Συγκλονιστική αφήγηση: «Οι Τούρκοι εκτέλεσαν μπροστά στα μάτια μου τους γονείς και τα τρία αδέλφια μου».   Κυπριακό. Μια ατέλειωτη σειρά από εγκλήματα που 40 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή παραμένουν ατιμώρητα. Τα θύματα, όσα δεν πετάχτηκαν σε ομαδικούς τάφους, παλεύουν ακόμη με τις στοιχειωμένες μνήμες τους. Όταν στις 20 Ιουλίου του 1974 τα τουρκικά αποβατικά προσέγγιζαν τις ακτές της Κερύνειας, το κρατικό ΡΙΚ μετέδιδε ασκήσεις γυμναστικής και από το Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς δίνονταν διαβεβαιώσεις ότι τα τουρκικά πλοία που προσέγγιζαν την Κύπρο πραγματοποιούσαν άσκηση και δεν υπήρχε ανησυχία.    Η ιστορία φρίκης και το μεγαλείο της ψυχής ενός Ελληνοκύπριου που είδε όλη σχεδόν την οικογένειά του να ξεκληρίζεται από τους Τούρκους μπροστά στα μάτια του  

Όταν άρχισαν να πετούν τα πρώτα τουρκικά αεροπλάνα πάνω από τη Λευκωσία και να πέφτουν οι αλεξιπτωτιστές, η εικόνα άρχισε να θολώνει. Κραυγές, φωνές, νεκροί…. Το πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου, που είχε γίνει πέντε μέρες νωρίτερα, είχε αφήσει την κυπριακή ύπαιθρο στο έλεος των Τούρκων, αφού οι επίλεκτες δυνάμεις έπρεπε να προστατεύσουν τον Σαμψών, που αυτοανακηρύχθηκε Πρόεδρος με τις ευλογίες της χούντας του Ιωαννίδη.

Στο Παλαίκυθρο   Βρισκόμαστε κοντά στη Λευκωσία, στην περιοχή όπου σήμερα είναι το αεροδρόμιο της Τύμπου (Ercan το ονόμασαν οι Τούρκοι), και συγκεκριμένα στο χωριό Παλαίκυθρο. Ο Ανδρέας Σουππουρής με τη γυναίκα του Αρετή και τα πέντε παιδιά τους, απασχολημένοι με την καθημερινότητά τους, πίστευαν πως η μπόρα θα περάσει. Η πρώτη φάση της εισβολής τούς ανάγκασε μαζί με άλλους συγχωριανούς τους να λάβουν τα μέτρα τους και να προστατεύσουν το βιός τους. Τα χωράφια τους και λίγα ζωντανά ήταν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Πού να φύγουν και να τα αφήσουν; Τα τουρκικά στρατεύματα με την κατάπαυση του πυρός βρίσκονταν μακριά από το χωριό, αλλά η ανησυχία εξακολουθούσε να υπάρχει. Οι χωριανοί μάθαιναν τα νέα από αυτούς που πήγαιναν στη Λευκωσία και άκουγαν ραδιόφωνο, το οποίο σκόρπαγε στον αέρα εμβατήρια και πολεμικά ανακοινωθέντα για ηρωική αντίσταση στον εισβολέα, τον οποίο από στιγμή σε στιγμή οι ημέτερες δυνάμεις θα πέταγαν στη θάλασσα. Την ίδια ώρα ο τουρκο”κυπριακός” σταθμός Μπαïράκ μετέδιδε:«Γκλου, γκλου, γκλου… Μεταδίδουμε από τον πάτο της θάλασσας».

Οι μέρες περνούσαν και η ελπίδα για μόνιμη ανακωχή έκανε τον κόσμο να κρατάει την ανάσα του. Ο Σαμψών είχε φύγει και ο Κληρίδης, ως πρόεδρος της Βουλής, είχε αναλάβει καθήκοντα διακυβέρνησης λόγω της διαφυγής του Αρχιεπισκόπου Μακάριου στο εξωτερικό. 

