Η εμμονή της τουρκικής πλευράς να καταστεί η συμφωνία που θα επιτευχθεί στο Κυπριακό ως πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργεί περιπλοκές αλλά εσχάτως και αντιδράσεις. Οι αντιδράσεις, κυρίως στις Βρυξέλλες, προκαλούνται επειδή τυχόν υιοθέτηση μόνιμων παρεκκλίσεων (που θα αφορούν τον πυρήνα του κοινοτικού κεκτημένου), θα έχει αρνητικές επιπτώσεις, που δεν θα «αγγίζουν» μόνο την Κύπρο. Πρώτον, θα επηρεασθεί η λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επί τούτου υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Δεύτερο, θα δημιουργηθεί σοβαρό προηγούμενο. Εάν η Ένωση αποδεχθεί μόνιμες παρεκκλίσεις στην περίπτωση της Κύπρου, ενός μικρού σε μέγεθος κράτους-μέλους, πώς θα σταματήσει τα αιτήματα ισχυρών εταίρων, διερωτήθηκε Ευρωπαίος αξιωματούχος, που δεν απέκρυψε τον προβληματισμό του. Με την εμμονή της στις παρεκκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο και στην υιοθέτησή τους σε πρωτογενές δίκαιο, η τουρκική πλευρά επιχειρεί βασικά να τσιμεντώσει τις στρεβλώσεις αυτές και να διασφαλίσει «κεκτημένα» της Άγκυρας στην Κύπρο. Τούρκοι διπλωμάτες σημειώνουν προς ξένους συνομιλητές τους ότι «για να μπορέσει να γίνει αποδεκτή μια συμφωνία στο Κυπριακό, πρέπει να υπάρξει μια σειρά από παρεκκλίσεις, οι οποίες θα καταστούν πρωτογενές δίκαιο». Από τις μέχρι τώρα συζητήσεις προκύπτει πως οι παρεκκλίσεις αυτές αφορούν, μεταξύ άλλων, τα εξής σημαντικά ζητήματα: Πρώτο, περιορισμοί στα θέματα βασικών ελευθεριών, εγκατάστασης και απόκτησης περιουσίας. Στόχος, ως γνωστόν, είναι η εξουδετέρωση του δικαιώματος του νόμιμου ιδιοκτήτη να επανακτήσει την περιουσία του και να περιορισθεί στο ελάχιστο η εγκατάσταση Ελληνοκυπρίων στο τουρκοκυπριακό συνιστών κρατίδιο. Στην τουρκική πρόταση που κατατέθηκε για το ζήτημα της εγκατάστασης και διαμονής στις συνιστώσες πολιτείες σημειώνεται ότι για την προστασία της διζωνικότητας, θα πρέπει να τεθεί όριο στην εγκατάσταση από τη μία συνιστώσα πολιτεία στην άλλη. Η πρόταση της τ/κ πλευράς αφορούσε «τον αριθμό, το πώς θα εφαρμοστούν αυτοί οι περιορισμοί και σε ποιο βαθμό θα ισχύουν τα πολιτικά δικαιώματα», αυτών που εγκαθίστανται από τη μια πολιτεία στην άλλη. Είναι σαφές πως επιδιώκουν την «εθνική καθαρότητα» του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κρατιδίου. Δεύτερο, οι περιορισμοί, όπως περιγράφονται πιο πάνω, θα αποτελούν «εσωτερικό δίκαιο» των συνιστώντων κρατιδίων και δεν θα συνάδουν με τους ομοσπονδιακούς νόμους και το κοινοτικό κεκτημένο. Τρίτον, στον τομέα της οικονομίας τίθενται περιορισμοί και προϋποθέσεις. Η τουρκική πλευρά δεν αποδέχεται την εφαρμογή των τεσσάρων βασικών ελευθεριών, δηλαδή της ελεύθερης διακίνησης αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και προσώπων. Εγείρονται κι άλλα ζητήματα, όπως αυτό της χωριστής Κεντρικής Τράπεζας. Τέταρτο, ζητείται από τουρκικής πλευράς να περιορισθεί το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι Ελληνοκυπρίων στο τ/κ συνιστών κρατίδιο. Σημειώνεται, συναφώς, ότι η τουρκική πλευρά δεν αποδέχεται το Πρωτόκολλο 10 και ζητά όπως σε περίπτωση συμφωνίας στο Κυπριακό, περάσει η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. μέσα από τα κοινοβούλια των κρατών-μελών.   