Από ποιον εξαρτάται η λύση του Κυπριακού; Η προφανής απάντηση δείχνει την Τουρκία. Τουρκικά στρατεύματα επιτέθηκαν το 1974 στην Κυπριακή Δημοκρατία. Τούρκοι είναι οι έποικοι που στέλνονται στο κατεχόμενο τμήμα με σκοπό να αλλοιώσουν τον δημογραφικό του χαρακτήρα. Η Τουρκία είναι αυτή που εξακολουθεί και σήμερα να κατέχει στρατιωτικά το βόρειο τμήμα της νήσου. Ο σημερινός Τούρκος πρωθυπουργός είναι αυτός που έχει γράψει στο βιβλίο του: «Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα. …η Τουρκία είναι υποχρεωμένη από στρατηγική άποψη να ενδιαφέρεται για την Κύπρο πέραν του ανθρώπινου παράγοντα».

Τη γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου δεν την ανακάλυψε ο κ. Νταβούτογλου. Την είχε ανακαλύψει τη δεκαετία του 1950 ο κεμαλικός Νιχάτ Ερίμ. Οι απόψεις τους ταυτίζονται.

Είναι ωραίο να φαντασιωνόμαστε την Τουρκία του Λιβανελί, των Κοτς ή των Τούρκων διπλωματών και ακαδημαϊκών με τους οποίους συνομιλούμε πολιτισμένα και λογικά σε ξένα πανεπιστήμια ή διεθνή fora.

Πρόκειται, όμως, για ένα εντελώς μειοψηφικό ρεύμα φιλοευρωπαϊστών. Η πραγματικότητα της Τουρκίας αποτυπώνεται σε δύο περιστατικά των τελευταίων ημερών. Την περασμένη εβδομάδα έληξε η απαγόρευση κυκλοφορίας που είχε επιβληθεί επί τριάντα έξι ημέρες (!!) στην πόλη Σιλώπη. Κατά τη διάρκεια της απαγορεύσεως η στρατοχωροφυλακή επιχειρούσε με βαρέα όπλα μέσα σε πυκνοκατοικημένες συνοικίες. Στο δεύτερο περιστατικό, μία απατημένη σύζυγος για να εκδικηθεί τον άνδρα της ανήρτησε στον διαδικτυακό του λογαριασμό σχόλια κατά του προέδρου Ερντογάν, με αποτέλεσμα να τον φυλακίσει ο εισαγγελέας. Αυτή είναι η Τουρκία με την οποία καλείται να βρει λύση η Κύπρος.

Από τυπικής πλευράς, βεβαίως, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν συνομιλεί με την Τουρκία από την οποία υφίσταται την παραβίαση της εδαφικής της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας. Συνομιλεί με τους Τουρκοκυπρίους που αντλούν τη νομιμοποίησή τους από την παρουσία του τουρκικού στρατού. Δεν πρέπει να υποβαθμίζεται η σημασία του διαλόγου μεταξύ των δύο κοινοτήτων του νησιού. Σε τελική ανάλυση είναι οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι που θα κληθούν να ζήσουν μαζί σε ένα ενιαίο κράτος. Στον ενδοκυπριακό διάλογο, όμως, η Τουρκία είναι ο τελικός κριτής του συμβιβασμού που επιδιώκουν οι Τουρκοκύπριοι.

Πρόκειται για την Τουρκία των κ. Ερντογάν και Νταβούτογλου (ή την Τουρκία της Σιλώπης και του εισαγγελέα).

Επί δεκαετίες, το θεμελιώδες λάθος της Τουρκίας ήταν ότι θεώρησε πως το Κυπριακό λύθηκε με την «ειρηνευτική επιχείρηση» του 1974. Ενα διεθνές ζήτημα, όμως, στο οποίο περιλαμβάνεται και παραβίαση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, λύνεται οριστικά μόνο με συναίνεση μεταξύ των ενδιαφερόμενων πλευρών, η οποία λαμβάνει συνήθως τη μορφή συμφωνίας ειρήνης.

Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βρίσκεται από τουρκικής πλευράς το σύνολο των υπαρκτών δεδομένων που διαμορφώθηκαν manu militari το 1974: η κατάληψη και η συνεχιζόμενη κατοχή του 36,4% του συνολικού εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, και οι αλλαγές που έχουν επέλθει ύστερα από 41 χρόνια δημογραφικής αλλοιώσεως του πληθυσμού με την αθρόα εισαγωγή εποίκων από την Τουρκία. Είναι αυτό που αποκαλούσε αυτάρεσκα ο Ντενκτάς «πραγματικότητες» (realities) που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν σε οποιαδήποτε πρόταση για μελλοντικό καθεστώς της Κύπρου. Από την άλλη, η ελληνοκυπριακή πλευρά διαπραγματεύεται τη διεθνή αναγνώρισή της και τη μοναδική εκπροσώπηση του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας στη διεθνή κοινότητα. Η διαπραγμάτευση είναι «αναγνώριση έναντι εδάφους».

Τα μηνύματα που έρχονται από παντού, δείχνουν ότι μέσα στην άνοιξη θα δούμε ένα νέο σχέδιο επιλύσεως του Κυπριακού. Τίποτα, όμως, από τα δεδομένα του Κυπριακού δεν έχει αλλάξει σε βαθμό τέτοιο που να μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι οι Τούρκοι θα υποχωρήσουν και οι Ελληνοκύπριοι θα επιτύχουν μία αξιοπρεπή διευθέτηση. Με την εξαίρεση του μικρού κοιτάσματος «Αφροδίτη», δεν έχουν προλάβει να ανακαλυφθούν άλλα ενεργειακά κοιτάσματα που να προσφέρουν ισχύ στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Η δε Τουρκία διά της «λύσεως» επιδιώκει να μετατρέψει την Κύπρο σε οιονεί δορυφόρο της.

Το νέο σχέδιο θα εμφανισθεί σε μία περίοδο που η Ελλάδα, ο βασικός σύμμαχος της Κύπρου, όλες αυτές τις δεκαετίες, θα είναι από πλευράς διαπραγματευτικής ισχύος εξουδετερωμένος. Στην καλή περίπτωση, την άνοιξη του 2016 θα συζητούμε πιθανή μείωση του χρέους. Πιθανότερο είναι να παρακαλούμε για γρήγορη ολοκλήρωση της αξιολογήσεως. Στην κακή περίπτωση, η χώρα θα σέρνεται σε νέες εκλογές. Είναι προφανές ότι η Κύπρος μόνη της θα συνδιαλέγεται με την Τουρκία. Μήπως να το ξανασκεφτούμε;

Άγγελος Μ. Συρίγος – Επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.