Μετά την ήττα του αντιπάλου, οι Σπαρτιάτες δεν προέβαιναν στην καταδίωξη του, επειδή δεν έπρεπε να διασπαστεί η φάλαγγα τους, κάτι που θα απέβαινε μοιραίο στην περίπτωση που ο ηττημένος εχθρός επανέκαμπτε ξαφνικά και αντεπιτίθεντο. Ακόμα, υπήρχε η αντίληψη ότι η μάχη τελείωνε όταν ένας εκ των δυο αντίπαλων στρατών γινόταν κύριος του πεδίου που έλαβε χώρα η μάχη. Για αυτόν τον λόγο, σπάνια προέβαιναν σε καταδίωξη του εχθρού.

Εντούτοις, ένας ακόμη λόγος που συνέβαινε αυτό ήταν για να πείσουν τους ηττημένους εχθρούς ότι αν εγκατέλειπαν την μάχη θα μπορούσαν να σωθούν με την φυγή, καθώς δεν ήθελαν να τους εξαναγκάσουν σε έναν αγώνα μέχρι θανάτου. Έπειτα, θεωρούσαν υποτιμητικό να έχουν για εχθρό τους κάποιον που έφευγε τρέχοντας από το πεδίο της μάχης, δηλαδή έναν δειλό. Θεωρούσαν πράξη άνανδρη να τους χτυπήσουν πισώπλατα την στιγμή που εκείνοι έτρεχαν για να σωθούν, έχοντας δεχτεί με τον τρόπο αυτό την ήττα τους. Εξάλλου, την φυγή οι Σπαρτιάτες την θεωρούσαν υποταγή, και σε αυτή την περίπτωση ο εχθρός περισσότερο τον οίκτο τους κέρδιζε, παρά την αντιπαλότητα τους.

Σαφώς, αυτή η συμπεριφορά υπαγορευόταν και από το πρόβλημα της λειψανδρίας που αντιμετώπιζε η αρχαία Σπάρτη, καθώς η αντίθετη περίπτωση θα είχε ως αποτέλεσμα περισσότερους τραυματισμένους ή νεκρούς πολεμιστές. Φυσικά, υπήρχαν και άλλοι ηθικοί λόγοι που υπαγόρευαν αυτήν την στάση στους Σπαρτιάτες, αλλά και στους νότιους Έλληνες γενικότερα, καθώς θεωρούσαν ότι έπρεπε να δείξουν οίκτο απέναντι σε έναν εχθρό που πολέμησε γενναία, αλλά παραδέχτηκε την ήττα του.

Ο άτυπος κανόνας της μεγαλοψυχίας απέναντι στον ηττημένο τηρείτο, ουσιαστικά, μόνο μεταξύ Ελλήνων. Αν ο εχθρός ήταν βάρβαρος δεν μπορούσε να ελπίζει σε οίκτο μετά την ήττα του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των αλαζονικών και υπεροπτικών Περσών εισβολέων, τους οποίους οι Σπαρτιάτες εξόντωσαν μαζικά και με σφοδρότητα, τόσο στις Θερμοπύλες, όσο και στις Πλαταιές.

Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση των αιχμαλώτων. Πιο συγκεκριμένα, αν αυτοί ήταν Έλληνες, κατά κανόνα ανταλλάσσονταν ανάμεσα στους δυο αντιμαχόμενους, ενώ αν αυτό δεν συνέβαινε, συνήθως απελευθερώνονταν μετά το τέλος του πολέμου. Αντίθετα, οι αιχμάλωτοι που ήταν βάρβαροι πωλούνταν ως δούλοι.

