Μελετώντας την «Λακεδαιμονίων πολιτεία» του Ξενοφώντα, μπορούμε να δούμε αναλυτικά διάφορους ελιγμούς των στρατιωτικών τμημάτων στην επί κέρας πορεία και να καταλάβουμε γιατί δίκαια ο στρατιωτικός μηχανισμός των Λακεδαιμονίων θεωρείτο, ίσως, ο κορυφαίος της εποχής.

Άλλωστε, είναι γεγονός ότι ο Σπαρτιατικός στρατός εκτελούσε με μεγάλη ευκολία και ακρίβεια διάφορους ελιγμούς, οι οποίοι σε άλλους στρατούς της εποχής θα ισοδυναμούσαν με διάλυση της συνοχής των τμημάτων τους.

Η σπαρτιατική φάλαγγα παρατασσόταν ανάλογα πάντοτε με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε επικείμενης πολεμικής σύρραξης.Τα παραγγέλματα, τα οποία ήταν ελάχιστα όπως αναφέρουν ιστορικές πηγές, δίνονταν από τους σαλπιγκτές, καθώς ο βασιλιάς ή οι στρατηγοί πολεμούσαν στο δεξιό κέρας και δεν μπορούσαν να έχουν πλήρη εικόνα της μάχης και της εξελίξεως της ανά πάσα στιγμή. Για αυτό ακριβώς τον λόγο το σχέδιο που θα ακολουθείτο προαποφασιζόταν, συνήθως, σε πολεμικό συμβούλιο και δεν ήταν δυνατό να αλλάξει. Εκεί κρινόταν ποιες τακτικές μάχης θα ήταν οι καταλληλότερες, ώστε να δώσουν πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου.

Εντούτοις, εκτός από το σχέδιο και τις τακτικές που θα αναπτύσσονταν στο πεδίο της μάχης, τους συμβούλους προβλημάτιζε ιδιαίτερα και με ποιόν τρόπο θα απέφευγαν την «παράρρηξιν», η οποία δημιουργείτο μέσω της υπερβολικής αναπτύξεως της φάλαγγας, καθώς και από το μικρό βάθος των στοίχων της. Την ίδια ανησυχία προκαλούσε, επίσης, και η «κύκλωσις», η οποία δημιουργείτο από το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την υπερβολική εις βάθος ανάπτυξη της φάλαγγας, γεγονός το οποίο θα επέτρεπε την υπερφαλάγγιση της.

Μια τυπική οπλιτική φάλαγγα είχε βάθος τεσσάρων, οχτώ, δώδεκα ή δεκαέξι στοίχων, αν και το βάθος των οχτώ στοίχων φαίνεται συνηθέστερο. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι οι Σπαρτιάτες της κλασικής περιόδου, κατ’ εξαίρεση, παρέτασσαν τους άνδρες τους σε αριθμό στοίχων που δεν ήταν πολλαπλάσιος του τέσσερα, αλλά του έξι. Έτσι, το σύνηθες βάθος της σπαρτιατικής φάλαγγας ήταν έξι ή δώδεκα στοίχοι, αντί των οχτώ ή δεκαέξι των άλλων ελληνικών πόλεων. Το γεγονός αυτό εξηγείται τόσο από την ανώτερη μαχητική ικανότητα των Σπαρτιατών πολεμιστών, όσο και από το μόνιμο πρόβλημα της λειψανδρίας της σπαρτιατικής πόλης – κράτους.

Εντούτοις, η οπλιτική φάλαγγα είχε ένα βασικό μειονέκτημα, καθώς μπορούσε να επιχειρήσει μόνο σε πεδινό ή με δυσκολία σε ημιπεδινό έδαφος, αφού οι στοίχοι της ήταν αδύνατο να σχηματιστούν και να παραταχθούν σε ορεινή περιοχή.

Η απόσταση που έπρεπε να διανύσουν οι επιτιθέμενοι μέχρι να φτάσουν πλησίον του σπαρτιατικού στρατεύματος ήταν περίπου τρία στάδια. Όταν η στιγμή της σύγκρουσης πλησίαζε, οι δυο αντίπαλες παρατάξεις βάδιζαν η μια εναντίον της άλλης, ενώ η  προώθηση στο πεδίο της μάχης γινόταν είτε με πολεμικά άσματα, τους παιάνες, είτε με πολεμικές ιαχές. Όταν έφταναν σε αρκετά κοντινή απόσταση, δηλαδή σε μισό έως ένα στάδιο, οι πολεμιστές έκαστης παράταξης άρχιζαν να τρέχουν προκειμένου να επιπέσουν με ορμή στον εχθρό. Οι Σπαρτιάτες σε αντίθεση, όπως έχει αναφερθεί ήδη, αποτελούσαν την εξαίρεση στον κανόνα αυτό, επειδή βάδιζαν μέχρι την αγχέμαχη σύρραξη με απόλυτη τάξη και συγχρονισμένο βηματισμό, υπό των ήχο αυλών, για να μην διασπαστεί η παράταξη.

Οι Σπαρτιάτες οπλίτες των τριών ή τεσσάρων πρώτων στοίχων της φάλαγγας είχαν τα δόρατα τους σε οριζόντια θέση, στραμμένα προς τον εχθρό. Με αυτό τον τρόπο κάθε ένας από τους οπλίτες της αντίπαλης πλευράς είχε να αντιμετωπίσει τρεις ή τέσσερις αιχμές δοράτων, για να κατορθώσει να φτάσει στην πρώτη γραμμή της φάλαγγας. Παράλληλα, οι οπλίτες των υπόλοιπων στοίχων κρατούσαν τα δόρατα τους κεκλιμένα, προκειμένου να ανακόπτουν τα βλήματα που ενδεχομένως να δέχονταν από τους αντίπαλους ψιλούς, δηλαδή ακόντια, βέλη ή πέτρες σφενδόνης. Με αυτή την τακτική, επίσης, απέφευγαν τον τραυματισμό των συμπολεμιστών τους, που βρίσκονταν στους μπροστινούς στοίχους, με τις αιχμές των δοράτων τους, ενώ είχαν τους σαυρωτήρες αυτών στραμμένους προς τα κάτω, έτσι ώστε να αποτελειώνουν με αυτούς τους τραυματισμένους εχθρούς τους, όταν περνούσαν από πάνω τους.