερόταν και από το ότι είχε πιστόλι κατάλαβε ότι ήταν αξιωματικός. Όπως ανέφερε ο Τουρκοκύπριος, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Στη συνέχεια, του πήρε το δαχτυλίδι των αρραβώνων του και το περίστροφό του» εξηγεί η Μαρία Καλμπουρτζή.  

«Από την αρχή μού φάνηκε πολύ περίεργη η ιστορία του, μισή αλήθεια. Ήμουν δύσπιστη. Πράγματι, ήταν το δακτυλίδι του πατέρα μου, αλλά δεν με έπεισε ότι ο πατέρας μου είχε σκοτωθεί. Δεν ήταν πειστήριο θανάτου. Ήταν απλώς μια μαρτυρία. Ήθελα να τον συναντήσω, αλλά για λόγους ασφαλείας –δικής του φαντάζομαι– δεν με άφησαν. Κι έτσι δεν τον ρώτησα ποτέ. Αν τον συναντούσα, αν τον αντίκριζα, θα καταλάβαινα κατά πόσο έλεγε αλήθεια…».  

Παραμένουν ακόμη αναπάντητα ερωτήματα  

«Επιτέλους, πρέπει να αναλάβει κάποιος να πει υπεύθυνα τι έχουν γίνει αυτοί οι άνθρωποι», ξεσπάει η Μαρία Καλμπουρτζή: «Βρέθηκαν τα λείψανα του πατέρα μου. Αλλά για μένα, κάτι λείπει. Πίστευα ότι με την ταυτοποίηση, ένα κομμάτι των ερωτήσεων θα έβρισκε απαντήσεις, ένα κομμάτι από τα γιατί μου, ότι θα είχα ηρεμήσει. Δεν έχω ηρεμήσει. Πώς μπορώ;». Αντί να απαντηθούν τα ερωτήματά της, λέει, μετά την ταυτοποίηση έχουν πολλαπλασιαστεί.  

«Δεν ξέρω τι έγινε με τον πατέρα μου. Πώς σκοτώθηκε; Είχε χαριστική βολή; Σε κάποιους τις βλέπεις τις χαριστικές βολές, όταν βρεθεί το κρανίο. Στα λείψανα του πατέρα μου λείπει ακόμη και αυτό. Προφανώς έπεσε εκεί που βρέθηκε, εκεί που έγινε η μάχη, αλλά όλα αυτά είναι υποθέσεις, εκτιμήσεις που κάνουμε λόγω του χρόνου και του χώρου. Δεν απαντώνται όμως τα γιατί με τις εκτιμήσεις. Είναι και προσωπικές υποθέσεις οι εκτιμήσεις, εντελώς υποκειμενικές. Χρειάζομαι  υπεύθυνες απαντήσεις. Όχι μόνο εγώ. Όλοι μας. Και φοβάμαι ότι δεν θα τις βρούμε ποτέ. Ότι κάποια στιγμή ψάχνοντας και πιέζοντας ίσως βρούμε κάτι, περισσότερα οστά και κάποια στιγμή, θα αναγκαστούμε να παραλάβουμε. Η ιστορία δεν θα γραφτεί ως έγινε, γιατί δεν ασχολούμαστε να την ψάξουμε ή να την αποκαλύψουμε.  

Υπάρχει το ελληνικό κράτος που θα μπορούσε να ερευνήσει, να γνωρίσει τι έγινε τότε, αν ήδη δεν ξέρει. Να ξεχωρίσει, επιτέλους, αυτούς που πραγματικά έφταιγαν, έστω και αν δεν τους αποδώσει ευθύνες, από αυτούς που προσέφεραν, που πολέμησαν και μάλιστα ηρωικά. Κάποιοι πραγματικά πολέμησαν και χάθηκαν. Εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία. Η ελληνική Πολιτεία είναι υποχρεωμένη να μάθει τι απέγιναν, να τους αναγνωρίσει και να τους αποδώσει τις τιμές που οφείλει, να γραφτεί η ιστορία, η συνέχεια του ελληνικού ηρωισμού».    

