Τα κυπριακά τραπεζικά ιδρύματα στην πλειονότητα τους δεν τηρούσαν απόλυτα και σε όλες τις περιπτώσεις τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις σχετικές ευρωπαϊκές οδηγίες και την εθνική νομοθεσία και ειδικά αυτήν που προνοεί για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, δηλαδή να γνωρίζουν ποιος είναι ο πελάτης τους. Αυτό διαπιστώνει η Επιτροπή Θεσμών στην Έκθεση της, σε σχέση με τα αίτια που οδήγησαν στην κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας.

Η Επιτροπή διερωτάται παράλληλα κατά πόσο υπήρχαν πρόσωπα (αξιωματούχοι και εποπτικές αρχές) που γνώριζαν την πιθανότητα κατάρρευσης της Λαϊκής Τράπεζας. Διερωτάται παράλληλα, κατά πόσο οι εν λόγω αξιωματούχοι είχαν προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες, όπως προειδοποίηση των μετόχων ή προσπάθεια αποτροπής του γεγονότος αυτού ή προειδοποίηση μετόχων ή άλλων εμπλεκομένων.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, καθίσταται σαφές ότι παρατηρήθηκαν κύματα εκροών καταθέσεων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά τις κρίσιμες περιόδους τα οποία αναχαιτίζονταν μετά από δημόσιες δηλώσεις. Λογικά προκύπτει το ερώτημα γιατί η Κεντρική Τράπεζα δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα, όταν ο τέως Διοικητής ανέφερε σε συνεδρία της Επιτροπής Θεσμών ότι παρακολουθούσε τις δηλώσεις Γερμανών αξιωματούχων, αλλά και τα δημοσιεύματα για κούρεμα από τις αρχές του 2013. Eπίσης, σύμφωνα με την Έκθεση, ο ίδιος ο τέως Διοικητής ανέφερε ότι ενημέρωνε σε καθημερινή βάση την κυβέρνηση και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το ρυθμό εκροών που παρατηρούνταν αλλά δεν προχώρησε στη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων.

Δεδομένων των πιο πάνω, η Επιτροπή εισηγείται να γίνει λεπτομερής έλεγχος, για να βρεθούν οι συναλλαγές για τις οποίες είναι πολύ εμφανές ότι υπήρξε εσωτερική προνομιακή πληροφόρηση.

Διαβάστε αυτούσια την έκθεση της Επιτροπής Θεσμών ΠΗΓΗ