Τον Ιούλιο του 1974 ο Ελληνισμός γενικά σε Κύπρο και Ελλάδα, έχασε μια μοναδική ευκαιρία να σταματήσει την τουρκική επιθετικότητα και να πάρει τη ρεβάνς από την Μικρασιατική καταστροφή. Δυστυχώς για μας σήμερα στην ηγεσία του Ελληνισμού δεν βρίσκονταν άνθρωποι οι οποίοι μπορούσαν να κάνουν ψυχρές αναλύσεις και να πάρουν τις ορθές αποφάσεις υπέρ του Έθνους. Αποτέλεσμα ήταν μία ακόμη εθνική ταπείνωση, η οποία γέμισε του Ελληνισμό με φοβίες κατά του τουρκικού στρατού.

Πόσο δύσκολο άραγε ήταν να νικήσει η ελληνική πλευρά κατά την εισβολή του 1974; Υπήρχε ή όχι η δυνατότητα να ανατραπούν οι σχεδιασμοί έξωθεν για την Κύπρο; Μια ανάλυση των παραγόντων ισχύος μεταξύ Τουρκίας-Ελλάδας και Εθνικής Φρουράς υποδεικνύουν πως εύκολα θα μπορούσε να γίνει η ανατροπή και η τουρκική εισβολή να μετατραπεί σε φιάσκο.

Καταρχάς παρά τα προβλήματα της Εθνικής Φρουράς από την δεκαετή σχεδόν εγκατάλειψή της από το μακαριακό καθεστώς και τις απώλειές της κατά τις επιχειρήσεις του πραξικοπήματος μπορούσε αν δίνονταν οι κατάλληλες οδηγίες να επιφέρουν εκατόμβη στον εισβολέα. Συγκεκριμένα αν κηρυσσόταν από το απόγευμα της 19ης Ιουλίου η επιστράτευση και δινόταν η εντολή να μεταβούν στους χώρους διασποράς οι μονάδες, τότε ο βομβαρδισμός δεν θα τις έβρισκε εντός των στρατοπέδων και δεν θα υπήρχαν μεγάλες απώλειες.

Ο στρατηγικός σχεδιασμός από την ηγεσία της Εθνικής Φρουράς ήταν επίσης ελλιπής καθώς η κύρια προσπάθεια κατά την Α’ φάση της εισβολής ήταν η εξάλειψη του μεγάλου τουρκοκυπριακού θύλακα του Κιόνελι. Αντί αυτού έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο προγεφύρωμα επί της ακτής, το οποίο ακόμη και αν έπεφτε το Κιόνελι θα μπορούσε με την συνεχή αποβίβαση δυνάμεων να κάνει την ζημιά στις επιχειρήσεις. Αν όμως καταστρεφόταν το προγεφύρωμα οι τουρκικοί θύλακοι θα έπεφταν σαν τα ώριμα φρούτα.

Ο άθλιος σχεδιασμός και η εκτέλεση του σχεδίου απόβασης από τους Τούρκους ήταν αυτός που παραλίγο να έγερνε την πλάστιγγα υπέρ μας. Το πρωινό της απόβασης ο αποβατικός στόλος κατευθύνθηκε σε άλλη παραλία από αυτήν που σχεδιάστηκε η επιχείρηση και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Τα άρματα τα οποία έπρεπε να κατεβούν στο έδαφος από το πρώτο κύμα δεν έγινε κατορθωτό να κατεβούν παρά στις 22 του Ιούλη, πράγμα που άφηνε εκτεθειμένες τις αποβατικές τουρκικές δυνάμεις σε μια ισχυρή ελληνική αντεπίθεση. Για να μην αναφερθούν οι στρατιωτικές γκάφες, όπως η βύθιση του Κοτζάτεπε από την τουρκική αεροπορία η οποία το εξέλαβε για ελληνικό πολεμικό πλοίο.

Ταυτόχρονα υποβοηθητική στην τουρκική προσπάθεια ήταν η μη έξοδος της Ελλάδας στον πόλεμο με την Τουρκία, αφού όταν ο Ιωαννίδης αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία απομονώθηκε από τους στρατηγούς του οι οποίοι και παρέδωσαν την εξουσία στον Καραμανλή. Ο τελευταίος με την απαράδεκτη του φράση «Η Κύπρος κείται μακράν» έδωσε ουσιαστικά το πράσινο φως στους Τούρκους να κάνουν ότι θέλουν στην Κύπρο χωρίς το φόβο της ελληνικής επέμβασης. Η δε εμφυλιοπολεμική κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο ήταν αρνητική ως προς την πειθαρχία και την συνοχή των μονάδων της Εθνικής Φρουράς, ιδιαίτερα των εφεδρικών με πολλές από αυτές να υπάρχουν μόνο στα χαρτιά.

Η συνισταμένη όλων των ανωτέρω ήταν η διαλυτική κατάσταση της Εθνικής Φρουράς η οποία δεν επέτρεψε στην συντριβή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο παρά την υπεροχή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων σε μία σειρά από εξοπλιστικά προγράμματα. Στην αεροπορία τα νεοπαραληφθέντα τότε F-4E Phantom, στο ναυτικό τα νεοπαραληφθέντα τότε υποβρύχια Type 209 τα οποία αν χρησιμοποιούνταν κατά του αποβατικού στόλου πιθανότατα να ακυρωνόταν η τουρκική εισβολή από τις απώλειες.

Δυστυχώς η τότε ηγεσία κρίθηκε ανεπαρκής. Όπως επίσης μεγάλη ευθύνη είχαν όσοι προηγουμένως είχαν την εξουσία στην Κύπρο και δεν μερίμνησαν για την αναβάθμιση της αμυντικής ικανότητας της Εθνικής Φρουράς. Κάτι που μας χτυπάει το καμπανάκι για την σημερινή κατάσταση της αποτρεπτικής μας ικανότητας. Ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε την κατάσταση που επικρατεί εντός του στρατεύματος αλλά και των χρημάτων που επενδύονται για την αμυντική του αναβάθμιση.

Όπως και το 1974 έτσι και σήμερα πολλοί θεωρούν πως δεν πρόκειται να χρειαστεί να πολεμήσουν, καταπίνοντας μια διεθνιστική προπαγάνδα περί φιλίας των λαών και της μη αναγκαιότητας του πολέμου. Δυστυχώς μια ερευνητική ματιά γύρω τους θα τους άλλαζε την άποψη καθώς από την Ουκρανία ως την Μέση Ανατολή και από την Αφρική μέχρι την κορεατική χερσόνησο οι ένοπλες συγκρούσεις είναι παρoύσες.

Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστεί να ξυπνήσουμε απότομα ακόμα μία φορά και να χρειαστεί να μιλάμε για νέες νίκες απωλεσθείσες…

Κωνσταντίνος Δημητρίου