Ο Σιμωνίδης υπήρξε ένας εκ των διασημότερων λυρικών ποιητών της αρχαιότητας, στον οποίο αποδίδεται η τελειοποίηση του επιγράμματος και του ελεγείου. Γεννήθηκε στην Ιουλίδα της νήσου Κέα περί το 556 π.Χ. και απεβίωσε το 468 π.Χ. Είχε ιωνική καταγωγή και ήταν γιος του Λεωπρέπους. Διδάχθηκε ποίηση και μουσική και συνέθεσε παιάνες προς τιμήν του θεού Απόλλωνα, ενώ είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη για τις πολυποίκιλες γνώσεις του. Αν και η γνώση γύρω από τη ζωή και τη δράση του είναι ελάχιστη, μια πληθώρα παραδόσεων μας πληροφορεί ότι ο ποιητής διέπρεψε σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως στην πόλη των Αθηνών υπό την αιγίδα του Ιππάρχου, ενώ το 514 π.Χ., έπειτα από τη δολοφονία του προστάτη του μετοίκισε στην Κραννώνα της Θεσσαλίας, στην αυλή των Αλευαδών και Σκοπαδών, όπου διέμεινε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.

Αργότερα, μετά τη μάχη του Μαραθώνα, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα, την εποχή των Μηδικών Πολέμων, όπου έγραψε τα περίφημα επιγράμματα για τους πεσόντες του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών, μετατρεπόμενος σε υμνητή των ελληνικών νικών. Υπήρξε προσωπικός φίλος τόσο του Θεμιστοκλή, όσο και του Παυσανία, ενώ η ώθηση που έδωσε στην ελληνική εθνική συνείδηση μέσω της ποίησης του, κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Πέρσες, υπήρξε καθοριστική και αναμφισβήτητη. Τα τελευταία έτη της ζωής του τα πέρασε, ως επί το πλείστον, στον Ακράγαντα, αλλά και στην αυλή του Ιέρωνα των Συρακουσών, μαζί με τον ανιψιό του Βακχυλίδη, όπου και απεβίωσε.

Λέγεται ότι τον ποιητή τον έψεξαν, διότι πουλούσε τα ποιήματα του στους αθλητές και στους ισχυρούς, αντί χρυσίου και τιμών. Ωστόσο, το γεγονός ότι κατέστησε την ποίηση επάγγελμα, δεν ελαττώνει καθόλου την αξία του σαν λυρικού ποιητή, εφάμιλλου του Πίνδαρου. Ο Σιμωνίδης αποτέλεσε ένα ξεχωριστό πρότυπο πνευματικού, αλλά και ευαίσθητου ανθρώπου. Θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως πρόδρομος των πνευματικών τάσεων που οδηγούν στους σοφιστές, καθώς ήταν πνεύμα εύστροφο, ελαφρά σκεπτικιστικό και απαισιόδοξο, με λεπτό και πνευματώδες ύφος και ελεύθερο από μυστικιστικές επιδράσεις.

Όσον αφορά στο έργο του, ασχολήθηκε με όλα τα είδη της λυρικής ποίησης, προσθέτοντας στο εκπληκτικό και πολύπλευρο ενεργητικό του ελεγείες, ύμνους επινικίων, χορικά ποιήματα διθυράμβους, παρθένια, καθώς και επιγράμματα και θρήνους, για τα οποία έγινε ιδιαιτέρως γνωστός, προκαλώντας έντονο θαυμασμό. Στα ποιήματα του κυριαρχεί το ορθολογικό κριτικό του ταλέντο και το βαθύ συναίσθημα, ενώ με του διθυράμβους του, οι οποίοι δεν σώζονται, πέτυχε πενήντα έξι νίκες. Ακόμη, κατά την νεαρή του ηλικία δίδαξε χορό στο ιερό του Απόλλωνος στην Καρθαία της Κέας και έγραψε επινίκια για πολλούς αθλητές των πανελληνίων αγώνων.

Επίσης, ο Σιμωνίδης θεωρείται ο μεγαλύτερος επιγραμματοποιός της αρχαιότητας, ενώ για τους πεσόντες Έλληνες αγωνιστές της μάχης του Μαραθώνα έγραψε, πολύ χαρακτηριστικά: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι, Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν». Αξιοσημείωτο παραμένει το γεγονός, ότι τα επιγράμματα του, εκ των οποίων εβδομήντα σώζονται στην Παλατινή Ανθολογία, τα είχε αναγάγει σε μέγιστη τελειότητα, εξαιτίας της απλότητας, της ασύγκριτης φραστικής τους συμπύκνωσης, καθώς και του ύψους των περιεχομένων σε αυτών νοημάτων. Επιπροσθέτως, ιστορικές πηγές μας πληροφορούν ότι μετά τη νίκη κατά των Περσών στο Μαραθώνα, ο Σιμωνίδης  έγραψε για τους μαραθωνομάχους και μια ελεγεία, με την οποία μάλιστα κατόρθωσε να νικήσει ακόμα και τον Αισχύλο, σε σχετικό ποιητικό αγώνα που προκηρύχτηκε και διενεργήθηκε. Επίσης, το 476 π.Χ. αναγορεύτηκε για δεύτερη φορά νικητής, σε ανάλογο διαγωνισμό.

Σύνδεση του θρήνου με το εγκώμιο μπορεί να θεωρηθεί το ποίημα του για τους πεσόντες των Θερμοπυλών, ενώ το σχετικό, περίφημο επίγραμμα είναι το ακόλουθο: «Ο ξειν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδεκείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».  Επιπλέον, πηγές μας πληροφορούν ότι έγραψε μερικά άσματα για τη ναυμαχία του Αρτεμισίου, της Σαλαμίνας, καθώς και μια ελεγεία για τους πεσόντες στις Πλαταιές.  Ωστόσο, αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι τα ποιήματα του για τον πόλεμο εναντίον των βαρβάρων, ενίσχυσαν σημαντικά τον ελληνικό εθνικό πατριωτισμό.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι το είδος του επινίκιου αποτελεί εύρημα του Σιμωνίδη, ενώ φέρεται ως εισηγητής του χορικού τραγουδιού. Επίσης, στον ίδιο αποδίδεται η προσθήκη της όγδοης χορδής στη λύρα, καθώς και η εφεύρεση της μνημονικής τέχνης. Ωστόσο, τα διασωθέντα αποσπάσματα του έργου του, αν και ελάχιστα, παρουσιάστηκαν από τον νεώτερο κόσμο και κυρίως από τους Γερμανούς , περί τον δέκατο αιώνα, σε ωραιότατες εκδόσεις.

Ο εξαίσιος Κείος ποιητής έχαιρε άκρας εκτίμησης στον αρχαιοελληνικό χώρο, για αυτό εξάλλου και πλήθος μεγάλων ανδρών της εποχής, όπως ήταν ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής και ο Παυσανίας, τον τιμούσαν με τη θερμή φιλία τους. Μετά το θάνατο του, στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνα, ο οποίος τον φιλοξενούσε, του έστησαν λαμπρό μνημείο μπροστά στη κεντρική πύλη της Ελληνικής τους, τότε, πολιτείας.

Αντεπίθεση