«Σαφώς, οι άνθρωποί μας έχουν το δικαίωμα να ταφούν. Να διαβάσει κάποιος μια ευχή γι’ αυτούς. Αλλά υπάρχει ένα μεγάλο δίλημμα. Νιώθω ότι αν δεν παραλάβω τα οστά, τον αρνούμαι. Αν τα παραλάβω όμως, τίθεται ζήτημα σεβασμού, αξιοπρέπειας και τιμής», καταλήγει.  

Όπως ομολογεί, αν ζούσε η Ελπίδα, η θετή της μητέρα που μεγάλωσε την ίδια και την αδερφή της ως πραγματικές της κόρες και που αναζήτησε τον πατέρα της μέχρι τέλους, θα τα παραλάμβανε.  

«Είχε Αλτσχάιμερ και όταν άκουγε το όνομα Κύπρος, μου έλεγε: «Μη μου λες αυτό το όνομα, με πονάει…». Αυτό της είχε μείνει. Αν ζούσε η Ελπίδα, θα παραλάμβανε. Γιατί θα ήθελε εκείνη να νιώσει τη δικαίωση του αγώνα της, να καταλάβει ότι βρέθηκε, για να γαληνέψει. Τώρα πιστεύω ότι οφείλω να το παλέψω. Και θα το κάνω. Όσο μπορώ να πολεμήσω, όσο περνάει από το χέρι μου, θα το κάνω. Το οφείλω σε δύο ανθρώπους. Στον πατέρα μου και στην Ελπίδα».  

«Εκτελούσα διαταγές», είπε ο Τούρκος διοικητής  

Πολύ πρόσφατα, μέσω κάποιου καθηγητή στην Κωνσταντινούπολη, θέλησε να έρθει σε επαφή με τη Μαρία ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής που ηγήθηκε της επίθεσης εναντίον της 181 ΜΠΠ και της 191 ΠΟΠ. «Ζητούσε να συναντηθούμε περίπου 2 χρόνια. Είχα άρνηση στην αρχή. Δεν ήταν μόνο ο πατέρας μου. Ο άνθρωπος αυτός είχε καταστρέψει σχεδόν ολόκληρη Μοίρα Πυροβολικού. Στη συνέχεια, σκέφτηκα ότι ίσως υπήρχαν ερωτήματα που θα ήθελα να μου απαντήσει και πως αν δεν τον συναντούσα, ίσως να έχανα την ευκαιρία», διηγείται.  

«Δεν έγινε έτσι όπως το περίμενα, γιατί πραγματικά ένιωσα μπλοκαρισμένη όταν τον αντίκρισα. Ήμουν σε σύγχυση συναισθηματικά. Είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο που φαινόταν γυμνασμένος, καταδρομέας, παρά τα χρόνια του. Μου έλεγε: “Δεν θέλω να με κατηγορήσετε για τίποτα, εγώ διαταγές εκτελούσα. Βρήκα μπροστά μου μια Μοίρα Πυροβολικού που είχε κάνει τεράστιες ζημιές και είχε προκαλέσει πολλές απώλειες και έπρεπε να την καταστρέψω. Δεν είχα περιθώρια επιλογής”. Δεν μου είπε τίποτα για τον πατέρα μου, δεν αναφέρθηκε καθόλου. Είπε ότι πολέμησαν τόσες ώρες χωρίς όπλα, ενώ εκείνοι ως καταδρομείς ήταν πάνοπλοι. Είπε ότι οι Έλληνες αντιστάθηκαν πολλές ώρες, πάνω από 4 ώρες και ο ίδιος κατάλαβε ότι ήταν μια οργανωμένη ομάδα στρατιωτών και στρατιωτικών και σίγουρα ο διοικητής τους θα ήταν ένας άξιος στρατιωτικός. Παρόλ’ αυτά, μου είπε ότι δεν ήξερε αν σκοτώθηκε ο πατέρας μου. “Δεν ξέρω τι έγινε”, είπε. “Εμείς φύγαμε και όταν ξαναγυρίσαμε μία εβδομάδα μετά, οι νεκροί ήταν ακόμη άταφοι. Ειδοποιήσαμε να έρθουν να τους θάψουν”».  

