Η 12η Ιουνίου 1958 ήταν πικρή μέρα για την πατρίδα, για να χρησιμοποιήσω το επίθετο του στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη, του μεγάλου επαναστάτη του ’21. Κι η φοβερή είδηση των γεγονότων πάγωσε την αγωνιζόμενη Κύπρο. Άγγλοι στρατιωτικοί συνέλαβαν στη Σκυλούρα 35 Έλληνες του Κοντεμένου, τους μετέφεραν μέσω Γερολάκκου στο τουρκοχώρι Κιόνελι και τους εγκατέλειψαν σαν πρόβατα επί σφαγήν στους αιμοχαρείς δολοφόνους τους, που τους περικύκλωσαν στον χώρο του εγκλήματος και τους έσφαξαν με μπαλτάδες. Το μαζικό κακούργημα, πρωτοφανές στα κυπριακά χρονικά, περιέγραψα με λεπτομέρειες από προσωπικές μαρτυρίες στoυς τόμους Β΄ και Γ΄του έργου μου «ΕΟΚΑ, έτσι πολεμούν οι Έλληνες» Λευκωσία 1996, 2001 και προηγουμένως σε δισέλιδα αφιερώματα στην εφημερίδα «Ο Αγών», παραθέτοντας τις καταθέσεις αυτόπτων μαρτύρων σε επιθεωρητή της αστυνομίας των Άγγλων.

Ήταν ο δεύτερος χρόνος της άνευ δίκης κράτησής μας στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Κοκκινοτριμιθιάς και παρ’ όλο τον εγκλωβισμό μας, είχαμε τη δυνατότητα να παρακολουθούμε τα γεγονότα από συναγωνιστές που επισκέπτονταν πολιτικούς κρατουμένους. Με βάση τις τότε πληροφορίες, άρχισα να ερευνώ το θέμα και τις έρευνες συνέχισα και μετά τη διακοπή του αγώνα, με άμεσες επαφές με συναγωνιστές και διεισδύσεις στα έγγραφα, για να καταλήξω στα συμπεράσματα της δεκαετίας του ΄80 και στα αποκαλυπτικά δημοσιεύματα στον «Αγώνα».

Διοικητής των λεγομένων «επικουρικών» Τούρκων, που είχαν επιστρατεύσει επί μισθώ οι Άγγλοι, ήταν ο Τσάσλερ. Εκείνος συνέλαβε τους 35 Κοντεμενιώτες και με τη συνέργεια του σταθμάρχη Γερολάκκου Γκιλς τούς μετέφερε στο Κιόνελι και τους εγκατέλειψε στους σφαγείς, που προειδοποιημένοι ακολούθησαν το λεωφορείο με μοτοσυκλέτες και πεζούς που κρατούσαν όπλα, λοστούς, μπαλτάδες κι επιδόθηκαν στο φρικτό μαζικό κακούργημα. Το λεωφορείο ακολουθούσε κι αυτοκίνητο του Σπέσιαλ Μπραντς, στο οποίο επέβαινε ο βασανιστής Μπερτς, σύμφωνα με περιγραφή του νεαρού τότε ρεπόρτερ, φίλου Χρίστου Πέτσα.

Δημοσιογράφου, που οδηγώντας μια μικρή μοτοσυκλέτα «Εξέλσιορ», τόλμησε να κυνηγήσει το αυτοκίνητο των Άγγλων του «Ειδικού Κλάδου». Ο Χρίστος Πέτσας δεν γνώριζε τον Μπερτς, αλλά συμφώνησε για την ταυτότητά του όταν τον περιέγραψα, αφού τον είχα αντικρίσει βασανιστή στις ανακρίσεις του Φεβρουαρίου 1957, στον προθάλαμο των βασανιστηρίων στο Σαράγιο. Στον δημοσιογράφο εκείνο οφείλονται οι μακάβριες φωτογραφίες των 8 σφαγμένων Κοντεμενιωτών, που δημοσίευσαν «Ο Φιλελεύθερος» και «Η Χαραυγή» της επομένης μέρας.

Μόλις βρέθηκαν στο πεδίο της σφαγής, οι 35 Έλληνες προσπάθησαν να διαφύγουν καταδιωκόμενοι, και οι περισσότεροι κατάφεραν να σωθούν τραυματισμένοι, εκτός από τους 8. Είχαν περικυκλωθεί από δύο μοτοσυκλετιστές, που τους πυροβολούσαν και από τους άλλους διώκτες τους και κατέληξαν διάτρητοι από σφαίρες και θανατηφόρες μαχαιριές στο χώμα. Μπόρεσα να εξακριβώσω τα στοιχεία των δύο μοτοσυκλετών, τα ονόματα των επιβατών και των ιδιοκτητών, αλλά και τα στοιχεία όσων καταγγέλθηκαν από διασωθέντες ως ενεχόμενοι στο έγκλημα. Μάλιστα, 13, που κατονομάζω στο ιστορικό επίμετρο (T.3, σελ. 546 και εξ.), είχαν συλληφθεί από τους Άγγλους και οδηγήθηκαν στο δικαστήριο αλλά, ως αναμενόταν, αφέθησαν ελεύθεροι!

Στην έρευνα αποκαλύπτονται και οι τύποι και οι αριθμοί των μοτοσυκλετών ARIEL A 431, H.P. 3.50, αρ. μηχανής KL 1965, παλαιότεροι και νεότεροι ιδιοκτήτες, και AJS, E790, HP 5.00, αρ. μηχανής 22989, ονόματα των θυμάτων, των μαρτύρων, των συλληφθέντων Τούρκων, των νομικών υπερασπιστών στη δικαστική προανάκριση, τις χειρόγραφες καταθέσεις και τις αιτιάσεις προς απαλλαγή, τα οποία καταγράφω στον προαναφερθέντα τόμο, όπου παραθέτω και τα ανατριχιαστικά φωτογραφικά στιγμιότυπα του αποτρόπαιου εγκλήματος.

Τα χρόνια που έκτοτε παρήλθαν δεν κάλυψε η σκόνη της λήθης. Ο εφιάλτης παραμένει ακόμα εναργής στα μαύρα κεφάλαια της Ιστορίας και στα μοιρολόγια των θρήνων. Η γενέτειρα των ηρώων της 12ης Ιουνίου 1958, o Κοντεμένος, είναι σκλαβωμένος. Κι οι Κοντεμενιώτες έχουν ανεγείρει μνημείο για τους νεκρούς τους παράπλευρα της παρακαμπτηρίου Λευκωσίας προς την οδό Τροόδους. Έστησαν και την ελληνική σημαία, σύμβολο τιμής και αγώνα ελευθερίας. Μόνο που τη σημαία βεβήλωσαν νυχτοβάτες και την πέταξαν κατασχισμένη στα κράσπεδα του πεζοδρομίου προ τριετίας, αφήνοντας τεκμήριο πως η Κύπρος δεν γέννησε μόνο ήρωες που την τιμούν στους αιώνες, αλλά και καθάρματα που ντροπιάζουν τις μέρες τους.

Γιάννης Σπανός