Η ανιδιοτελής προσφορά του στις Τέχνες, τα Γράμματα, στο Υπ. Παιδείας και στην Ελληνική Κοινωνία, είναι τόσο μεγάλη και σημαντική, που δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί το μεγαλείο της προσωπικότητάς του και την αγάπη του για την Ελλάδα και τα Ελληνόπουλα, τα οποία θεωρούσε συνεχιστές του Ελληνικού Έθνους και γι’ αυτό ονειρευόταν και δρούσε για την Εκπαίδευσή τους.

«Στον ίσκιο της Ακρόπολης γεννήθηκα Πλακιώτης», όπως λέει ο ίδιος, ο οποίος γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1859, από τον Χρήστο Δροσίνη, ανώτατο υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών, και την Αμαλία Πετροκόκκινου, πλούσιας οικογένειας εμπόρων από την Χίο, με ρίζες από το Βυζάντιο. Και οι δύο οικογένειες των γονιών του, είχαν πολύ σημαντικές προσφορές στον Αγώνα του ‘21, αφού οι πρόγονοί του, από την μεριά του πατέρα του, ήσαν πρωτοπαλλήκαρα των Αγράφων και σκοτώθηκαν πολεμώντας στην Έξοδο του Μεσολογγίου, όπως οι Αγωνιστές καπετάν Αναστάσης Δροσίνης (ο προπάππος του) και τα 3 αδέλφια Δροσίνη, Καραγιώργος (ο παππούς του), Γιαννακός και Καρακώστας. Η οικογένεια του παππού του, από την μητέρα του, πολέμησε με τον Δημήτριο Υψηλάντη για την Ελληνική Εθνεγερσία και αργότερα αγωνίστηκε με τον Ι. Καποδίστρια για την Ανασύσταση του κράτους, αφού εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Είχε 3 αδέλφια, τον Κωνσταντίνο, τον Στράτο και την Κάτια.

Ο ίδιος παντρεύτηκε την Μαίρη Κασσαβέτη, κόρη του Δημητρίου με καταγωγή από το Πήλιο και έμπορο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Απόκτησαν 3 παιδιά, την Μπέμπα, τον Κωνσταντίνο και την Αγγελική. Όμως η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, και με τα 3 παιδιά τους εγκαταστάθηκε στην Λωζάννη της Ελβετίας, λόγω του δεσμού του Δροσίνη με την Αικατερίνη Ευλαμπίου, την «Αθάνατη φίλη» όπως την αποκαλούσε, σύζυγο Αναστασίου Τυπάλδου, με την οποία έζησε για 30 χρόνια, χωρίς όμως να πάρει ποτέ διαζύγιο από την γυναίκα του. Άρχισε τις βασικές σπουδές του στην Σχολή Καλογραιών στην Πλάκα, στο Λύκειο Σουρμελή και στην Βαρβάκειο Σχολή. Γράφεται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στην Νομική Σχολή, αλλά κάνει μεταγραφή στην Φιλοσοφική, που όμως εγκατέλειψε. Έκανε σπουδές στην Ιστορία Καλών Τεχνών και στις Ξένες Λογοτεχνίες στην Γερμανία, στα Πανεπιστήμια της Δρέσδης, της Λειψίας και στο Βερολίνο.

Στα περιοδικά «Ραμπαγάς» και «Μη χάνεσαι», στα πρώτα του βήματα όπου έγραφε με το ψευδώνυμο «Αράχνη», βρίσκουμε και το γνωστό ποίημα «Η Ανθισμένη Αμυγδαλιά» που μελοποιήθηκε. Εργάστηκε ως συνεργάτης και άλλοτε ως διευθυντής, στις εκδόσεις του περιοδικού (και αργότερα εφημερίδα) «Εστία», στο ημερολόγιο (και κατόπιν εφημερίδα) «Νέα Ελλάς», στις εφημερίδες «Ακρόπολις», «Το Άστυ», «Αθήναι», στο σατυρικό έντυπο «Καλησπέρα σας», και στα περιοδικά «Μελέτη» και «Ελληνικά». Γρήγορα στα γραπτά του διαφαίνεται η τάση για τον Παιδαγωγικό και κυρίως για τον πατριωτικό προσανατολισμό του, ενώ υιοθετεί την Δημοτική Γλώσσα, χωρίς όμως τις υπερβολές και τις ακρότητες, του δημοτικισμού του Ι. Ψυχάρη.

