Ο πρόσφατες εξελίξεις στην Αν. Μεσόγειο, έχουν καταδείξει την αναγκαιότητα για ένα ισχυρό στράτευμα το οποίο είναι αρκούντως εκπαιδευμένο, έχει την ορθή οργάνωση και τα σωστά δόγματα αλλά και είναι τεχνολογικά στην ίδια ή και καλύτερη θέση από τον εκάστοτε αντίπαλο. Ο πόλεμος άλλωστε στο Αρτσάχ (Ναγκόρνο Καραμπάχ) μεταξύ Αρμενίων και Αζέρων κατέδειξε πως η ένταξη νέων τεχνολογιών στις πολεμικές επιχειρήσεις μπορεί να προκαλέσει πολλά προβλήματα στον αντίπαλο.

Ο ορθολογική απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων είναι εκ των ων ουκ άνευ για την διατήρηση μίας αξιόπιστης δύναμης αποτροπής όπως στην περίπτωση μας, μιας Εθνικής Φρουράς η οποία να μπορεί να αντιπαρατεθεί με αξιώσεις έναντι των Τουρκικών Δυνάμεων Κατοχής καθώς και κατά της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας και του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού. Τα οικονομικά μεγέθη βεβαίως δεν βοηθούν την πλευρά μας να εξισορροπήσει την στρατιωτική ισχύ της Τουρκίας αφού τα ποσά που δαπανούνται από αυτήν για τον εξοπλισμό του στρατού της είναι άπιαστα για την Κυπριακή οικονομία των 20-25 δις Ευρώ ως Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ). Άρα όπως προείπαμε η ορθολογική διαχείριση των εξοπλιστικών προγραμμάτων είναι αναγκαία ούτως ώστε μέχρι και το τελευταίο ευρώ να χρησιμοποιείται για την ενίσχυση της άμυνας του Κυπριακού Ελληνισμού.

Εκτός όμως της ορθολογικής διαχείρισης (χωρίς σπατάλες και κυρίως χωρίς περίεργες «προμήθειες» μεσαζόντων και μη), η ύπαρξη υψηλών εξοπλιστικών δαπανών μπορεί και πρέπει να ωθήσει την εκκίνηση μικρών, αρχικά τουλάχιστον, αλλά αναπτυσσόμενων εταιρειών ανάπτυξη και παραγωγής αμυντικού υλικού. Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να ανοίξει τις προοπτικές για δημιουργία ακόμα και στην Κύπρο μιας αμυντικής βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας. Μικρές ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες εκ των πραγμάτων πρέπει να είναι εξωστρεφείς για να μπορέσουν να επιβιώσουν αφού οι ανάγκες της ΕΦ δεν είναι τόσο μεγάλες σε ποσότητες θα πρέπει να απευθυνθούν σε εξωτερικές αγορές για προώθηση των προϊόντων τους.

Σίγουρα αρκετοί θα πουν πως αυτά δεν γίνονται στην Κύπρο καθώς δεν υπάρχουν οι βιομηχανικές βάσεις καθώς και η κουλτούρα τόσο στο κράτος όσο και στην επιχειρηματική κοινότητα, μολοντούτο η ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας πρέπει να γίνει από τις προτεραιότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Πως όμως μπορεί να γίνει μια εκκίνηση της κουλτούρας ανάπτυξης αμυντικής τεχνολογίας στην Κύπρο;

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να εκφραστούν οι ανάγκες της Εθνικής Φρουράς σε εξοπλιστικά προγράμματα σε διάστημα τουλάχιστον δεκαετίας ή δεκαπενταετίας. Πάνω σε αυτά τα προγράμματα πρέπει να χτιστούν οι προσπάθειες για την συγκρότηση της αμυντικής βιομηχανίας.

Για παράδειγμα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχει μια ομάδα σχεδιαστών ατομικού οπλισμού η οποία έχει παρουσιάσει στο Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ), ένα πλήρες σχέδιο ενός ατομικού τυφεκίου με την ονομασία ΑΟΡ. Αν η Εθνική Φρουρά αποφασίσει να αλλάξει τα τυφέκια G3 και να “ομογενοποιήσει” το διαμέτρημά της στο 5,56 mm, τότε ανοίγεται μια ευκαιρία. Θα μπορούσε να γίνει μια πρόταση στην σχεδιαστική ομάδα να μεταφέρει τις εργασίες της στην Κύπρο και να γίνει η παραγωγή του τυφεκίου στην Κύπρο. Η ίδια σχεδιαστική ομάδα ή κάποια διαφορετική θα μπορούσε στη συνέχεια να αναπτύξει ένα βομβιδοβόλο που θα «κουμπώνει» στο προαναφερθέν τυφέκιο η/και να αναπτύξει ένα πιστόλι για τις ανάγκες τόσο της ΕΦ όσο και της αστυνομίας.

Ιδίως στο θέμα του ατομικού οπλισμού οι δυνατότητες παραγωγής είναι τεράστιες. Αρκεί να σκεφτούμε πως σε κάθε σπίτι σχεδόν στην Κύπρο υπάρχει ένα λειόκαννο τυφέκιο. Μια μικρή ιδιωτική εταιρεία παραγωγής οπλισμού θα μπορούσε εύκολα να αναπτύξει ένα εγχώριο λειόκανο για τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς. Με τον ίδιο τρόπο αν ρυθμιστούν τα νομικά ζητήματα γύρο από το άθλημα της σκοποβολής και επιτραπεί η οπλοκατοχή έστω στα επίπεδα της Ελλάδας, μπορεί να προκύψει μια νέα αγορά φορητού οπλισμού στη Κύπρο, όπου θα μπορούσε να καλυφθεί και από την εγχώρια παραγωγή.

