Μία μεγάλη πορεία προς τα πάνω ακολουθούν τα καύσιμα από το φορτίο που παραλαμβάνεται από τις εταιρείες, μέχρι την κατάληξη τους στα πρατήριο βενζίνης και τα οχήματα των πολιτών.

Μπορεί από τον Μάιο του 2004, οι τιμές των καυσίμων να είναι ελεύθερες, που σημαίνει ότι δεν καθορίζονται από το κράτος, εντούτοις η κυβέρνηση βάζει και με το παραπάνω το χεράκι της για να οδηγήσει προς την εκτόξευση της τιμής πώλησης των καυσίμων, επιβάλλοντας φορολογίες που σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνούν και το πραγματικό κόστος της βενζίνης.

Όπως βλέπετε στον πιο κάτω πίνακα, του παρατηρητηρίου τιμών το εκτιμώμενο μέσο σταθμισμένο κόστος για την βενζίνη 95 οκτανίων την περασμένη εβδομάδα,  ανήλθε στα  0,45 σεντ, από εκεί και πέρα τα ποσά που καταγράφονται είναι προϊόν προσαυξήσεων.

Δηλαδή ο φόρος κατανάλωσης και ΚΟΔΑΠ, ανέρχεται στα 0,49 σεντ ανά λίτρο, το ΦΠΑ στα 0,29 σεντ και το εκτιμώμενο μέσο περιθώριο εταιρειών και πρατηρίων – το κέρδος δηλαδή από την πώληση της βενζίνης, ανέρχεται μόλις στα 0,12 σεντ ανά λίτρο.

Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να περιμένει ότι οι φορολογικοί συντελεστές ενός κράτους θα είναι μηδενικοί, αφού αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή δημοσίων εσόδων μίας σύγχρονης κοινωνίας και εξυπηρετούν ως  προς τον σκοπό της  χρηματοδότησης των κρατικών δαπανών της κατάρτισης  δημοσιονομικής πολιτικής και τη σταθεροποίηση της οικονομίας.

Όταν όμως οι πολίτες ενός κράτους νοσούν και μαστίζονται από ένα ποσοστό ανεργίας που ανέρχεται σοα 16%, όπως στην Κύπρο, τότε το κράτος, οφείλει να μειώσει τις φορολογίες για να δοθεί πνοή στην αγορά, η οποία θα συμβάλει προς την περαιτέρω ανάπτυξη.

ΠΗΓΗ