«Στους σκοτεινούς αιώνες µετά το 1453 η Ορθόδοξη πίστη υπήρξε το καταφύγιο και η παρηγορία του υποδούλου ελληνικού λαού και η Εκκλησία το κύριο στήριγµα και ο πολύτιµος συµπαραστάτης του, στην αγωνιώδη προσπάθειά του να επιβιώσει και να διασώσει τον πολιτισµο του και την εθνική του αυθυπαρξία».

Γι᾽ αυτό συµµεριζόµαστε την άποψη του π. Γεωργ. Μεταλληνού και πιστεύουµε ότι «η σηµαντικότερη προσφορά του Ράσου στο Έθνος µας δεν ήταν τόσο η συμµετοχή του Κλήρου στις ένοπλες εξεγέρσεις και συγκρούσεις, όσο η συµβολή του Ράσου στη συντήρηση του ελληνορθόδοξου φρονήµατος του Γένους και της αγάπης του προς την ελευθερία». Το ίδιο συµβαίνει και στους δύσκολους, εθνικά, καιρούς, που διανύοµε σηµερα και που κινδυνεύοµε να χάσοµε την εθνικοθρησκευτική µας ελευθερία και υπόσταση. Τώρα, που η ένταξή µας στην Ενωµένη Ευρώπη -την Αυτοκρατορία της Φραγκιάς- (κατά τον π. Γ. Μεταλληνό) έγινε πραγµατικότητα, «ανακαλύπτουµε, µε τη χάρη του Θεού και πάλι την παιδεία των Πατέρων µας, που µπορεί να διασώσει την Ελληνορθόδοξη ταυτότητά µας»

 

Τι θα πρέπει να κάνωµε; Το ιστορικό παρελθόν µας διδάσκει (και από δω και πέρα ας µη λησµονούµε ποτέ): Η Εκκλησία, η Ορθοδοξία να γίνει και πάλι κέντρο εθνικής συσπείρωσης. Κιβωτός, Σκέπη και Τροφός του Έθνους. Ευτυχώς αναγνωρίστηκε, επιτέλους, από τους εκπροσώπους κάθε πολιτικής αποχρώσεως η αξία και ο εθνικός ρόλος της Ορθοδοξίας µας. Για παράδειγµα αναφέρω τον….µακαρίτη πλέον Γρηγ. Φαράκο (που κάθε άλλο παρά «συντηρητικός» µπορεί να θεωρηθεί), ο οποίος σε συνέντευξή του στον δηµοσιογράφο Γεώργιο Ν. Παπαθανασόπουλο, τόνισε ότι «πρέπει και σηµερα να αναγνωρίζεται ο ρόλος και η προσφορά της Ορθοδοξίας στην επιβίωση και την ανάπτυξη του Ελληνισµου». Θα σταυρωθούµε και θα σωθούµε και τώρα, χάρη στην Ορθοδοξία µας, η οποία φαίνεται τούτη την ώρα «η µόνη άφθαρτη δύναµη του Γένους. Και τα βλεµµατα όλων συγκεντρώνονται σ᾽ αυτήν. Για µια εκ βαθέων ανάκαµψη της µοιραίας πορείας του Ελληνισµου ». Να παραµείνουµε Έλληνες µαζί και Χριστιανοί, όπως επιτάσσει τη διατήρηση αυτής της σχέσης η λαµπρα Ιστορία µας και µας τη θυµίζει ο διακεκριµένος φιλόλογος καθηγητής πανεπιστηµίου, ο αείµνηστος Ι. Θ. Κακριδής: «Η αρχαία Ελλάδα και η Χριστιανοσύνη δένονται αξεχώριστα µέσα στα χρόνια του Εικοσιένα. Από την ηµέρα εκείνη ως σηµερα,  το νεώτερο έθνος των Ελλήνων παλεύει -συνειδητά και ασυνείδητα- για µια καινούργια σύνθεση του ελληνισµου και του χριστιανισµου. Η σύνθεση αυτή, όταν κάποτε ολοκληρωθεί, θα είναι ένας κοσµος, που δε µοιάζει µε κανενός άλλου λαού τις ανάλογες προσπάθειες για τη σύνθεση ενός ελληνοχριστιανικού πολιτισµου. Από τη µια, γιατί η αρχαία Ελλάδα για µας, δεν είναι ένα εκπολιτιστικό αγαθό ξένο είναι κάτι δικό µας, κάτι που κυκλοφορεί µέσα στο αιµα µας. Από την άλλη, γιατί η ορθόδοξη πίστη, που συντρόφεψε και στήριξε την ψυχή του βυζαντινού πρώτα, του υπόδουλου Έλληνα ύστερα, έχει βάλει απαραχάρακτη τη σφραγίδα της πάνω στον νέον Έλληνα, είτε το ξέρει είτε δεν το ξέρει. Σ᾽ αυτή την επίµοχθη πορεία του νέου Ελληνισµου για ένα καινούργιο άνθρωπο, Έλληνα µαζί και Χριστιανό, ας του παρασταθούν οι µεγάλες σκιές των Αγωνιστών του Εικοσιένα, που πολέµησαν για την πίστη του Χριστού και ανάστησαν το όνοµα των Ελλήνων και την Ελλάδα».