Η μπόρα έχει περάσει, αλλά θυμωμένα κυλούν τα θολά νερά του ποταμού δίπλα από το μεγάλο χωριό, που απλώνεται στον εύφορο κάμπο. Είναι τουρκικό το χωριό. Φρεσκοπλυμένο από το χορταστικό λουτρό, χαίρεται τώρα την ευλογία του ήλιου και στεγνώνει γοργά, βυθισμένο στην μακαριότητα της ευτυχίας του. Δεν ήταν όμως πάντα τουρκικό. Σε παλαιότερη εποχή, τότε που το σημερινό Ερζερούμ λεγόταν Θεοδοσούπολις, είχαν χτισθή δίπλα στον Άκαμψι ποταμό, στην άκρη του εύφορου εκείνου οροπεδίου, λίγα σπίτια από οικογένειες ακριτών του Βυζαντινού κράτους. Αργότερα, με την κατάλυση της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, Τούρκοι ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν στο ελληνικό χωριό κι ανάγκασαν τους κατοίκους του ν’ αλλαξοπιστήσουν και να δεχθούν τον μωαμεθανισμό… Από κείνη την ημέρα σίγησε κι η καμπάνα της μικρής εκκλησούλας, και στους τέσσαρες αιώνες και περισσότερο, που πέρασαν από τότε, δεν απέμεινε πιά, ούτε σαν θολή ανάμνηση, η χριστιανική καταγωγή των πρώτων κατοίκων. Στεγνώνει λοιπόν το τουρκικό χωριό ύστερα από την μπόρα, ενώ στο καφενείο οι ηλικιωμένοι Τούρκοι, καθισμένοι σταυροπόδι σε μαλακά στρωσίδια, ρουφούν ηδονικά τους ναργιλέδες τους και διηγούνται εύθυμες ιστορίες. Έξαφνα σπαρακτικές φωνές ακούονται από το μέρος του ποταμού· δυό μικρά Τουρκόπουλα, παίζοντας στην όχθη, έπεσαν στο ποτάμι και τα πήρε το ορμητικό ρεύμα. Μια γυναίκα, που είδε το ατύχημα, έβαλε τότε τις φωνές και ξεσήκωσε τον κόσμο. Το καφενείο άδειασε στην στιγμή. Όλοι οι θαμώνες έτρεξαν κατά το ποτάμι, και μαζί με όλους, κι ο μουχτάρης του χωριού, ο πρόεδρος της κοινότητος, όπως θα λέγαμε εμείς. Μάταιος κόπος! Το ένα από τα δύο παιδιά, ένα αγόρι πέντε χρονών, είχε ήδη πνιγή, όταν έφτασε η βοήθεια, και τ’ άλλο συνομήλικό του, δεν είχε πιά ανάγκη από βοήθεια· αυτό τα κατάφερε να φτάση μόνο του στην όχθη, λίγο παρακάτω από το σημείο του ατυχήματος. Ήταν βρεγμένο ως το κόκκαλο, αλλά έβλεπε το μαζεμένο πλήθος χαμογελαστό, σαν να μην είχε γίνει τίποτε το σπουδαίο. Ο μουχτάρης το πήρε στην αγκαλιά του κι άρχισε να το χαιδεύη. – Πως τα κατάφερες, παιδί μου, να γλυτώσης; έλεγε και ξανάλεγε. Μπράβο! Εσύ θα γίνης σωστός άνδρας! Θα φοβήθηκες όμως πολύ, έτσι δεν είναι; – Καθόλου! αποκρίθηκε ο μικρός αθώος. Δεν φοβήθηκα καθόλου. Με κρατούσε η μητέρα του Θεού στην αγκαλιά της και μ’ έσπρωχνε σιγά – σιγά στην ακροποταμιά. Ο μουχτάρης έμεινε περίεργος. – Η μητέρα του Θεού, είπες; Και που την ξέρεις εσύ την μητέρα του Θεού; – Την ξέρω! Την έχομε στο σπίτι μας, ζωγραφισμένη σ’ ένα σανιδάκι! Μια υποψία γεννήθηκε από την απάντηση του μικρού στην σκέψη του μουχτάρη. – Πάμε να μου την δείξης κι εμένα! λέει στο Τουρκόπουλο. Πάμε! Σε λίγο έφτασαν στο σπίτι, όπου βρισκόταν μόνο η γιαγιά κι η μητέρα του μικρού· ο πατέρας του έλειπε.   