«Αττίλας 2»

Στις 15 Αυγούστου, ανήμερα της Παναγίας, οι εκκλησίες είναι γεμάτες από κόσμο. Τα χαμόγελα παγωμένα και οι ψίθυροι της προσευχής προσπαθούσαν να ξορκίσουν το κακό. Η εκεχειρία είχε παραβιαστεί και οι Τούρκοι ήταν αποφασισμένοι να ολοκληρώσουν το σχέδιο εισβολής. Η δεύτερη φάση του σάρωνε ό,τι βρισκόταν στον δρόμο των μεχμετζίκ (τουρκικός στρατός). Ο θύλακας της Κερύνειας άρχισε να διευρύνεται φτάνοντας στα δυτικά ως τον Πύργο, στα ανατολικά μέχρι την Αμμόχωστο και στα νότια ως την οδό Λήδρας στο κέντρο της Λευκωσίας.Το Παλαίκυθρο γέμισε Τούρκους και Τουρκο”κύπριους” στρατιώτες που μπαινοβγαίνουν στα σπίτια βιάζοντας, λεηλατώντας και σκοτώνοντας. Ο Ανδρέας και η Αρετή Σουππουρή μαζί με τα παιδιά τους πίστευαν πως οι Τουρκο”κύπριοι” «φίλοι» τους δεν θα τους αφήσουν να πάθουν κακό. Κι όμως, έσφαλαν. Το κακό δεν το έκαναν οι Τούρκοι, αλλά οι συμπατριώτες τους Τουρκο”κύπριοι”. Η ευκαιρία που τους έδινε η παντοδυναμία του τουρκικού στρατού δεν έμεινε ανεκμετάλλευτη. Ηταν μια καλή ευκαιρία για πλιάτσικο και αντεκδίκηση για μικροδιαφορές που είχαν με τους Ελληνοκύπριους. 

Οι αγελάδες

Η Κύπρος καιγόταν και οι πρόσφυγες άφηναν τα χωριά τους για να αναζητήσουν ασφάλεια στις περιοχές που ήταν μακριά από τις μάχες. Η οικογένεια Σουππουρή έμεινε στο Παλαίκυθρο και στις 17 Αυγούστου στο μικρό αγροτικό σπίτι ήρθε και η οικογένεια Λιασή. Ολοι μαζί 23 ψυχές. Ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο μερικοί νεαροί Τουρκο”κύπριοι” είχαν πάει στη φάρμα του Ανδρέα Σουππουρή και του είχαν κλέψει τις αγελάδες. Λένε ότι το έκαναν γιατί κάποιοι Ελληνοκύπριοι είχαν σπάσει τα έπιπλα σε ένα τουρκο”κυπριακό” σπίτι. Στις 17 Αυγούστου, όταν οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν μπει πια στο Παλαίκυθρο και δεν υπήρχε ίχνος ελληνοκυπριακής αντίστασης, οι νεαροί Τουρκο”κύπριοι” ξαναπήγαν στο σπίτι του Σουππουρή. Αυτή τη φορά δεν ήθελαν αγελάδες. Ηθελαν να πάρουν μια σύγχρονη μηχανή αρμέγματος, τη μοναδική που υπήρχε στην περιοχή. Είναι άγνωστο αν τη βρήκαν τελικά. Το σίγουρο είναι ότι ήθελαν τις ζωές και ό,τι άλλο υπήρχε στο σπίτι.

Η ανάμνηση της σφαγής

Ο Πέτρος Σουππουρής ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας. Τότε ήταν δεν ήταν 10 χρόνων. Σήμερα έχει πενηνταρίσει έχοντας αφήσει πίσω του την 17η Αυγούστου του 1974. Το έκανε με κόπο και πόνο, αλλά ποτέ δεν ξέχασε. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ξεχάσει τη μέρα που στερήθηκε την αθωότητα των παιδικών του χρόνων, χάνοντας για πάντα τον πατέρα, τη μάνα και τα τρία αδέλφια του. 