Συμφωνεί με τον τρόπο απόδοσης της Καθαρής Δημοτικής, τόσο με τον Κ. Παλαμά, τον Ν. Πολίτη, τον Ν. Καμπά, τον Δ. Βικέλα, τον Βιζυηνό, τον Α. Προβελέγγιο, τον Ι. Πολέμη, όσο και με τους άλλους λόγιους της εποχής του, με τους οποίους ιδρύουν την Νέα Σχολή ή την Σχολή της Αντιδράσεως, που είναι το νέο ρεύμα του δημοτικισμού, απαλλαγμένο και από τον έντονο και πομπώδη ρομαντισμό της προηγούμενης γενιάς των ποιητών, με τα στοιχεία της κατάθλιψης και της άκρας μελαγχολίας, αλλά και από την απόμακρη και δυσνόητη γλώσσα της καθαρεύουσας. 

Ο Δροσίνης στο έργο του είναι απλός, κατανοητός, λυρικός, με γνήσια σαφή έκφραση, πατριδολάτρης και φυσιολάτρης. Αγαπούσε με πάθος την Ελληνική φύση και κυρίως τα τοπία της υπαίθρου, τα οποία περιγράφει με πανέμορφες εικόνες, με σκηνές από την απλή, καθημερινή ζωή των Ελλήνων και προκαλεί γνήσια αισθήματα συγκίνησης, τρυφερότητας, πατριωτισμού και ενθουσιασμού. Περιγράφει τον έρωτα με γλύκα και αμεσότητα, χωρίς δράματα και θρήνους, αφηγείται τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες του με την καθημερινή γλώσσα, γι’ αυτό είναι προσιτός και αγαπητός απ’ όλους τους Έλληνες που τον διαβάζουν, και απ’ όλες τις ηλικίες. Έχει μελετήσει βαθιά την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, αλλά και τους παλιούς λαϊκούς θησαυρούς, όπως το Δημοτικό τραγούδι, τους θρύλους, τις παραδόσεις, τα έθιμα και τους μύθους του Λαού μας.

Μπορούσε να περιγράφει με απαράμιλλη ομορφιά, ένα ερημωμένο μακρινό ξωκλήσι, χωρίς ένα κερί, ένα καντήλι, όσο και τον πόνο της ξενιτιάς με τον πόθο για τον γυρισμό στην Πατρίδα, ένα καλύβι σ’ ένα ψαροχώρι ή σε μια βουνοπλαγιά, να χρωματίζει με μαγεία ένα ηλιοβασίλεμα σε μια ακροθαλασσιά ή να μιλάει για μια χελιδονοφωλιά, μια αστρογειτονιά ή έναν νεραϊδόκηπο, να εισχωρεί στα μεταφυσικά προβλήματα, όπως για το αν υπάρχει η μετά θάνατον ζωή, να διαπνέεται από την δοξαστική ορμή για την Εθνική ανόρθωση, τις δάφνες για τις νίκες των Βαλκανικών Πολέμων, το κλέος των Αρχαίων Προγόνων μας και την λατρεία του για τον Ελληνισμό και την Ψυχή του Γένους.

Εκτός από την ποίηση ασχολήθηκε με μεταφράσεις στην Αγγλική, Γαλλική και Γερμανική γλώσσα, έγραψε Μυθιστορήματα, Διηγήματα, Παραμύθια, κωμωδία για το Θέατρο, προσωπικές εντυπώσεις του από τις περιηγήσεις του στην Ελλάδα και Ιστορικές Διηγήσεις. Θαύμαζε τον Σίλλερ, τον Βάγκνερ, τον Γκαίτε και την μουσική του Μπετόβεν, αγαπούσε το ραδιόφωνο, τους μακρινούς περιπάτους. Πολλά από τα έργα του, τα έχει εμπνευστεί από τις διακοπές του στο Χορευτό Πηλίου, στο εξοχικό σπίτι της οικογένειας στις Γούβες Ευβοίας και στην βίλλα του «Αμαρυλλίς» στην Κηφισιά, όπου ζούσε από το 1939 έως τον θάνατό του, από πνευμονία, στις 3 Ιανουαρίου του 1951, και η οποία σήμερα λειτουργεί ως Δημοτική Βιβλιοθήκη και ως «Μουσείο Δροσίνη». Ήταν μέλος της «Εθνικής Εταιρείας», συνδημιουργός και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, από την οποία είχε προταθεί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας του έτους 1947.

