Κάθε φορά κατά την οποία συμβαίνει ένα πολύνεκρο (ή μη) τρομοκρατικό χτύπημα από τους ισλαμιστές έχουμε την μόνιμη επανάληψη ενός σκηνικού που είναι πιο χιλιοπαιγμένο και από την προβολή του «Καφέ της Χαράς» στον ΑΝΤ1. Από το πουθενά προκύπτει ένας ισλαμιστής φορτηγατζής, ο οποίος τρέχει σε πεζόδρομο ή σε κάποιο πολυσύχναστο μέρος χτυπώντας και λιώνοντας αμέριμνους περαστικούς, οι οποίοι έκαναν το τραγικό λάθος να είναι «άπιστοι». Πολύ πιο συχνά, σκάει μια βόμβα σε πλατεία, σε συναυλία, σε γήπεδο, γενικά σε μέρος όπου συγκεντρώνονται μεγάλα πλήθη ανθρώπων. Το «εναλλακτικό σχέδιο» αφορά να «σκάσουν μύτη», πάντοτε σε πολυσύχναστα μέρη, άλλοι αποφασισμένοι για μακελειό τζιχαντιστές με καλάσνικοφ, ακονισμένα μαχαίρια και μπαλτάδες που φωνάζοντας «Αλλάχ ου Ακμπάρ» σκορπούν τον θάνατο αδιακρίτως.

Σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις που παραθέσαμε, χαρακτηριστικό φαινόμενο αποτελεί το γεγονός ότι σε αρχικό βαθμό οι εκάστοτε αστυνομικές αρχές, σε αγαστή συνεργασία με την ανάλογη πολιτική προϊσταμένη αρχή, φροντίζουν να «ομιχλοποιούν» τα γεγονότα τόσο σχετικά με την περιγραφή των δραστών όσο και για τα κίνητρά τους. Αντί από την πρώτη στιγμή να πουν το ξεκάθαρο, ότι δηλαδή υπάρχουν «ισλαμιστές τρομοκράτες», αρχίζουν διάφορα περί «αδιευκρίνιστων κινήτρων», «μεσογειακής καταγωγής», «μελαμψοί σε εμφάνιση» κ.τ.λ. Μόνο όταν τα πράγματα γίνουν πλέον εντελώς εξόφθαλμα και γίνει αντιληπτό ότι το φύλλο συκής δεν μπορεί να κρύψει την γύμνια του ελέφαντα, οι διωκτικές αρχές αναγκάζονται να παραδεχτούν (με μεγάλη τους λύπη, αυτό είναι αλήθεια) το αυταπόδεικτο: οι δράστες ήταν ισλαμιστές τρομοκράτες και το Ισλαμικό Κράτος είναι αυτό που ευχαρίστως αναλαμβάνει (κάθε φορά) την ευθύνη για το χτύπημα. Σ’ αυτό το σημείο είναι που εκδηλώνεται η «αποφασιστική», «έως εδώ και μη παρέκει», «αρκετά πια», «δεν πάει άλλο» κ.ο.κ απάντηση – στάση της κάθε ευρωπαϊκής χώρας που δέχθηκε το τρομοκρατικό χτύπημα. Ο/η πρωθυπουργός, παίρνοντας και το ανάλογο τετριμμένο ύφος, προειδοποιεί και υπόσχεται ότι «η τρομοκρατία δεν θα περάσει, δεν πρόκειται να αλλάξει στο ελάχιστο τον τρόπο της ζωής μας». Τουτέστιν, «η τρομοκρατία» είναι γενική και αόριστη, με τους τρομοκράτες να μην έχουν εθνικότητα και (πολύ περισσότερο) θρησκευτική πεποίθηση που γίνονται δολοφονικά όπλα στα χέρια τους. Και «ο τρόπος ζωής», ο οποίος πρέπει όχι μόνο να παραμείνει αναλλοίωτος, αλλά και να ενισχυθεί, έχει να κάνει με το μεγαλύτερο άνοιγμα των συνόρων, την περαιτέρω ενίσχυση της πολυπολιτισμικότητας, την πεποίθηση ότι «όλοι μαζί» μπορούμε να ζήσουμε «άνετοι και ευτυχισμένοι» σε μια «πολύχρωμη κοινωνία, χωρίς μίσος».