Περί των παλαιών πράξεων   Η προσπάθεια αναγνώρισης του ψευδοκράτους και της εξίσωσής του με την Κυπριακή Δημοκρατία είναι συνεχής. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο, αυτό των παλαιών πράξεων, η τουρκοκυπριακή πλευρά υποστηρίζει «αναγνώριση ισχύος οιασδήποτε Προηγούμενης Πράξης άνευ προϋποθέσεων». Προϋπόθεση συνέχισης ισχύος της μετά τη Συμφωνία αποτελεί η συμβατότητά της με τις πρόνοιες αυτής. Περαιτέρω, ζητά την αναδρομική νομιμοποίηση όλων των πράξεων εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής φύσης του ψευδοκράτους, όπως προέβλεπε και το σχέδιο Ανάν. Υποστηρίζει πώς οι πράξεις αυτές θα ισχύουν αμέσως μετά την αποδοχή της συμφωνίας από δημοψηφίσματα, χωρίς μεταβατική περίοδο. Τούτο, σημαίνει ουσιαστικά πως το ψευδοκράτος θα μετεξελιχθεί σε συνιστών τουρκοκυπριακό κρατίδιο. Και στην προσέγγιση αυτή διαφωνεί η ε/κ πλευρά. Προτάσεις: Υιοθέτηση στρεβλώσεων με μόνιμο στόχο την εθνική καθαρότητα   Αξιολογώντας τις θέσεις που κατέθεσε η τουρκική πλευρά σε σχέση πάντα και με τα όσα ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προκύπτουν πολλά προβλήματα και στρεβλώσεις. Για παράδειγμα, η τουρκοκυπριακή πλευρά στην πρότασή της που κατέθεσε για το θέμα της ιθαγένειας, περιλαμβάνει όσους κατείχαν κυπριακή ιθαγένεια μέχρι το 1963 και οι απόγονοί τους, όσοι απέκτησαν την ιθαγένεια μετά το 1963 καθώς και οι σύζυγοι και τα παιδιά αυτών. Αυτοί που θα μπορούν να αποκτήσουν υπηκοότητα μετά την εφαρμογή της Συμφωνίας θα πρέπει, όπως αναφέρει η τ/κ θέση, να πληρούν ένα εκ των κάτωθι κριτηρίων:   Πρώτο, δεσμός αίματοςΔεύτερο, εγγραφή στα αρχείαΤρίτο, απόδοση υπηκοότητας με ειδικά κριτήρια (χρόνος παραμονής, αγορά ακίνητης περιουσίας, επενδύσεις στην Κύπρο κ.τ.λ.)Τέταρτο, υιοθεσία   Απόδοση εσωτερικής ιθαγένειας στο συνιστών κράτος θα αποδίδει πολιτικά δικαιώματα, κυριότερο των οποίων το εκλογικό δικαίωμα για την Κάτω Βουλή, αναφέρει το τουρκικό έγγραφο και προσθέτει:   «Υιοθέτηση αντικειμενικών κριτηρίων απόδοσης εσωτερικής ιθαγένειας. Όσοι επιθυμούν αλλαγή εσωτερικής ιθαγένειας (από το ένα συνιστών κράτος στο άλλο), θα πρέπει να πληρούν και το κριτήριο της γλώσσας. Καθεστώς μόνιμης διαμονής θα συνεπάγεται πολιτικά δικαιώματα σε τοπικές και ευρωπαϊκές εκλογές». Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το σχέδιο Ανάν, επί του θέματος τούτου, προνοούσε πως ένα «συστατικό κράτος» μπορεί να συνδέσει την άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων στο δικό του επίπεδο στο καθεστώς εσωτερικής ιθαγένειας του «συστατικού κράτους». Στο σχέδιο Ανάν αυτό σήμαινε περιορισμούς στα θέματα της κατοικίας και της εγκατάστασης.   ΠΗΓΗ