Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 27ης Αυγούστου του 1922, έμελλε να γραφτεί η τελευταία πράξη της μεγάλης καταστροφής της Σμύρνης από τους Τούρκους.

Tα τελευταία ελληνικά τμήματα εγκαταλείπουν τη Σμύρνη από νωρίς το πρωί, ενώ η εμπροσθοφυλακή του τουρκικού ιππικού, υπό το λοχαγό Σερεφετίν και 400 άτομα άτακτοι ιππείς, υπό τον Κορ Πεχλιβάν, εισέρχονται στη πόλη. Λίγο αργότερα, φτάνει και η μεραρχία πεζικού του στρατηγού Μουρσέλ Μπακού.

Οι Τούρκοι πυρπολούν τη πόλη, ενώ παράλληλα προβαίνουν σε αποτρόπαιες σφαγές κατά του ελληνικού πληθυσμού. Μεταξύ των σφαγιασθέντων και ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος.

Δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, “σφραγίζονται” με κόκκινη μπογιά και με την εγγραφή <>(μουσουλμανική ιδιοκτησία ) επιλεκτικά από τους κατακτητές, με σκοπό να προστατευτούν από τις πυρκαγιές όπου αργότερα θα έκαιγαν και θα κατέστρεφαν την πόλη.

Επτά ημέρες μετά την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία και μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού, του ιδίου του Μουσταφά Κεμάλ και των ατάκτων του στην πόλη, ξεκίνησε η καταστροφή της Σμύρνης.

Η φωτιά εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία και συγκεκριμένα μετά την ανατίναξη της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου από τους Τούρκους, όπου είχαν καταφύγει γυναικόπαιδα. Με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία) και της βενζίνης με την οποία οι Τούρκοι ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία, και διήρκεσε από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922.

Η πόλη μετατράπηκε σε σωρό από ερείπια.