Σε μια άλλη περίπτωση, γνωρίζουμε πως υπάρχουν μεγάλες ανάγκες για την αναβάθμιση των ΤΟΜΠ Leonidas, των τεθωρακισμένων οχημάτων αναγνώρισης Cascavel, των TOMA BMP-3, των αρμάτων μάχης AMX-30 και των Τ-80. Για κάποια από αυτά τα μηχανοκίνητα μέσα έχουν κατατεθεί προτάσεις αναβάθμισης από ελληνική εταιρεία η οποία έχει προτείνει την μεταφορά γραμμής παραγωγής στην Κύπρο, γεγονός που καθιστά την πρόταση πάρα πολύ ενδιαφέρουσα, καθώς θα επιδράσει θετικά στην αύξηση των θέσεων εργασίας σε ένα τομέα όπου χρειάζεται προσωπικό υψηλής εξειδίκευσης. Ταυτόχρονα θα φέρει στην Κύπρο την απαραίτητη τεχνογνωσία η οποία θα διευκολύνει την συντήρηση των συστημάτων αυτών στην Κύπρο ενώ θα αποτελέσει βάση για τυχόν ανάπτυξη νέων προϊόντων.

Η ίδια ελληνική εταιρεία, έχει προτείνει την ανάπτυξη ενός θωρακισμένου οχήματος αναγνώρισης της ίδιας κατηγορίας με το σερβικό Milosh, ένα πρόγραμμα που κανονικά πρέπει να ενδιαφέρει σε μεγάλο βαθμό την Εθνική Φρουρά αφού οι απαιτήσεις για ένα τέτοιο όχημα είναι πάρα πολύ μεγάλες. Ένα τέτοιο όχημα το οποίο θα μπορούσε να γίνει και φορέας για διάφορα άλλα συστήματα από αντιαρματικούς (ΑΤ) πυραύλους μέχρι και ραντάρ επιτήρησης, θα μπορούσε να παραχθεί σε μεγάλους αριθμούς και σε βάθος χρόνου, προσφέροντας έτσι στην Εθνική Φρουρά τα μέγιστα.

Ήδη υπάρχουν κάποιες μικρές κυπριακές εταιρείες οι οποίες έχουν συνεργαστεί με αντίστοιχες ελλαδικές ή ξένες εταιρείες και έχουν λάβει χρηματοδότηση από την ΕΕ για να αναπτύξουν κάποια οπλικά συστήματα, κυρίως σε Mη Επανδρωμένα Αεροσκάφη. Αν τα προγράμματα αυτά ευοδωθούν, μπορεί στο μέλλον να μιλάμε για κάποιο Ευρωπαϊκό UAV ή και UCAV το οποίο απάρτιά του θα παράγονται και στην Κύπρο με ότι και αν αυτό σημαίνει για την αεροναυπηγική μας βιομηχανία. Αν στηριχθούν τέτοιου είδους προσπάθειες να μη θεωρούμε απίθανο κάποια στιγμή στο μέλλον να υπάρχουν mini-UAV σε κάθε τάγμα ή και λόχο της Εθνικής Φρουράς “made in Cyprus”. Το ίδιο μπορεί να συμβεί με την ανάπτυξη loitering munitions (περιφερόμενων πυρομαχικών) που θα φέρουν δραματική αύξηση στην ισχύ των μονάδων της δύναμης.

Η μικρή Κύπρος η οποία δεν ανήκει μεν στο ΝΑΤΟ αλλά ανήκει στην ΕΕ και έχει πολύ καλές επαφές τόσο με δυτικές όσο και με ανατολικές χώρες (πχ Σερβία), θα μπορούσε να γίνει ο χώρος όπου θα αναπτύσσονται νατοϊκής φιλοσοφίας συστήματα και να πωλούνται σε χώρες που δεν μπορούν να αγοράσουν είτε λόγω κόστους είτε λόγω πολιτικών περιορισμών. Όλα τα πιο πάνω παραδείγματα οπλικών συστημάτων αν αναπτυχθούν σωστά και προσφερθούν σε οικονομικές τιμές μπορούν εύκολα να εξαχθούν τόσο σε μικρές Ευρωπαϊκές χώρες ή/και χώρες της Μέσης Ανατολή και της Αφρικής. 

Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να υπάρξει όραμα όχι μόνο από την ηγεσία του ΥΠΑΜ αλλά γενικά από αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η ανάπτυξη Αμυντικής Βιομηχανίας στην Κύπρο, θα προσφέρει πολλαπλώς στην άμυνα της Κύπρου. Μπορεί να προσφέρει λύσεις που θα είναι προσαρμοσμένες στο περιβάλλον και τις ιδιαιτερότητες του κυπριακού θεάτρου επιχειρήσεων. Θα μειώσει την εκροή συναλλάγματος για την αγορά οπλικών συστημάτων. Θα αυξήσει τις θέσεις εργασίας σε ένα τομέα που χρειάζεται εξειδικευμένο προσωπικό. Τέλος μπορεί να βοηθήσει την οικονομία της χώρας μέσω πιθανών εξαγωγικών επιτυχιών.

Ιδού λοιπόν πεδίον δόξης λαμπρόν…

Κωνσταντίνος Δημητρίου
Στέλεχος Εθνικού Λαϊκού Μετώπου (Ε.ΛΑ.Μ.)