Κάθε μόνιμος υπάλληλος του ΡΙΚ απολαμβάνει ακόμη και σήμερα –εν μέσω οικονομικής κρίσης– κατά μέσο όρο €75.549 μισθό το χρόνο, όμως το φαινόμενο της εκτόξευσης των απολαβών τους δεν είναι τυχαία και έχει ενδιαφέρουσα, άκρως προκλητική προϊστορία.  

Όπως αποκάλυψε χθες στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών ο αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Άντης Τρυφωνίδης κατά τη διάρκεια της συζήτησης του φετινού προϋπολογισμού του Ιδρύματος, το 2009 μετά την έγκριση της οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον χειρισμό των εργαζομένων, το ΡΙΚ αποφάσισε να εναρμονιστεί με αυτήν.  

Η οδηγία επιβάλλει, εάν η ουσιαστική σχέση μεταξύ των δύο μερών είναι σχέση μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου, ο εργοδότης να καταστήσει τον υπάλληλο αορίστου χρόνου, καταβάλλοντας του κοινωνικές ασφαλίσεις, προσφέροντας του άδεια απουσίας, άδεια ασθενείας, ταμείο προνοίας και γενικά όλα τα ωφελήματα που δίδονται και αναγνωρίζονται για όλους τους υπόλοιπους υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν φανερά την ιδιότητα του εργοδοτούμενου.  

Ο σκοπός αυτής της οδηγίας που υιοθέτησε και η Κύπρος, είναι για να μην μπορούν οι εργοδότες να εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους με το πρόσχημα ότι κάνουν αγορά υπηρεσιών από αυτούς και έτσι να αποφεύγουν την παραχώρηση των παρεμφερών ωφελημάτων τους.   

Τι συνέβη όμως στο ΡΙΚ τότε; Ένας πολύ μεγάλος αριθμός εργαζομένων που εργαζόντουσαν με το κομμάτι και εμφανιζόταν η εργασία τους ως αγορά υπηρεσιών, κατέστησαν αορίστου χρόνου. Στη συγκεκριμένη διαδικασία όμως, όπως είπε ο αντιπρόεδρος του ΡΙΚ, έγιναν δύο πάρα πολύ σοβαρά ολισθήματα. Το πρώτο ήταν το γεγονός ότι τους κατέστησαν όχι μόνο αορίστου χρόνου αλλά και πλήρους απασχόλησης.  

Ένας συνεργάτης δηλαδή που παρουσίαζε ραδιοφωνική εκπομπή συνολικής διάρκειας 8 ωρών την εβδομάδα και εισέπραττε γι’ αυτή τη δουλειά 700 περίπου ευρώ, με τη μετατροπή του σε αορίστου χρόνου και πλήρους απασχόλησης η μισθοδοσία του αυξήθηκε πάρα πολύ, ενώ ουσιαστικά εξακολουθούσε να κάνει την ίδια δουλειά όπως και παλαιότερα.  

Στη συνέχεια, για να καλύψουν το κενό των ωρών που όφειλε να εργάζεται ο υπάλληλος, είπαν ότι για κάθε μια ώρα που διαρκεί η ραδιοφωνική εκπομπή, του αναγνωρίζουν άλλες δύο ώρες εργασίας για προετοιμασία. Έτσι, η μια ώρα, γινόταν αυτόματα τρεις με αποτέλεσμα εκείνοι που εργάζονταν 12 – 14 ώρες τη βδομάδα, να καταλήξουν να έχουν ένα υποτιθέμενο ωράριο εργασίας 36–42 ωρών και άρα, να εμφανίζονται σαν πλήρους απασχόλησης.  

Η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προβλέπει ότι ένας υπάλληλος αορίστου χρόνου, μπορεί να είναι πλήρους, όμως μπορεί να είναι και μερικής απασχόλησης, κάτι που το προσπέρασαν σφυρίζοντας αδιάφορα οι του ΡΙΚ και έτσι ονόμασαν όλους τους υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης.  

Δεύτερο ολίσθημα…

Το δεύτερο μεγάλο ολίσθημα που έγινε στο ΡΙΚ είναι εξίσου σοβαρό: Πολλοί από τους υπαλλήλους που έγιναν αορίστου χρόνου, προσέφεραν υπηρεσίες στο ΡΙΚ για πάρα πολλά χρόνια και έτσι προέκυψε και θέμα ένταξής τους και σε ανάλογη κλίμακα. Σε όλους αυτούς λοιπόν, δόθηκαν για όλα τα χρόνια που εργάζονταν στο ΡΙΚ προσαυξήσεις με αποτέλεσμα να πάρουν 12, 15 και 16 προσαυξήσεις.  

Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν το μισθολογικό κόστος για το ΡΙΚ μεταξύ του 2009 και του 2010, να εκτοξευθεί κατά δύο περίπου εκατομμύρια ευρώ. Μιλάμε για ετήσια, επαναλαμβανόμενη και αυξανόμενη δαπάνη. «Αυτό είναι μείζον ζήτημα.  

Η ουσία είναι ότι έχουμε στο ΡΙΚ εργαζόμενους οι οποίοι συμπληρώνουν το ωράριό τους με ώρες που είναι στην πραγματικότητα εικονικές» είπε ο κ. Τρυφωνίδης και πρόσθεσε ότι γίνεται μελέτη για να καταργηθεί το εικονικό ωράριο εργασίας στο Ίδρυμα. 

ΠΗΓΗ