«Άλλα κράτη αρπάζουν πολιτείες και χώρες και εμείς και εκείνα που είναι δικά μας δεν τα κρατούμε. Σκιαζόμαστε μη μας πουν οι Ευρωπαίοι πως δεν είναι δικά μας… 

Δεν με μέλει αν βάλω σε δύσκολη θέση μια κυβέρνηση που δεν την σέβομαι, δεν είμαι καμωμένος για την κυβέρνηση ή για το κράτος, έγινα για το Έθνος, και το ξέρω επειδή γι’ αυτό ίσα ίσα πονώ. Για την κυβέρνηση μου έρχεται σιχαμός και καταφρόνια· άμα συλλογίζομαι την κυβέρνηση ξεπέφτω, μαργώνω και μαραίνομαι. Σηκώνομαι, ξανοίγω και ανθοβολώ άμα νοιώθω τον Ελληνισμό. Σ’ όποια γωνιά του Ελληνισμού και αν βρεθώ θα πασχίζω πάντα να δυναμώνω, να ξυπνώ, να ζωντανεύω την ψυχή του, και ας γίνει ό,τι γίνει. Ξυπνώ κάθε ύπνο, κεντρίζω κάθε βαρεμό, συνδαυλίζω κάθε στάχτη, ξεσκεπάζω κάθε σπίθα κρυμμένη και ανάβω κάθε φωτιά σβησμένη, βγάζω κάθε πνοή κουρασμένη και παίζω κάθε χορδή σιωπηλή.

Ποιος τον μέλει για την κυβέρνηση την ελληνική; Ποιος μπορεί να ενδιαφέρεται γι’ αυτήν; Τι με νοιάζει αν κινδυνεύει να πέσει η Κυβέρνηση, ο Βασιλιάς, οι Βουλευτές, οι Υπουργοί και να ποδοπατηθεί το Σύνταγμα και η καθολική ψηφοφορία και να μείνει στους δρόμους ο τμηματάρχης, ο ψηφοφόρος, ο νομομηχανικός – αφού ξεχνούν το Έθνος; Τι αντιπροσωπεύει η ελληνική κυβέρνηση; Βέβαια όχι το Έθνος. Αν το αντιπροσώπευε, έπρεπε να είχαμε προ πολλού απελπισθεί. Οι Έλληνες κοντεύουν να πιστέψουν πως το ελληνικό το κράτος είναι πραγματικότητα. Και εγώ αρνούμαι την πραγματικότητα αυτή. Οι Έλληνες πάνε να πιστέψουν πως η αλήθεια είναι το κράτος και το κράτος η αλήθεια. Και όμως μπορεί η ελληνική αλήθεια να είναι κάθε άλλο παρά το κράτος, να είναι κάτι που να μην το βλέπουν οι πολλοί και όμως να υπάρχει…

Γιατί βλέπω άλλα φώτα εγώ και άλλα οι πολλοί; Δεν είναι εύκολο να φωτίσω το Έθνος μου; Γιατί είμαι μόνος κατάμονος. Όταν ένας του Γένους δεν φοβάται, πως μπορεί και φοβάται το Γένος; Όταν το Γένος φοβάται, πως ένας του Γένους δεν φοβάται; Εγώ να φοβηθώ δεν μπορώ, πώς να κάμω το Έθνος μου ατρόμητο; Όταν ένας του Γένους δεν θέλει να χαθεί το Γένος, πώς μπορεί το Γένος να χαθεί; Αφού εγώ δεν το θέλω, πώς μπορεί να χαθεί το Έθνος μου;

Οι δικοί μας οι αντάρτες είμαστε εμείς, συ και εγώ, και ο άλλος, φθάνει να το θέλουμε.
Η επιτυχία θα έλθει άμα δεν την συλλογίζεστε. Θα έλθει άμα συλλογίζεσθε πάντα το σκοπό: Μας φτάνουν πια οι μάρτυρες. Χρειάζονται ήρωες. Γενείτε ήρωες».

*Απόσπασμα από το συγγραφικό έργο του Ίωνα Δραγούμη «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα». Είναι το πρώτο βιβλίο που συνέγραψε το 1907, εμπνεόμενος από τον Μακεδονικό Αγώνα, το οποίο και είχε αφιερώσει στον γαμπρό του Παύλο Μελά. Πρόκειται για ένα βιβλίο με έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, στο οποίο εκφράζεται ξεκάθαρα τόσο η πολιτική του ιδεολογία, όσο και η φλογερή του Αγάπη προς την Πατρίδα και η Πίστη του στις αιώνιες αξίες του Έθνους και του Ελληνισμού.

Αντεπίθεση