Γραφικούς θα μας καταντήσει αυτός ο Υπουργός Οικονομικών, Χάρης Γεωργιάδης. Όποιος παρακολουθήσει τις δηλώσεις του θα αντιληφθεί ότι ζούμε σε μια χώρα των ευκαιριών, σε μια χώρα που παρουσιάζει ανάπτυξη και που όλος ο επιχειρηματικός κόσμος του πλανήτη θέλει να επενδύσει στην Κύπρο. Μας παρουσιάζει Μαρίνες σε όλες τις πόλεις και την δημιουργία νέου καζίνο, ενώ μίλησε και για το τουριστικό μας προιόν λέγοντας ότι θα γίνονται εκείνες οι ενέργειες, ώστε να έχουμε περισσότερες κλίνες.

Εσκεμμένα, ασφαλώς ο Υπουργός Οικονομικών απέφυγε να αναφερθεί για την ανεργία, για τους μισθούς της πείνας, για τα κόκκινα δάνεια και για τους αυτοεργοδοτούμενους που αναζητούν εκείνη την ρευστότητα που θα τους επιτρέψει να δουν το μέλλον με αισιοδοξία.

Βέβαια, ο Χάρης Γεωργιάδης διαψεύδεται από την ίδια την πραγματικότητα και από την ίδια την αγορά, αφού η έλλειψη ρευστότητας είναι κάτι που καίει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ πολλές οικογένειες δυσκολεύονται για τα καθημερινά πόσο μάλλον να πληρώνουν τις δόσεις τους στις τράπεζες ή να κάνουν όνειρα για τις σπουδές των παιδιών τους. Όμως, σύμφωνα με τον κύριο Γεωργιάδη υπάρχει ανάπτυξη διότι κάνουμε Μαρίνες, φέρνουμε το Καζίνο και κτίζουμε νέες κλίνες για τις τουριστικές μας περιοχές.

Σύμφωνα με τον Eurostat σχεδόν 10% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ κυμάνθηκε η κατά κεφαλήν Πραγματική Ατομική Κατανάλωση στην Κύπρο το 2016. Η κατά κεφαλήν Πραγματική Ατομική Κατανάλωση (ΠΑΚ) αποτελεί έναν δείκτη για το πραγματικό επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών. Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, σε ό,τι αφορά το επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών και την οικονομική δραστηριότητας.

Σε αυτό το σημείο παραθέτουμε αποσπασματικά μέρος των στοιχείων που είδαν το φως της δημοσιότητας και όσοι ασχολούνται με αριθμούς θα μπορούν να κατανοήσουν που ακριβώς βρίσκεται η Κύπρος.

Ειδικότερα, δέκα κράτη-μέλη κατέγραψαν κατά κεφαλήν ΠΑΚ άνω του μέσου όρου της ΕΕ το 2016. Το υψηλότερο επίπεδο στην ΕΕ καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο, ήτοι 32% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Γερμανία και η Αυστρία ήταν περίπου στο 20% πάνω από τον μέσο όρο, ακολουθούμενες από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δανία, τη Φινλανδία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες και τη Σουηδία, οι οποίες κατέγραψαν επίπεδα μεταξύ 10% και 15% υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Η κατά κεφαλήν ΠΑΚ για δώδεκα κράτη-μέλη κυμάνθηκε μεταξύ του μέσου όρου της ΕΕ και 25% χαμηλότερα. Στην Ιρλανδία, την Ιταλία και την Κύπρο τα επίπεδα ήταν μέχρι 10% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ στην Ισπανία, τη Λιθουανία, την Πορτογαλία και τη Μάλτα ήταν μεταξύ 10% και 20% χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Τσεχική Δημοκρατία, η Ελλάδα, η Σλοβακία, η Πολωνία και η Σλοβενία κατέγραψαν ποσοστά μεταξύ 20% και 25% κάτω από τον μέσο όρο. Η Κροατία είχε κατά κεφαλήν ΠΑΚ λίγο περισσότερο από 40% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ η Βουλγαρία βρέθηκε στο 53% κάτω από τον μέσο όρο.

 

Ανδρέας Θεοφυλάκτου

Υπεύθυνος Γραφείου Τύπου ΕΛΑΜ