Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν ένας αγώνας τιτάνιος, άνισος, πολυμέτωπος, πολυεπίπεδος.   1. Τιτάνιος και άνισος, διότι 500 χιλιάδες άνθρωποι, εκ των οποίων περίπου 35.000 ήταν οι επίσημα ενταγμένοι στην απελευθερωτική οργάνωση ενώ το μεγαλύτερο μέρος των υπολοίπων στήριζε με ποικίλους τρόπους τη δράση τους (αρνούμενοι να συνεργαστούν με τον εχθρό για την κατάπνιξη της επανάστασης, φιλοξενώντας αντάρτες, μετέχοντας σε απεργίες και διαδηλώσεις, εφαρμόζοντας την παθητική αντίσταση κ.ά.), αντιμετώπιζαν έναν εμπειροπόλεμο, άριστα οργανωμένο και πλήρως εξοπλισμένο στρατό μιας από τις πιο ισχυρές χώρες.   Σε αντίθεση με τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες στις κρισιμότερες φάσεις του αγώνα έφτασαν περίπου τις 35.000 στο νησί, οι Κύπριοι αγωνιστές ήταν απειροπόλεμοι (υπήρξαν αρκετοί νεκροί από ατυχήματα κατά την κατασκευή και ρίψη βομβών), κακώς εξοπλισμένοι, χωρίς δυνατότητες ανεφοδιασμού λόγω του νησιωτικού χαρακτήρα του χώρου. Το γεγονός ότι η δράση των αγωνιστών αφενός περιοριζόταν για μεγάλο διάστημα σε δολιοφθορές και αφετέρου σε επιθέσεις εναντίον αστυνομικών και στρατιωτικών μονάδων με στόχο την αρπαγή όπλων αποδεικνύει ρεαλιστική εκτίμηση των δεδομένων, προσπάθεια κάλυψης της ανάγκης σε όπλα και παράλληλα καταφυγή στην ένοπλη δράση ως μέσου πίεσης στο διπλωματικό πεδίο.   2. Πολυμέτωπος και άνισος και πολυεπίπεδος υπήρξε ο αγώνας 1955-59 όχι μόνο με την έννοια ότι διεξαγόταν παράλληλα με την ένοπλη δράση και ένας σκληρός και αδυσώπητος διπλωματικός/πολιτικός πόλεμος με πανίσχυρες στρατιωτικά και οικονομικά δυνάμεις και συνασπισμούς δυνάμεων (Βρετανία, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ), αλλά και γιατί η ΕΟΚΑ είχε να αντιμετωπίσει, εκτός από τη βρετανική αποικιακή δύναμη:   – Το σώμα των Τούρκων επικουρικών αστυνομικών που χρησιμοποιούνταν εναντίον των Ελλήνων για αντιμετώπιση διαδηλώσεων, παραβιάσεων του κατ’ οίκον περιορισμού, έρευνες και βασανισμούς συλλαμβανομένων αγωνιστών (σώμα που συνέστησαν οι Βρετανοί επιτυγχάνοντας έτσι να οξύνουν τις όποιες διαφορές και να δημιουργήσουν χάσμα αγεφύρωτο μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων).   – Την τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ (που συνέστησε και εξόπλισε η Άγκυρα για να δηλώσει εντονότερα την παρουσία και τις βλέψεις της επί της Κύπρου).    – Τον εντέχνως καλλιεργημένο από Βρετανία και Τουρκία φανατισμό του τουρκοκυπριακού όχλου που επιδιδόταν σε σφαγές Ελλήνων, βανδαλισμούς εκκλησιών και λεηλασίες περιουσιών.   – Την ηγεσία του ΑΚΕΛ και τους φανατικούς Κύπριους κομμουνιστές οι οποίοι, ερχόμενοι σε πλήρη αντίθεση με τις ιδεολογικές τους διακηρύξεις εξυπηρέτησαν, έστω και χωρίς να το συνειδητοποιούν, τους ιμπεριαλιστές, τους κεφαλαιοκράτες, τους αποικιοκράτες.   Τέλος, ο εντοπισμός των λαθών και των αρνητικών πλευρών αυτού του αγώνα, αλλά και οι διαπιστώσεις για την κυνική επιβολή των συμφερόντων των ισχυρών εις βάρος των απαράγραπτων δικαιωμάτων κάθε λαού, δεν αναιρούν αλλά ενισχύουν τη διαχρονική αξία των λόγων του Ερμοκράτη του Συρακούσιου όπως τα παραθέτει ο πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού, ο Θουκυδίδης, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν. Μια αλήθεια άκρως επίκαιρη και κατά την παρούσα κρίσιμη φάση που διέρχεται το Κυπριακό:   «Δεν κατηγορώ εκείνους που επιζητούν να επεκτείνουν τη δύναμή τους, αλλά εκείνους που είναι πρόθυμοι να υποταχθούν.» (Θουκυδίδου Ιστορία, Δ 61)