Ο Πέτρος Σουππουρής δείχνει τα τραύματά του από τις σφαίρες. Δίπλα του ο αδελφός του Κώστας, που έφυγε από την πίσω πόρτα του σπιτιού και γλίτωσε την εκτέλεση.

«Ήρθαν στο σπίτι μας 3-4 νεαροί Τουρκο”κύπριοι”», μας λέει χωρίς να αφήνει τον κόμπο στον λαιμό του να διακόψει την αφήγηση της ανάμνησης και συνεχίζει: «Μπήκαν μέσα φωνάζοντας και άρχισαν να βρίζουν και να μας βγάζουν έξω έναν-έναν». Ο Πέτρος με τον 9χρονο αδελφό του Γιάννη βγήκαν τελευταίοι. Πρώτα βγήκε η οικογένεια Λιασή και ακούστηκαν οι πρώτες ριπές. Ακολούθησαν ο πατέρας του, η μητέρα του, ένα-ένα τα αδέλφια του και ο ίδιος. Ο 8χρονος Κώστας, ακούγοντας τους πυροβολισμούς, γλίστρησε από την πίσω πόρτα και έτρεξε στο σπίτι της γιαγιάς του για να κρυφτεί. Ο Πέτρος βγαίνοντας από το σπίτι είδε πεσμένα τα πτώματα στην αυλή και πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε δέχθηκε μια ριπή που τον έριξε στο έδαφος δίπλα στον αδελφό του τον Γιάννη. Ο ίδιος θυμάται: «Οταν μας πυροβόλησαν, εγώ και ο Γιάννης πέσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον. Εγώ είχα τραυματιστεί, το ίδιο και ο Γιάννης που είχε ένα τραύμα από σφαίρα στο μάτι. Δεν θυμάμαι να κινείται. Αργότερα ένας φίλος μου μού είπε ότι τον είχε δει να αναπνέει». Ο Πέτρος έμεινε για ώρα αιμόφυρτος και τραυματισμένος σε τρία σημεία από τις σφαίρες. Δίπλα του νεκροί, οι γονείς Ανδρέας και Αρετή, 40 και 39 ετών, και τα τρία αδέλφια του, ο Γιάννης, 9 ετών, ο Δημήτρης, 7 ετών, και η 3χρονη Ιουλία. Στο ίδιο σημείο είναι νεκρά και τα μέλη της οικογένειας Λιασή με το 12μηνο βρέφος τους. Από τη σφαγή επέζησε μια συγχωριανή, η οποία κρατούσε στα χέρια της το νεκρό βρέφος της μόλις 10 μηνών. Η γυναίκα αυτή βρίσκεται στην Αθήνα από το 1974 και αποφεύγει να μιλάει για εκείνη τη μέρα. 

Σαν τα τσουβάλια

Όταν οι νεαροί Τουρκο”κύπριοι” ολοκλήρωσαν το «έργο» τους, πήραν ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν και έφυγαν. Ήταν σίγουροι ότι τους είχαν σκοτώσει όλους και κανείς δεν θα μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτό που έγινε. Λίγο αργότερα εμφανίστηκαν Τούρκοι στρατιώτες που περιέθαλψαν τους τραυματίες. Ο Πέτρος δεν ήξερε τι έγινε ο Κώστας. Τα δύο αδέλφια που επέζησαν συναντήθηκαν λίγες μέρες αργότερα, αλλά ο κίνδυνος για τη ζωή τους δεν είχε απομακρυνθεί. «Θέλανε να μας σκοτώσουν για να μη μιλήσουμε για όσα είδαμε», λέει ο Πέτρος. «Στο χωριό Βώνη, όπου μας είχαν μαζέψει, κάθε μέρα δολοφονούσαν κάποιους Ελληνοκύπριους και βρίσκαμε τα πτώματα την επόμενη ημέρα σε διάφορα σημεία», λέει και συνεχίζει: «Με την παρέμβαση του Γλαύκου Κληρίδη και του Ραούφ Ντενκτάς μάς παρέδωσαν στον Ερυθρό Σταυρό και μεταφερθήκαμε στις ελεύθερες περιοχές τον Σεπτέμβριο του 1974». 