Διετέλεσε ανώτερος υπάλληλος του Υπ. Παιδείας, Διευθυντής της Μέσης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Διευθυντής Γραμμάτων και Τεχνών. Από την θέση του στο Υπ. Παιδείας καθιέρωσε για τα Σχολεία την Γιορτή της Σημαίας και την παρουσία Ελλήνων ποιητών και πεζογράφων στα Σχολικά βιβλία. Δημιούργησε το Γραφείο Σχολικής Υγιεινής, με ελέγχους των παιδιών από Σχολιάτρους, εισήγαγε την Γυμναστική στα Σχολεία και τα μαθητικά συσσίτια, αλλά και τον θεσμό των Σχολικών Βιβλιοθηκών. Αναδιοργάνωσε το Βυζαντινό – Χριστιανικό Μουσείο, το Λαογραφικό Μουσείο, εξέδωσε την «Λαογραφική Εγκυκλοπαίδεια», συνίδρυσε με τον Βικέλα το σωματείο «Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων», απ’ όπου εκδόθηκαν σημαντικά βιβλία και περιοδικά, αλλά και χρηματοδότησαν άλλους Μορφωτικούς Συλλόγους και Ιδρύματα. Ίδρυσε το περιοδικό «Εθνική Αγωγή» και τον Σύλλογο «Σκοπευτική Εταιρεία», διότι πίστευε ότι οι νέοι πρέπει να γνωρίζουν την χρήση των όπλων και να εξασκούνται με αυτά, τόσο για την υγιή διάπλασή τους, όσο και για την πολεμική τους ετοιμότητα, γι’ αυτό και εξέδωσε το βιβλίο «Η σκοπευτική άσκησις του Έθνους».

Ακόμα, εξέδωσε το «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος», ίδρυσε την «Σεβαστοπούλειον Εργατική Σχολή» (όπου την καθαριότητα και την φροντίδα του κήπου της, την είχε αναλάβει ο ίδιος, αυτοπροσώπως!), και τον «Οίκο Τυφλών» στην Καλλιθέα. Επειδή το κράτος δεν του έδωσε ούτε μία δραχμή για το Ίδρυμα, απευθύνθηκε στην Ιφιγένεια Συγγρού, με την χορηγία της οποίας η Ειρήνη Λασκαρίδου, έκανε ειδικές σπουδές για τυφλούς στην Αλσατία και κατόπιν ανέλαβε την Διοίκηση του Ιδρύματος. Αλλά βοήθησαν χρηματικά και η Εθνική Τράπεζα, ο Αλεξ. Πλατιανός και ο Σύλλογος Σ.Ω.Β., που ανέλαβε και την έκδοση των ειδικών βιβλίων για τυφλούς, σε συνεργασία με ξένες βιβλιοθήκες. Με δικές του ενέργειες πέτυχε την «Προστασία της Πνευματικής Ιδιοκτησίας», ενώ τον Νοέμβριο του 1940, μαζί με άλλους 16 Έλληνες διανοούμενους, υπέγραψε το γράμμα – Διαμαρτυρία, μέσω της εφημερίδας «Νέα Ελλάς», εναντίον της βάρβαρης και δόλιας Ιταλικής επίθεσης. Η ανιδιοτελής προσφορά του στις Τέχνες, τα Γράμματα, στο Υπ. Παιδείας και στην Ελληνική Κοινωνία, είναι τόσο μεγάλη και σημαντική, που δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί το μεγαλείο της προσωπικότητάς του και την αγάπη του για την Ελλάδα και τα Ελληνόπουλα, τα οποία θεωρούσε συνεχιστές του Ελληνικού Έθνους και γι’ αυτό ονειρευόταν και δρούσε για την Εκπαίδευσή τους.

Το «προοδευτικό» και «εκσυγχρονιστικό» κράτος, ποτέ δεν τον τίμησε όσο του αξίζει, διότι όπως έλεγαν, ήταν πολύ Ελληνοκεντρικός. Γι’ αυτό τον λόγο, δεν υπάρχουν πια έργα του στα σχολικά βιβλία, όπως δεν υπάρχουν ούτε του Παλαμά, του Κάλβου, του Βαλαωρίτη και των άλλων Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων, αφού ό,τι έκτισαν εκείνοι οι Μεγάλοι του Πνεύματος, το κατεδαφίζουν και το εξαφανίζουν οι «Υπ. Παιδείας» και οι συνεργάτες τους, όπως ο Φίλης, η Αναγνωστοπούλου, ο Λιάκος, η Ρεπούση, η Δραγώνα, ο Χριστόπουλος και οι λοιποί εγκληματίες και δολοφόνοι της Ελληνικής Παιδείας και του Έθνους.

