Tο 1974 όπου η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, κατέκτησε με τη βία των όπλων το 37% του εδάφους του νησιού, εκδίωξε το 28% του ελληνοκυπριακού πληθυσμού και επέβαλε και συντηρεί με το στρατό της, τον τεχνητό διαμελισμό του νησιού.

Στη σκιά της επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος, μια πτυχή από την ιστορία του μαρτυρικού νησιού παραμένει ξεχασμένη, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Τα σχέδια του ΟΗΕ και οι διαμεσολαβητικές προσπάθειες, για να βρεθεί μια λύση στο μέγα πρόβλημα της ευρωπαϊκής πλέον Κύπρου, δεν προβλέπουν την τύχη όσων λεηλατήθηκαν στα χρόνια της κατοχής. Πρόκειται για τους κλεμμένους θησαυρούς της κατεχόμενης Κύπρου, που «ταξίδεψαν» στις τέσσερις άκρες του κόσμου και μεταπωλήθηκαν στις διεθνείς αγορές λαθραίων έργων τέχνης. Στα χρόνια που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή, στην κατεχόμενη Κύπρο συντελέστηκε ένα ακόμη σιωπηρό έγκλημα. Δεκάδες εκκλησίες συλήθηκαν, ιερές εικόνες και σκεύη εκλάπησαν και πέρασαν στα χέρια σκοτεινών κυκλωμάτων. Παλαιές τοιχογραφίες και ψηφιδωτά από μοναστήρια καταστράφηκαν και ολόκληρα τμήματά τους έγιναν αντικείμενο εμπορίου μέσα από πολυδαίδαλες διαδρομές.

Σε αυτά τα χρόνια κατοχής, επιβεβαιώνονται ολοένα και πιο πολύ οι στόχοι της Τουρκίας. Ήδη από το 1976 ο Βρετανός δημοσιογράφος J. Fielding διαπίστωνε σε άρθρο του με τίτλο “O βιασμός της βόρειας Κύπρου” στην εφημερίδα The Guardian, 6.5.1976, μετά από επίσκεψή του στα κατεχόμενα: “Oι βεβηλώσεις και οι βανδαλισμοί είναι τόσο μεθοδικοί και εκτεταμένοι που ισοδυναμούν με θεσμοθετημένο αφανισμό κάθε τι ιερού για τους Έλληνες”.

To 1990 ο Γερμανός βυζαντινολόγος Klaus Gallas πραγματοποιεί ένα ταξίδι – έρευνα στην τουρκοκρατούμενη περιοχή της Kύπρου και εξετάζει την κατάσταση των ιστορικών μνημείων, δίνοντας έμφαση στα χριστιανικά. Δυστυχώς οι διαπιστώσεις του στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine, 30.3.1990 είναι το ίδιο τραγικές.

Tα ψηφιδωτά της Κανακαριάς και οι εικόνες από το μοναστήρι του Αντιφωνητή είναι μόνο δύο παραδείγματα από τις πολυάριθμες περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν τις καταγγελίες για τη λεηλασία και την καταστροφή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς από το παράνομο κατοχικό καθεστώς.

Tο 1997 η Κύπρος κέρδισε μια μεγάλη νίκη στον εντοπισμό και επανάκτηση κλεμμένων θησαυρών της, στους οποίους περιλαμβάνονται έργα τέχνης ανεκτίμητης αξίας του 6ου έως του 15ου αιώνα (τοιχογραφίες, εικόνες, μωσαϊκά κ.ά.). Tα έργα αυτά βρέθηκαν στο Μόναχο, στην κατοχή του Τούρκου αρχαιοκάπηλου Ντικμέν Αϊντίν, ο οποίος τα μετέφερε στο Μόναχο από εκκλησίες που βρίσκονται στα κατεχόμενη από τα Τουρκικά στρατεύματα εδάφη της Κύπρου.

Ο Ντικμέν συνελήφθηκε τελικά τον Οκτώβριο του 1997 κατά τη διάρκεια επιδρομής της αστυνομίας της Γερμανίας, όπου στα δύο διαμερίσματα του Ντικμέν στο Μόναχο ανευρέθηκε αριθμός κιβωτίων τα οποία περιείχαν κυπριακά έργα τέχνης.

