Ο Αλεξάνδρου Βασίλης, γεννήθηκε στο χωριό Λιμνάτη της επαρχίας Λεμεσού, το 1925. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και εργαζόταν σαν πωλητής στο παντοπωλείο του χωριού.

Ήταν ιδρυτικό στέλεχος και μέλος των επιτροπών των τοπικών εθνικοφρόνων σωματείων ΣΕΚ και ΠΕΚ.

Στην ΕΟΚΑ εντάχθηκε από την έναρξη του Αγώνα, το 1955. Αρχικά, ως βοηθός ομαδάρχη του Λιμνάτη. Ήταν μέλος της τοπικής ομάδας κρούσεως. Η δράση του υπήρξε πλούσια και μάλιστα είχε λάβει και μέρος στη πρώτη ενέδρα, κοντά στο χωριό Άλασσα, των ομάδων Λιμνάτη και Λάνιας. Επίσης, ενέργησε και σαν σύνδεσμος και τροφοδότης των ανταρτών του τομέα Φασούλας-Παραμύθας.

Τον Φεβρουάριο του 1957, συνελήφθη από τους Άγγλους οι οποίοι τον μετέφεραν στο κρατητήρια Πύλας. Στα τέλη του 1957, απολύθηκε και συνέχισε τη δράση του. Έλαβε μέρος στη κατασκευή κρησφύγετων μαζί με τους αντάρτες του τομέα, όπου ήταν υπεύθυνος και για τη τροφοδοσία τους. Αυτή γινόταν αρχικά στο Σπήλαιο του Κουταλιανού και αργότερα στο κρησφύγετο του Μαυρικίου, το οποίο είχαν κατασκευάσει κοντά στη περιοχή Άγιος Ηλίας, έξω από το Λιμνάτη.

Τον Ιούλιο του 1958, συνελήφθη ξανά από τους Άγγλους, όπου οδηγήθηκε και κρατήθηκε στο Λανίτειο Γυμνάσιο. Εκεί υπέστη φρικτά βασανιστήρια και αργότερα μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Πολεμίου.

Συγκρατούμενός του δήλωσε ότι η ζωή στο στρατόπεδο Πολεμίου, ήταν για όλους πραγματική κόλαση. Ο ήρωας Βασίλης Αλεξάνδρου, παρόλο που είχε αρρωστήσει βαριά, υπέστη φρικτές κακώσεις και ξυλοδαρμούς. Αυτά, είχαν σαν συνέπεια την επιδείνωση της υγείας του. Ύστερα από τις έντονες διαμαρτυρίες των συγκρατούμενων του, απευθυνόμενοι στην Επιτροπή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, εξετάστηκε από Άγγλο γιατρό, ο οποίος και διέταξε την άμεση απόλυση του ( προφανώς για να μην απεβιώσει μέσα στο στρατόπεδο ). Βέβαια, τα όσα είχε υποστεί ο Αλεξάνδρου, είχαν ήδη βαρύνει τη κατάστασή του και έτσι μετά από τρεις μόνο μέρες (21 Νοεμβρίου 1958) πέρασε και αυτός στο πάνθεον των ηρώων.