Κάπως έτσι, παρατηρούμε το εξής φαινόμενο: Στο εκάστοτε σημείο του χτυπήματος, όπου οι «ορκισμένοι στρατιώτες του Αλλάχ» σκορπίζουν δίχως τον παραμικρό δισταγμό τον θάνατο, εμφανίζονται περαστικοί, τουρίστες και φυσικά διασημότητες, οι οποίοι αφήνουν σελίδες με συγκινητικά και ευρείας έμπνευσης μηνύματα, λουλούδια, φωτογραφίες, κεριά και βεβαίως αναρίθμητα λούτρινα αρκουδάκια. Πλανόδιοι μουζικάντηδες αυτοσχεδιάζουν και παίζουν μερικά δακρύβρεχτα τραγούδια για να συγκινήσουν τους εκεί παρευρισκομένους. Κάτι τέτοιο αποτελεί το έναυσμα προκειμένου το κοινό να ανάβει αναπτήρες και τα ζευγαράκια να αγκαλιάζονται τραβώντας «σέλφις».

Όσο για το πολιτικό μήνυμα κατά της τρομοκρατίας, όπως το εννοούν οι κοινού περιεχομένου πρωθυπουργικές δηλώσεις στις διάφορες χώρες που έπεσαν θύματα των τζιχαντιστών, αυτό επικεντρώνεται στο να καταπολεμηθεί πάση θυσία, με κάθε κόστος και αμείλικτα, ο Εθνικισμός, η άκρα δεξιά, η ισλαμοφοβία, η ρητορική μίσους, η μισαλλοδοξία. Και η ζωή συνεχίζεται. Όχι, φυσικά, γι’ αυτούς που την έχασαν εξαιτίας των ενεργειών των ισλαμιστών τρομοκρατών, αλλά για όλους τους υπόλοιπους, μέχρι την επόμενη φορά κατά την οποία θα σημειωθεί ένα νέο τρομοκρατικό χτύπημα, με τον κύκλο του αίματος να επαναλαμβάνεται. Η επιχειρηματολογία της «πολιτικής ορθότητας» για την απόλυτη ανάγκη να αποφεύγεται οποιαδήποτε αναφορά στον δημόσιο διάλογο που δύναται να θίξει το Ισλάμ, καταντά υπονομευτική εξαρχής οποιαδήποτε προσπάθεια έστω και στοιχειώδους κατανόησης της απειλής που συνιστά η ισλαμική τρομοκρατία. Όσο κι αν αυτό στενοχωρεί τους εκτός τόπου και χρόνου επιλεκτικά «ευαίσθητους» και «ανθρωπιστές», τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Ευρώπη είχαν ξεκάθαρα θρησκευτικό πρόσημο. Δεν ήσαν ούτε ορθόδοξοι, ούτε καθολικοί, ούτε προτεστάντες, ούτε βουδιστές, ούτε εναπομείναντες οπαδοί του ζωροαστρισμού. Για να γίνει ακόμη πιο κατανοητό το τραγικό αδιέξοδο των αντιφατικών επιλογών της «πολιτικής ορθότητας» και να πάψει επιτέλους η λογική της στρουθοκαμήλου, θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να δούμε τι συμβαίνει στην πολυπολιτισμική Βρετανία, σε περιοχές όπου οι μουσουλμάνοι είναι πλειοψηφία ή έχουν έντονη παρουσία. Ας δούμε ένα απόσπασμα από ομιλία στο τζαμί Γκριν Λέιν στο Μπέρμπιγχαμ (το οποίο αυτοπαρουσιάζεται ως «Κέντρο Διαθρησκειακής Επικοινωνίας»… ) για να αντιληφθούμε τι πραγματικά γίνεται: «Εμείς θέλουμε το Ισλάμ μας και τους νόμους των ανθρώπων […] Κανείς δεν αγαπά τους κουφάρ (απίστους). Εμείς αγαπάμε τους ανθρώπους του Ισλάμ και μισούμε τους κουφάρ». Και όμως, οι «πολιτικά ορθοί» ηγέτες της Ευρώπης κάνουν ό,τι μπορούν για να ξανασυμβούν τέτοιου είδους τραγωδίες, καθώς αντί να φροντίσουν να θωρακιστεί η άμυνα κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας θεωρούν ότι με τα σεμινάρια «διαφώτισης» εναντίον της ισλαμοφοβίας όλα πλέον θα κυλίσουν ωραία, ήρεμα και ομαλά. Και φυσικά για τους… ξεροκέφαλους που δεν πείθονται από την επιχειρηματολογία για τον χαρακτηρισμό του Ισλάμ ως «θρησκεία της αγάπης» υπάρχει ο πέλεκυς, όχι του ισλαμιστή, αλλά του εισαγγελέα κατά του ρατσισμού, τον οποίο πρόθυμα θα ενημερώσουν κάποιοι που έχουν μετατρέψει την «ρουφιανιά» τόσο σε απολαυστική γι’ αυτούς ηδονή όσο και σε προσοδοφόρα ασχολία.

ΖΗΤΩ Η ΝΙΚΗ!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