Προσέξατε χθες, που ο ουρανός ήταν γκρίζος; Προσέξατε, που τα πουλιά είχαν κρυφτεί; Προσέξατε, που, όντας Άνοιξη, τα λουλούδια στους κάμπους είχαν χάσει τη δροσιά τους; Θα ‘πρεπε η φύση να γιόρταζε κι αυτή. Δεν άντεξε όμως. Τόση υποκρισία… Έτρεχαν οι ταγοί από εκκλησία σε εκκλησία και από σωματείο σε σωματείο, για να τιμήσουν την σπουδαιότερη γενιά στη σύγχρονη ιστορία αυτού του πολύπαθου νησιού. Πώς να αντέξουν τα παλικαρόβουνα του Μαχαιρά και του Πενταδάκτυλου και να μην ραγίσουν οι πλαγιές τους από τον πόνο; Πώς να αντέξουν οι αιματοβαμμένες σπηλιές και να μην σειστούν από τη θλίψη; Πώς να αντέξουν τα σύννεφα και να μην σκεπάσουν την ατμόσφαιρα από ντροπή;

Τέτοια μέρα κάθε χρόνο, ανοίγει η ιερή πύλη στο Πάνθεον των Αθανάτων. Οι Ήρωες, σαν υπερήφανοι αετοί, ανοίγουν τα φτερά τους και εγκαταλείπουν το χρυσοποίκιλτο παλάτι της Ελευθερίας. Εκείνο το οποίο συνάντησαν παίρνοντας τα μονοπάτια της λεβεντιάς και της αρετής. Επιστρέφουν στο ρημαγμένο νησί. Προσπαθώντας να ηλεκτρίσουν ξανά ψυχές, που αργοσβήνουν, παραμένοντας σε χειμερία νάρκη. Επιχειρούν να ανάψουν ξανά στις καρδιές τη φλόγα της ελπίδας. Αυτήν που αφήσαμε να αραχνιάσει σε συνθήκες πνευματικής νάρκωσης και συνειδησιακού λήθαργου. Προσέξατε ότι χθες οι αετοί δεν εμφανίστηκαν στον γκρίζο ουρανό; Δεν άντεξαν. Έβλεπαν κάθε χρόνο την υποκρισία να μολύνει την ηρωική τους θυσία. Συνέχιζαν, ωστόσο, να παραμένουν πιστοί ενσαρκωτές των στίχων του Ρίτσου: «Τ’ αληθινό μπόι του ανθρώπου μετριέται πάντα με το μέτρο της λευτεριάς». Ήλπιζαν ότι θα βρίσκαμε τη δύναμη να βρούμε την έξοδο από το λαβύρινθο της κατάπτωσης των ηθών και του απαθούς συμβιβασμού με την σκλαβιά.

Φευ… Αυτή τη φορά, συνειδητοποίησαν πια οι Αθάνατοι, ότι η έξοδος του λαβύρινθου σφραγίστηκε από κάποιες ξεδιάντροπες αποχές. Από νομοθετικές προτάσεις υποταγής σε όρους απαράδεκτους και εξευτελιστικούς, που τέθηκαν από τον Σουλτάνο της κατοχής. Όροι άρνησης του ενωτικού δημοψηφίσματος. Της πηγής, δηλαδή, που τροφοδότησε τις καρδιές των Αετών με τόσο ηρωισμό και τέτοιο πατριωτισμό, ώστε να βρουν το θάρρος, όντας αμούστακα παιδιά, να κοιτάξουν τον Χάρο κατάματα. Και να του φωνάξει ο Ανδρέας Δημητρίου: «Δεν με φοβίζει ο θάνατος, γιατί η ζωή είναι περιττή μέσα στην σκλαβιά». Η έξοδος από τον λαβύρινθο σφραγίστηκε ολοκληρωτικά από κάποια «μυστικά δείπνα» της ντροπής.

Οι Αετοί δεν ήρθαν χθες. Αυτή τη φορά συνειδητοποίησαν το μέγεθος της υποκρισίας στην πραγματική του διάσταση. Πώς να άντεχαν να πετάξουν με υπερηφάνεια στα Φυλακισμένα Μνήματα; Τι και αν βρίσκονται στο αιώνιο Πάνθεον; Αντιλαμβάνονται την υποκρισία και τη δειλία των τιποτένιων, που δεν τόλμησαν να ψηφίσουν το νομοσχέδιο της υποταγής προχθές. Το άφησαν για την ερχόμενη Παρασκευή. Ελπίζοντας ότι έτσι η ντροπή θα είναι μικρότερη. Ελπίζοντας ότι χθες, όταν γύριζαν στις δοξολογίες, θα απέφευγαν το φτύσιμο. Για να μην μολύνουμε τους Ήρωες δεν το κάναμε. Το έκαναν, όμως, πολλές χιλιάδες στη συνείδησή τους. Οι Αετοί έμαθαν ότι κάποιοι στέλνουν πια εγκυκλίους, για να μην παίρνουν τα παιδιά στον χώρο της δόξας. Για να μην τρομάζουν, λέει, από το θέαμα της καταπακτής! Πού να καταλάβουν οι αξιολύπητοι, ότι, απλώς, αποδεικνύουν πως τρέμουν την Ιστορία. Επειδή η σύγκριση με το δικό τους μικροσκοπικό ανάστημα είναι καταθλιπτική.

Οι Αετοί δεν ήρθαν χθες. Ίσως να μην ξανάρθουν ποτέ. Πώς να άντεχαν χθες στα Φυλακισμένα Μνήματα; Από τη μια ένα σωρό κουστουμαρισμένοι να καταθέτουν στεφάνια. Σ’ αυτούς, που τους πούλησαν χωρίς αιδώ, υποταγμένοι στους όρους ενός σχιζοφρενούς Σουλτάνου. Προς τι; Χάριν ενός δείπνου απόψε. Με μενού, μια ακόμη δόση ψευδαίσθησης και μπόλικο ποτό εξευτελισμού. Και από την άλλη; Ταπεινοί άνθρωποι. Που η καρδιά τους σείεται από συγκίνηση για εκείνα τα παιδαρέλια τα οποία σκόρπισαν τον πανικό στις τάξεις μιας υπερδύναμης. Όπως με εύστοχο τρόπο περιγράφουν οι στίχοι του τεράστιου Μόντη: «Πού τρέχουν όλοι αυτοί/ γιατί τόση αναταραχή/ για να σκοτώσουν τρία παιδικά χαμόγελα;/ Γιατί φοβούνται πως είναι τόσο δύσκολο/ να σκοτώσουν αυτά τα χαμόγελα;». Η εικόνα χθες της αδελφής του ήρωα Ιάκωβου Πατάτσου (όπως την απαθανάτισε ο φωτογράφος του «Φ» Στέφανος Κουρατζής) απείρως αποκαλυπτική της τεράστιας διαφοράς. Αγκαλιάζει τον σταυρό στον τάφο του Παλληκαρίδη και φιλάει τρυφερά τη φωτογραφία του. Δέος για την υπερηφάνεια, αλλά και απέραντος προβληματισμός από τον επώδυνο απολογισμό!

Χρόνια τώρα, κλείνω τέτοια άρθρα με τους στίχους του Μόντη για τον Αυξεντίου. Είναι το μόνο που μας απέμεινε αναζητώντας ψήγματα ελπίδας: Να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου/ να καθαρίσουμε το δικό μας/ να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου/ να μπολιάσουμε το δικό μας…

Γιώργος Καλλινίκου

ΠΗΓΗ