Συνεπώς, νικήτρια φάλαγγα ήταν εκείνη που είχε καταλάβει το πεδίο της μάχης. Εν συνεχεία οι οπλίτες έπαιρναν τα όπλα των νεκρών εχθρών ως λάφυρα, γεγονός που ονομαζόταν «σκύλευση», μέρος των οποίων χρησιμοποιείτο προκειμένου να στηθεί τρόπαιο, εκεί όπου σημειώθηκε η φυγή του εχθρού μετά από την ήττα του. Ειδικότερα, οι νικητές χρησιμοποιούσαν ένα δέντρο για την κατασκευή του τροπαίου, ή αν δεν υπήρχε, κατασκεύαζαν επί τόπου ένα υποστήριγμα. Ακολούθως, πάνω σε αυτό ή στα κλαδιά του δέντρου αναρτούσαν τα όπλα του ηττημένου. Το τρόπαιο αυτό δεν ήταν μόνιμο μνημείο, λόγω της προαναφερθείσης πολιτικής σεβασμού μεταξύ Ελλήνων. Αν, όμως, ο εχθρός ήταν αλλοεθνής συχνά κατασκευαζόταν ένα μόνιμο μνημείο, όπως έγινε μετά την μάχη του Μαραθώνα.

Η αποδοχή και η αναγνώριση της επίσημης παραδοχής της ήττας από τον ηττημένο γινόταν διαμέσου της αποστολής κήρυκα, για την άδεια περισυλλογής και ταφής των νεκρών από τον νικητή. Ωστόσο, το αίτημα τους αυτό είχε τυπικό χαρακτήρα, επειδή οι νικητές, παρότι μπορούσαν θεωρητικά να αρνηθούν, δεν το έκαναν ποτέ από σεβασμό στις ψυχές των νεκρών.

Το έργο αυτό, βέβαια, ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Οι Σπαρτιάτες πολεμιστές, ωστόσο, αναγνωρίζονταν εύκολα, χάρη στη φοινικίδα στολή, δηλαδή τους ερυθρόχρωμους χιτώνες τους, καθώς και από την χαρακτηριστική χάλκινη ασπίδα τους, που έφερε το σύμβολο «Λ». Επίσης, ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι για τον λόγο αυτό είχαν καθιερώσει να σκαλίζουν το όνομα τους σε ξύλινες πινακίδες, τις λεγόμενες «σκυταλίδες», τις οποίες έφεραν πάνω τους. Οι νεκροί θάβονταν στο πεδίο της μάχης, ενώ οι πεσόντες στον πόλεμο είχαν επάξια δικαίωμα επιτύμβιας στήλης.

Η ήττα μιας πόλης – κράτους δεν ακολουθείτο, συνήθως, από την καταστροφή ή την προσάρτηση της, ούτε από την εξόντωση ή την υποδούλωση των κατοίκων της. Η βασική συνέπεια ήταν η απώλεια εδαφών και των πληθυσμών που ζούσαν σε αυτά υπέρ του νικητή, καθώς και η αναγκαστική συμμαχία με αυτόν. Και πάλι, όμως, οι σημαντικότερες εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα προέρχονταν από την Σπάρτη και το Άργος. Η Σπάρτη, συγκεκριμένα, κατέστησε δουλοπάροικους τους κατοίκους των δυο βασικών κοιλάδων της νότιας Πελοποννήσου, προσαρτώντας εξολοκλήρου τα κρατίδια των ορεινών περιοχών της, τα οποία και μετέτρεψε σε περιοικίδες πόλεις. Σημαντικό, δε, είναι το γεγονός ότι την πρακτική αυτή ακολούθησαν αργότερα και άλλες μεγάλες πόλεις, όπως ήταν η Αθήνα και η Θήβα.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι η οπλιτική μάχη περιγράφεται με εξαιρετική ακρίβεια, ζωντάνια  και γλαφυρότατη παραστατικότητα μέσα από τους εξαίρετους στίχους του «εθνικού ποιητή» Τυρταίου. Ενός Σπαρτιάτη, που μαχόταν και ο ίδιος για τα ιδανικά της Πατρίδας και της Ελευθερίας, εμψυχώνοντας παράλληλα με το έργο του τόσο τους συμπολίτες, όσο και τους συμπολεμιστές του.