Γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία, όπου ο πατέρας του Μιχαήλ Μελάς (1833-1897) δραστηριοποιούταν ως έμπορος. Το 1886 εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων και εξήλθε ως ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού στις 8 Αυγούστου του 1891. Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη (1872-1973), κόρη του τραπεζίτη και πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον στρατιωτικό Μιχαήλ Μελά (1894-1950) και τη Ζωή Μελά – Ιωαννίδη (1898-1996).

Από την αρχή, επέδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία και ζήλο για τον υπόδουλο Ελληνισμό, ενώ συμμετείχε και στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Η απαρχή του  πολέμου τον βρήκε  στα μέτωπα της Θεσσαλίας, ως διοικητής ουλαμού της 2ης Πεδινής Πυροβολαρχίας. Σύντομα όμως γεύτηκε την έντονη απογοήτευση από την υπάρχουσα κατάσταση.

Αργότερα όντας ένα με το Έθνος, προβληματιζόταν έντονα από τη κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία με τη δράση των κομιτατζήδων που αποσκοπούσαν στη προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, τις ανησυχίες του ενδυνάμωσαν ο  Μακεδόνας πεθερός του Στέφανος Δραγούμης, και ο αδελφός της γυναίκας του Ίωνας Δραγούμης, που υπηρετούσε τότε ως υποπρόξενος στο Μοναστήρι.

Και κάπως έτσι ο Παύλος Μελάς επιλέγει το δρόμο του, αυτόν που μόνο οι Άξιοι του Έθνους επιλέγουν! Τον Ιούλιο του 1904, ενώ υπηρετούσε στη Σχολή Ευελπίδων, ζήτησε 20ήμερη άδεια και έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στη Μακεδονία. Ταξίδευε με το ψευδώνυμο Δέδες και δήλωνε ζωέμπορος. Καταφθάνοντας στην Κοζάνη, συναντήθηκε με τους εκεί Έλληνες  και αποφασίστηκε η συγκρότηση ενόπλων σωμάτων με τη στρατολόγηση ανδρών από τις γύρω περιοχές και την ανάληψη άμεσης στρατιωτικής δράσης στη Δυτική Μακεδονία. Μετά από αυτή την εξέλιξη, επέστρεψε στην Αθήνα αρκετά αισιόδοξος. Στις 18 Αυγούστου ο Παύλος Μελάς με το επιχειρησιακό όνομα Καπετάν Μίκης Ζέζας, επικεφαλής σώματος 35 μόλις αντρών που αποτελούνταν από Μανιάτες, Κρητικούς και Μακεδόνες εισέρχεται ένοπλα στα Μακεδονικά εδάφη ασκώντας παράλληλα και καθήκοντα αρχηγού στις μικρότερες ομάδες που εν τω μεταξύ δρούσαν στις περιφέρεις Καστοριάς Μοναστηρίου.

Στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από αποτυχημένη επιδρομή στο σλαβόφωνο χωριό Νερέτ (Πολυπόταμος), ο Μελάς και η ομάδα του κατευθύνθηκαν στα Στάτιστα (σημερινός Μελάς), χωριό τότε πλειοψηφικά σλαβόφωνο. Χωρίς να το γνωρίζει όμως στο ίδιο χωριό βρισκόταν ο αντίπαλος του, ο Βούλγαρος βοεβόδας Μήτρος Βλάχου. Ο Βλάχου επιδιώκοντας να παγιδεύσει την ομάδα των Ελλήνων ειδοποίησε τον τουρκικό στρατό για τη παρουσία τους και έφυγε. Στις 13 Οκτωβρίου το χωριό περικυκλώθηκε από Τουρκικό απόσπασμα 150 ανδρών. Ο Παύλος Μελάς, μετά από σκληρή μάχη, έπεσε νεκρός από τουρκικά πυρά. Αμέσως ξεκίνησε ένας αγώνας για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων η σορός του, που δεν γνώριζαν ότι σκότωσαν τον Μελά. Οι συναγωνιστές του έκοψαν το κεφάλι του για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων και έθαψαν το πτώμα του στο παρεκκλήσι των Ταξιαρχών, κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς. Ο ηρωικός θάνατος του έγινε αιτία να πυκνώσουν τα σώματα των εθελοντών και αναγκαστικά, το επίσημο ελληνικό κράτος προσχώρησε αλλά ανεπίσημα, με τους Έλληνες πρόξενους να παίζουν καθοδηγητικό ρόλο και να βοηθούν στα κρυφά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα  της Εθνικής συγκίνησης που σκόρπισε  ο Ηρωικός του θάνατος ο παρακάτω τίτλος: εφημερίδα  «Εμπρός» (19.10.1904), «η αρχαία Ελλάς και η Ρώμη δεν έσχον ήρωα αγνότερον και μεγαλοφρονέστερον».

Ο Παύλος Μελάς μέσα από τη θυσία του και τα γραφόμενα του όπως την επιστολή προς ένα “Νεαρό Εύελπι’, μας αφήνει βαριά παρακαταθήκη για το πιο δύσκολο ρόλο που καλούμαστε να συνεχίσουμε.. αυτό του ΠΕΡΗΦΑΝΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ! Ανάμεσα σε άλλα τονίζει τα παρακάτω:

«Η ζωή είναι πόλεμος. Η γη σου είναι φρούριο και χρέος σου η ΝΙΚΗ!

Ένας είναι ο σκοπός σου, ο ΠΟΛΕΜΟΣ.

Πολέμα για τα ιδανικά σου, για τα Ελληνικά ιδανικά του ανθρωπισμού.

Πολέμα για την ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ.»