Ευτυχώς, το έργο του Δροσίνη σώζεται όλο, όπως και των άλλων ποιητών, από τις «καλές εποχές» των Γραμμάτων, και είναι μια ΟΑΣΗ στην σημερινή στείρα, βίαιη και ανθελληνική πραγματικότητα. Οι στίχοι του ακόμα συγκινούν, όπως στα ποιήματά του «Χώμα Ελληνικό», «Εσπερινός», «Μήπως;», «Βαθιά τη νύχτα», «Ύμνος των προγόνων», «Θέλω», «Ο Δικέφαλος», «Σ’ ένα χορτάρι του Παρθενώνος», «Το ξωκλήσι των Σκλάβων», «Σε μία Κόρη της Ακροπόλεως», «Τα ρόδα», και σε όλες τις γλυκιές και πατριωτικές δημιουργίες του.

Π.Ε.Β. για την εφημερίδα “Εμπρός”

ΕΙΝΑΙ Η ΝΥΧΤΑ

Χιονισμένη είναι η νύχτα και ξάστερηκι ο στρατός κοιμισμένος παγώνει.Κι ένας, άγρυπνος, μόνος στο ψήλωμακάτι πέρα με πόθο θωρεί.Σα χαλκόχυτον άγαλμα η όψη του,μαρμαρένιο του βάθρο το χιόνι,το κεφάλι του ορθό στα μεσούραναφωτοστέφανο τ’ άστρα φορεί.

Χώμα Ελληνικό

Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα,και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,άφησε να πάρω κάτι κι από σένα,γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη.Αφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω,για την κάθε λύπη, κάθε τι κακό,φυλαχτό απ’ αρρώστεια, φυλαχτό από Χάρο,μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό!Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι,χώμα βαφτισμένο με βροχή του Μάη,χώμα μυρισμένο απ’ το καλοκαίρι,χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάειμόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη,μόνο με του ήλιου τα θερμά φιλιά,το μοσχάτο κλήμα, το ξανθό σιτάρι,τη χλωρή τη δάφνη, την πικράν ελιά!Χώμα τιμημένο, πόχουν ανασκάψειγια να θεμελιώσουν έναν Παρθενώνα,χώμα δοξασμένο, πόχουν ροδοβάψειαίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα,χώμα πόχει θάψει λείψαν’ αγιασμένααπ’ το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά,χώμα που θα φέρνη στον μικρόν εμέναθάρρος, περηφάνεια, δόξα και χαρά!Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθιακι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάληαπό σε θα παίρνη δύναμη βοήθειαμην την ξεπλανέσουν άλλα ξένα κάλλη.η δική σου χάρη θα με δυναμώνηκι όπου κι αν γυρίσω κι όπου κι αν σταθώ,συ θε να μου δίνης μια λαχτάρα μόνη:Πότε στην Ελλάδα πίσω θε να ρθώ!Κι αν το ριζικό μου – έρημο και μαύρο -μου’ γράψε να φύγω και να μη γυρίσω,το στερνό συχώριο εις εσένα θά βρω,το στερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω!Ετσι, κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,και το ξένο μνήμα θά ναι πιο γλυκόσα θαφτής μαζί μου, στην καρδιά μου επάνω,χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό!

Ύμνος των προγόνων

Εσείς, που πρωτοσπείρατετης λευτεριάς το σπόρο,λαχταρισμένο δώροστη σκλαβωμένη γη,εσείς κι όταν ωρίμασαντα στάχυα καρποφόρα,του θερισμού τήν ώραμας γίνατε οδηγοί.Σαν ίσκιοι μεγαλόκορμοικι απείραχτοι απ’ τα χρόνιασέρνετε εμάς τ’ αγγόνιαστοδρόμο της τιμήςκι όπου πολέμου κράξιμοκι όπου της μάχης κρότοι,εσείς περνάτε πρώτοικι ακολουθούμ’ εμείς.Στη μνήμη σας ανάβουμεχρυσά λιβανιστήρια,για σας τα νικητήριατα χείλη μας υμνούνκαι πλέκοντας τα χέρια μαςτης δόξας τα στεφάνια,δική σας περηφάνεια,στους τάφους σας κρεμνούν.

Σημ.: Στην άνωθεν φωτογραφία, ο Κωστής Παλαμάς και ο Γεώργιος Δροσίνης.