Κατάλαβε η Μαρία Καλμπουρτζή ότι ο Ορχάν ήταν πραγματικά εκεί, οι περιγραφές του ταυτίζονταν με τις περιγραφές των στρατιωτών της Μοίρας. «Κάποια στιγμή, τώρα που είμαι πιο ψύχραιμη, θέλω να τον συναντήσω ξανά να κάνω τις ερωτήσεις που δεν του έκανα. Μου είπε πως οτιδήποτε θελήσω, εκείνος θα είναι εκεί. Έδειξε ανθρωπιά ένας άνθρωπος που εγώ θεωρούσα διαφορετικό. Στο μυαλό μου ήταν διαφορετικός. Κατέστρεψε τη Μοίρα του πατέρα μου εν καιρώ εκεχειρίας, σκότωσε τα «παιδιά του», πιθανώς να σκότωσε και τον ίδιο…», ομολογεί η Μαρία.  

«Είναι μπλεγμένα τα συναισθήματα. Μερικές φορές νιώθω να χάνομαι, γιατί δεν ξέρω τι και πώς αισθάνομαι. Αν νιώθω λύπη, γι’ αυτούς που κάνανε ό,τι πραγματικά κάνανε, και για εμάς που αντιμετωπίσαμε ό,τι αναγκαστήκαμε να αντιμετωπίσουμε. Γιατί σίγουρα και ο πατέρας μου είχε καθήκον να είναι εκεί και πιθανόν να τον σκότωνε, αλλά και εκείνος σίγουρα πήγε εκεί και έπρεπε να τον σκοτώσει. Είναι το δίκαιο του πολέμου; Για την κόρη, για τον συγγενή δεν υπάρχει, δεν υπάρχει δικαιοσύνη στον πόλεμο».  

«Μου είναι πολύ δύσκολο να νιώσω μίσος ακόμη και τώρα. Δεν νιώθω άνετα όταν ακούω την τούρκικη γλώσσα. Ούτε στην Κωνσταντινούπολη, ούτε πουθενά αλλού στην Τουρκία έχω πάει. Κάτι με πιάνει, με αποτρέπει. Νιώθω απέχθεια, χωρίς να μισώ τον κόσμο. Κρατάω ιστορική επιφύλαξη, καταλαβαίνω τις αντιφάσεις μου, απλώς έτσι μου βγαίνει…».  

Στο Πυροβολικό από 24 χρονών  

Ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Στυλιανός Καλμπουρτζής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη την 31η Ιανουαρίου 1921 από γονείς καταγόμενους από την Ανατολική Θράκη. Τη 17η Οκτωβρίου 1945, σε ηλικία 24 ετών, κατατάγηκε στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις για τριετή εθελοντική υπηρεσία. Την 1η Ιανουαρίου 1947 προήχθη στον βαθμό του Λοχία και την 28η Αυγούστου 1947 προήχθη επ’ ανδραγαθία στον βαθμό του Επιλοχία και του απονεμήθηκε το Πολεμικό Μετάλλιο Ανδρείας. Την 1η Μαρτίου 1949 εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων από την οποία αποφοίτησε τη 17η Αυγούστου 1950 και κατατάγηκε στο πεζικό. Την 28η Αυγούστου 1950 ορκίστηκε Ανθυπολοχαγός και την 18η Αυγούστου 1952 προήχθη στον βαθμό του Υπολοχαγού.  