Οι δυό γυναίκες δεν είχαν ιδέα από το ατύχημα και με έκπληξη και απορία παρατηρούσαν τον επίσημο επισκέπτη. Η έκπληξή τους όμως έγινε τρόμος μεγάλος, όταν είδαν το παιδί τους να του δείχνη μια μικρή πόρτα στον τοίχο του εσώτερου διαμερίσματος του σπιτιού και να του λέη: «Να, εδώ μέσα είναι, άνοιξε να δης!». Έκαμαν τότε μια κίνηση προς τα εκεί, για να εμποδίσουν τον μουχτάρη, μα εκείνος είχε κιόλας ανοίξει την πορτούλα. Και τότε ένα θέαμα καταπληκτικό παρουσιάσθηκε στα μάτια του: Σ’ ένα μικρό και σκοτεινό δωμάτιο, δίχως κανένα παράθυρο, ένα καντήλι έκαιε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας. Ευωδία από θυμίαμα ξεχύθηκε την ίδια στιγμή από τον κρυψώνα και γέμισε τα ρουθούνια του Τούρκου, που ρούφηξε ηδονικά το άγνωστο γι’ αυτόν άρωμα. Οι γυναίκες παγωμένες απ’ τον τρόμο, δεν είχαν την δύναμη ν’ αρθρώσουν λέξη, και μόνο τα μάτια τους, στυλωμένα στην εικόνα, έστελναν θερμή, σιωπηλή ικεσία προς την Θεομήτορα, να τις βοηθήση στην δύσκολη εκείνη περίσταση. Άφωνος όμως κι ακίνητος στεκόταν μπροστά στο εικόνισμα και ο μουχτάρης, ο φανατικός Τούρκος, που ποτέ δεν θα μπορούσε να φαντασθή ότι θα έκαμε στο χωριό του τέτοια ανακάλυψη. Το γλυκύτατο βλέμμα της Παναγίας, με το θείο βρέφος στην αγκάλη Της, του είχε κάμει ανέκφραστη εντύπωση. – Αυτή είναι η μητέρα του Θεού, που με κρατούσε στα χέρια της. Την είδες; είπε ο μικρός με φωνή χαρούμενη, λες και είχε κάμει κατόρθωμα. Οι γυναίκες έπεσαν στα πόδια του μουχτάρη κι άρχισαν να τον παρακαλούν. – Μη μας κάνης κακό, εφέντη πολυχρονεμένε, κι εμείς θα παρακαλούμε την Παναγία να σε φυλάγη καλά… – Ώστε είστε Χριστιανοί; πρόφερε αργά. – Ναί! …δεν πειράζομε όμως κανένα. Ακολουθούμε την πίστη των πατέρων μας, όπως την πήραν κι εκείνοι απ’ τους δικούς τους πατέρες… Μη μας κάμης κακό… εφέντη! Ο μουχτάρης στάθηκε μερικές στιγμές σιωπηλός. Έπειτα με φωνή σιγανή, σαν να ήθελε ν’ ανακοινώση κάποιο μυστικό, λέει στις γυναίκες: – Μη φοβάστε! Προσέξτε όμως, μη πήτε κι εσείς σε κανένα, ότι ήρθα στο σπίτι σας και είδα αυτό που είδα…  Κάπου – κάπου θα σας στέλνω λίγο λάδι να βάζετε στο καντήλι, πρόσθεσε, ενώ προχωρούσε προς την έξοδο.    ΠΗΓΗ