Η αξία των εν λόγω μωσαϊκών, εικόνων και τοιχογραφιών του 6ου, 12ου και 15ου αιώνα ξεπερνούσε τα 50 εκατομμύρια δολάρια. Τα μωσαϊκά που απεικόνιζαν τους Αγίους Θαδδαίο και Θωμά ανήκουν στην εκκλησία της Κανακαριάς, ενώ οι τοιχογραφίες μεταξύ των οποίων και αυτές της Δευτέρας Παρουσίας και του Δέντρου του Ιωνά είχαν κλαπεί από το Μοναστήρι του Αντιφωνητή.

Aπό το 1974 μέχρι σήμερα καταστρέφονται συστηματικά ιστορικά και θρησκευτικά μνημεία στις τουρκοκατεχόμενες περιοχές, ενώ διεξάγονται παράνομες ανασκαφές. Aρχαία αντικείμενα από μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους και ιδιωτικές συλλογές έχουν κλαπεί από λαθρέμπορους και έχουν πουληθεί στο εξωτερικό.

Tην πιο βίαιη και συστηματική βεβήλωση έχουν υποστεί οι εκκλησίες, που αποτελούν τα πιο εμφανή σύμβολα αναγνώρισης της πολιτιστικής ταυτότητας του τόπου. Ιστορικές εκκλησίες έχουν λεηλατηθεί και καταστραφεί όπως: H Παναγία η Aψινθιώτισσα, ο Άγιος Γεώργιος στο Kαπούτι, ο Aντιφωνητής, ο Άγιος Nικόλαος, ο Άγιος Θεμονιανός, η Παναγία η Aφέντρικα, η Aχειροποίητος, ο Άγιος Φίλων των Αγριδιών, ο Άγιος Φώτιος και πλήθος άλλων. Τουλάχιστον 55 εκκλησίες έχουν μετατραπεί σε τεμένη. Άλλες περίπου 50 εκκλησίες και μοναστήρια κατεδαφίστηκαν ή μετατράπηκαν σε αποθήκες, σταύλους, ξενώνες, μουσεία, κινηματογράφους, δημόσια αποχωρητήρια.

Δυστυχώς ούτε οι διεθνείς συμβάσεις, όπως αυτή της OYNEΣKO “για τα μέσα απαγόρευσης και παρεμπόδισης της παράνομης εισαγωγής και μεταφοράς ιδιοκτησίας πολιτιστικής περιουσίας” του 1970 και οι απορρέουσες από αυτή συμβατικές υποχρεώσεις της Τουρκίας, η οποία την έχει επικυρώσει, ούτε και η απόφαση της OYNEΣKO του 1980 για την Κύπρο, στάθηκαν ικανές να σταματήσουν την καταστροφή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

H Τουρκία και το παράνομο κατοχικό καθεστώς περιφρονούν προκλητικά τις διεθνείς αυτές συμβάσεις. Είναι πια πρόδηλο ότι η συνεχιζόμενη και η μεθοδική καταστροφή των πολιτιστικών μνημείων στις κατεχόμενες περιοχές είναι μέρος μιας προσχεδιασμένης πολιτικής για εξαφάνιση κάθε ίχνους Ελληνορθόδοξης ιστορίας και πολιτισμού και μετατροπή των κατεχομένων σε μια ακόμα τουρκική επαρχία στα πλαίσια της προσπάθειας για πλήρη τουρκοποίησή τους.

H πολιτιστική κληρονομιά κάθε λαού αποτελεί τμήμα της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Έτσι και η δική μας πολιτιστική κληρονομιά είναι κληρονομιά παγκόσμια και πανανθρώπινη. Κάθε βοήθεια για τη διάσωσή της, πριν είναι πολύ αργά, είναι πολύτιμη και ευπρόσδεκτη.

Ιωσήφ Κορφιάτης
Στέλεχος Επαρχιακής Επιτροπής Λευκωσίας
Εθνικού Λαϊκού Μετώπου (Ε.ΛΑ.Μ.)