Τον Ιούλιο του 1955 παντρεύτηκε τη Βάγια Τσαούση με την οποία απέκτησε δύο θυγατέρες, την Αφροδίτη και τη Μαρία. Την 1η Δεκεμβρίου 1958 μετατάχθηκε στο Πυροβολικό και την 28η Απριλίου 1959 προήχθη στον βαθμό του Λοχαγού. Τον Αύγουστο του 1963 προήχθη κατ’ εκλογή στον βαθμό του Ταγματάρχη. Τρία χρόνια μετά, προήχθη κατ’ εκλογή στον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. Το 1970, η σύζυγός του απεβίωσε στην Αθήνα, χτυπημένη από την επάρατη νόσο. Στις 5 Δεκεμβρίου 1971 παντρεύτηκε στο Φάληρο την Ελπίδα Γιαννιτσοπούλου, που στάθηκε ως πραγματική μητέρα για τις δύο του κόρες.  

Τον Σεπτέμβριο του 1973 μετατέθηκε στην Κύπρο και ανέλαβε Διοικητής της 181 ΜΠΠ, η οποία είχε την έδρα της στο χωριό Τρίκωμο της επαρχίας Αμμοχώστου. Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, ο Καλμπουρτζής υπέβαλε την παραίτησή του στους μετέπειτα πραξικοπηματίες αξιωματικούς. Εκείνοι του αρνήθηκαν… Όταν στις 15 Ιουλίου 1974 έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο, οι πρωταίτιοι δεν τον καλούσαν στις συσκέψεις τους, ενώ προγενέστερα -γνωστός για τις δημοκρατικές του θέσεις- ελάμβανε απειλητικά γράμματα για την οικογένειά του… Στις 23 Ιουλίου 1974, ενώ είχε ανακοινωθεί συμφωνία για εκεχειρία από το απόγευμα της Δευτέρας, 22 Ιουλίου 1974, η 181 ΜΠΠ και η 191 Πυροβολαρχία Ορειβατικού Πυροβολικού (ΠΟΠ), που ήταν υπό τη διοίκησή της, προσβλήθηκαν κατόπιν ενέδρας από επίλεκτα τμήματα του τουρκικού στρατού, βόρεια του χωριού Συγχαρί.  

Κατά τη μάχη που ακολούθησε, ο αντισυνταγματάρχης εθεάθη να περιέρχεται τις θέσεις και να πολεμά με πείσμα, ηρωισμό και αυτοθυσία. Η Μοίρα υπέστη τον όλεθρο. Πολλοί σκοτώθηκαν, πολλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι, φορτηγά και πυροβόλα καταστράφηκαν… Ο αντισυνταγματάρχης Στυλιανός Καλμπουρτζής συμπεριλήφθηκε κι αυτός στη λίστα των αγνοουμένων Ελλήνων αξιωματικών της κυπριακής τραγωδίας.  

Τα λείψανα του Στυλιανού Καλμπουρτζή είχαν εντοπιστεί πριν περίπου τέσσερα χρόνια σε χώρο ταφής στην περιοχή της μάχης στη διάβαση Πέλλα Πάις – Συγχαρί. Στον ίδιο χώρο ταφής βρέθηκαν λείψανα ενός ακόμη στρατιώτη και έχει ήδη  ολοκληρωθεί η ταυτοποίησή τους. Το 1992 η ΔΕΑ είχε παραδώσει στη σύζυγο του Καλμπουρτζή, Ελπίδα, η οποία ήταν εν ζωή, τη βέρα του, την οποία είχε παραδώσει στη ΔΕΑ ένας Τουρκοκύπριος.  

Στις 2 Απριλίου 2011 ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, τέλεσε τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στη Σχολή Πυροβολικού στον Μεγάλο Πεύκο. Το ελληνικό κράτος απένειμε το 1998 στον Στυλιανό Καλμπουρτζή, τον καταλυτικό βαθμό του αντιστράτηγου. Στην Κύπρο το στρατόπεδο της διοίκησης Πυροβολικού της Εθνικής Φρουράς φέρει το όνομα του Στυλιανού Καλμπουρτζή και υπάρχει και σε αυτό προτομή του, φιλοτεχνημένη από τον Κύπριο γλύπτη Γιώργο Μαυρογένη.  

Μαρία Ψαρά – Φιλελεύθερος