Ο Ανδρέας και η Αρετή Σουππουρή μαζί με τον Πέτρο, τον Κώστα και τον Γιάννη. Ο Γιάννης (αριστερά) δολοφονήθηκε και για ώρες ο Πέτρος βρισκόταν τραυματισμένος δίπλα στον νεκρό αδελφό του και τους γονείς τους.

Και οι υπόλοιποι; Οι νεκροί; «Τους νεκρούς τούς φόρτωσαν σε ένα ημιφορτηγό και τους έθαψαν όλους μαζί σε έναν ομαδικό τάφο, εκεί που βρήκαν τα λείψανά τους στις ανασκαφές της επιτροπής αγνοουμένων». Ο Πέτρος και ο Κώστας Σουππουρής «συναντήθηκαν» με την οικογένειά τους μετά από 35 χρόνια, όταν πιστοποιήθηκε με τεστ DNA η ταυτότητά τους. Κηδεύτηκαν όλοι μαζί, αλλά το κεφάλαιο του ματωμένου Αυγούστου δεν έκλεισε ποτέ. Τα οστά του 9χρονου Γιάννη δεν βρέθηκαν στον ομαδικό τάφο. «Ισως να τον έθαψαν αλλού ή μπορεί να έπεσε όταν τον μετέφεραν με τα άλλα πτώματα». Στο Παλαίκυθρο υπάρχει ακόμα ένας ομαδικός τάφος, αλλά δεν έχει ανασκαφεί αφού βρίσκεται κάτω από τον αυτοκινητόδρομο. Ισως σε αυτόν να βρίσκονται και τα λείψανα του Γιάννη.

Πνιγμένοι στο αίμα

Στο Παλαίκυθρο η μαζική δολοφονία των οικογενειών Σουππουρή και Λιασή δεν ήταν η μοναδική. Τα εγκλήματα διαπράχθηκαν από Τουρκο”κύπριους”, οι οποίοι αν και ήταν γνωστοί δεν δικάστηκαν και δεν τιμωρήθηκαν ποτέ. Είναι συγκλονιστικά τα όσα είπε στην Τουρκο”κύπρια” δημοσιογράφο Σεβγκιούλ Ουλουντάγ ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες των όσων συνέβησαν στο Παλαίκυθρο: «Σε ένα σπίτι ήταν μια γυναίκα με ένα παιδί. Το παιδί το είχαν πυροβολήσει στην κοιλιά και η μητέρα που το κρατούσε ήταν πεθαμένη. Υπήρχε μια άλλη γυναίκα που ήταν πληγωμένη. Μάθαμε αργότερα ότι το ένα της πόδι ήταν ανάπηρο και την είχαν πυροβολήσει στο γερό της πόδι. Στο χωριό βρήκαν και ένα παιδί που είχε επιζήσει αν και ήταν τραυματισμένο. Το παιδί πήγε στο υπνοδωμάτιο. Στο κρεβάτι ήταν μια γυναίκα εντελώς γυμνή. Το παιδί πήδηξε πάνω της σκεπάζοντάς τη με το σώμα του και φωνάζοντας: “Μάνα μου!”… Την είχαν πυροβολήσει στα γεννητικά της όργανα και το παιδί προσπαθούσε να σταματήσει το αίμα με βαμβάκι. Την είχαν βιάσει και πυροβολήσει. Αργότερα αυτός που τη βίασε μας καυχιόταν ότι “και τους βίασα και τους σκότωσα”. Μέσα στο σπίτι ήταν ένα νεαρό κορίτσι σε μια πολυθρόνα, μισόγυμνο. Τo είχαν σκοτώσει κι εκείνo».